«Ανεξάρτητα απ’ την τραγική του ιστορία, μυθοποιητική, ικανή να συγκινήσει το λαϊκό αίσθημα, ο Χαλεπάς ανήκει –με καθόλου συγκαταβατική κρίση– στους σημαντικούς της γλυπτικής».

Είδα τα έργα του Χαλεπά αρκετά νωρίς. Θυμάμαι πως οι νεωτερικές φόρμες του δεν με ξένιζαν. Ήταν ένας «οικείος», προσβάσιμος μοντερνισμός, με αναγνωρίσιμο θέμα.

Στην Τήνο ο Χαλεπάς ήταν μια τοπική κληρονομιά. Στοιχείο αυτοχθονίας, κι ας μη συνδεόταν με την συλλογική αγωγή η σημασία του. Έτσι συμβαίνει με την δημιουργική πράξη. Η δοσοληψία μας μ’ αυτήν προϋποθέτει την μετατόπισή μας απ’ το πραγματικό σε έναν κόσμο «σημείων».

Κάποτε ρώτησα για τον Χαλεπά την εκ μητρός γιαγιά μου. Καταγόταν από το ίδιο χωριό, ζούσε λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του. Τους χώριζαν (γεννημένη το 1890) περίπου 40 χρόνια. Είχε ολοζώντανη την εικόνα του: ύψος μέτριο, ασπρομάλλης, με ένα φθαρμένο σακάκι (αντίθετα, σε μια φωτογραφία με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου που τον επισκέφθηκε στην Τήνο, φαίνεται καλοντυμένος, «σωφρονών και ιματισμένος», που θα ’λεγε το Ευαγγέλιο).

Τον θυμόταν να σκύβει στον δρόμο για ένα αποτσίγαρο, και βέβαια μου μίλησε για τη φιλάνθρωπη ανοχή (ή αδιαφορία) του χωριού, κάτι που στις μικρές κοινωνίες εκδηλώνεται και σαν αφ’ υψηλού συγκατάβαση για τον «άμοιρο». Μου είχε μιλήσει επιπλέον για ένα μάλλον συνηθισμένο επεισόδιο στο καφενείο της πλατείας, όταν ο καταστηματάρχης τον επανέφερε στην τάξη, καθώς εκείνος με το μολύβι του συχνά «μουντζούρωνε» το μαρμάρινο τραπέζι. Με ένα σφουγγάρι ο καφετζής έσβηνε τα σχέδιά του, σπουδές κεφαλιών και σωμάτων, κάποτε μονοκονδυλιές, με τελείες ή μικρές γραμμές για μάτια. Σε γκαλερί βρίσκω ακόμα βιαστικές του δοκιμές. Στοιχίζουν περί τα 1.500 ευρώ. Κιτρινισμένα χαρτιά, πάντα ενυπόγραφα, με την αμεσότητα του στιγμιαίου σχεδίου, συνήθως ενός αγγέλου ή μιας μυθολογικής φιγούρας.

«Κάποτε ρώτησα για τον Χαλεπά την εκ μητρός γιαγιά μου. Καταγόταν από το ίδιο χωριό, ζούσε λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του. Είχε ολοζώντανη την εικόνα του: ύψος μέτριο, ασπρομάλλης, με ένα φθαρμένο σακάκι (αντίθετα, σε μια φωτογραφία με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου που τον επισκέφθηκε στην Τήνο, φαίνεται καλοντυμένος, ‘‘σωφρονών και ιματισμένος’’, που θα ’λεγε το Ευαγγέλιο)».

Ο εκ μητρός παππούς μου, ορθόδοξος ιερέας, επίσης από τον Πύργο της Τήνου, είχε έναν αδελφό μαρμαρογλύπτη (Πέτρος Μαυρομαράς). Έζησε στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Συχνά, αναφερόταν σ’ αυτόν. «Πέθανε από πείνα στην Κατοχή, αγνοημένος. Ορισμένοι», υποστήριζε, «είχαν υπογράψει δικά του έργα, που τα παραχωρούσε για ένα κομμάτι ψωμί». Μου έλεγε ακόμα ότι στην είσοδο του Πολυτεχνείου υπήρχε ένα γλυπτό έργο του («Ο σιδηρουργός») το οποίο, όταν θα βρισκόμουν στην Αθήνα, με προέτρεπε να δω, να φωτογραφίσω και να του στείλω την εικόνα. Πρόσφατα, στις σελίδες του Στρατή Δούκα, διάβασα ότι ήταν εκείνος που «πέρασε» κάποια έργα του Χαλεπά από τον γύψο στο μάρμαρο, εργασία όχι βέβαια για τυχαίο αντιγραφέα. Συμπερασματικά ο Πέτρος, η αναφορά του οποίου πάντα συνοδευόταν από έναν αναστεναγμό (σαν αόριστη ενοχή για τη μοίρα του), είχε αντιγραφική εμπειρία και ωριμότητα.

Στις ίδιες αφηγηματικές παρακαταθήκες ανήκει ακόμα μια εικόνα του. Περιφερόταν, μου έλεγαν, για ώρες στην ύπαιθρο. Όχι μόνο με τα πρόβατά του. Συγκέντρωνε πέτρες. Υποθέτω ότι ζητούσε φόρμες με πλαστικό ενδιαφέρον. Κάποτε έδινε άλλο ρόλο στη συλλογή. Το απόγευμα, στην πλατεία όπου τα κορίτσια έπαιρναν νερό απ’ την περίτεχνη στεγασμένη βρύση, διάλεγε μια δυο πέτρες και τις χάριζε σε πρόσωπα της επιλογής του. Τίποτε εκτός απ’ τη γλυπτική φαντασία δεν τον συνέδεε με το άλλο φύλο.

«Το απόγευμα, στην πλατεία όπου τα κορίτσια έπαιρναν νερό απ’ την περίτεχνη στεγασμένη βρύση, διάλεγε μια δυο πέτρες και τις χάριζε σε πρόσωπα της επιλογής του».

Ο Χαλεπάς της δεύτερης περιόδου (άμεσος, αντιδιανοούμενος, πηγαίος) δείχνει ενστικτώδης, με μια λιτή, συχνά άτεχνη αρχαϊκότητα ή «αφέλεια». Κι όμως, χωρίς να υπερβάλλουμε, μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται πλάι στις αναζητήσεις των συγχρόνων του. Υπάρχει μια συζήτηση, του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, νομίζω. Έχει επισκεφθεί στην Τήνο τον Χαλεπά. Φτιάχνει προπλάσματα των έργων του και τα φέρνει στην Αθήνα, όπως τους εξωτικούς καρπούς στην Ευρώπη οι πρώτοι θαλασσοπόροι. Στο καφενείο τού δείχνει το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ και, θέλοντας να δει τη σχέση του ερημίτη με την εποχή, τον ρωτά αν τους ξέρει. Εκείνος τους παρατηρεί για λίγο: «Γλύπται είναι οι κύριοι;». Ο Ν. Καρούζος κάνει το λάθος να βλέπει στην απάντηση μια χαριτωμένη πονηριά. Ο Χαλεπάς ήταν όντως «ξένος». Όχι γιατί στους τίτλους των σχεδίων του τα ορθογραφικά λάθη είναι επικά (θυμάμαι τον «Ήκαρο» και μια σειρά άλλων), αλλά γιατί μόνο με τον εαυτό του διαλεγόταν. Είπα «ξένος», όμως ακούγοντάς τον να λέει πως «η νέα τέχνη είναι η ψυχολογία της αρχαίας», έχεις την πιο απροσχημάτιστη ερμηνεία για την εξέλιξη των μορφών, την αντίληψη ότι κάθε νεωτερισμός είναι η μεταβολή που έχει αφήσει στην άκρη το αχρείαστο ή το κορεσμένο, αφορά τους τύπους, όχι το πνεύμα.

«Η γλυπτική του ανήκει στον μοντερνισμό του 20ου αιώνα, τον οποίο ο ίδιος αγνοούσε». (Αριστερά: Φωτογραφία του Χαλεπά – αρχείο Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη. Δεξιά: Το εξώφυλλο του περιοδικού «Το Δέντρο» στο αφιέρωμά του στον Γιαννούλη Χαλεπά).

Στην δεύτερη δημιουργική του περίοδο, το μυθολογικό στερεότυπο έχει συναιρεθεί τολμηρά με την λαϊκότητα (παραμύθια, δοξασίες). Η πτυχολογία που θαυμάσαμε εγκαταλείπεται, σαν δεξιοτεχνία της ρομαντικής περιόδου του. Αυτές οι φόρμες –ο συμπαγής χωρίς σκελετό όγκος, ο χαραγμένος πηλός, τα σκυθρωπά πρόσωπα–, όλα μοιάζουν καρπός ενστίκτου και δουλειά χειροτέχνη. Το 2018 είναι επέτειος 80 χρόνων από τον θάνατό του. Η γλυπτική του ανήκει στον μοντερνισμό του 20ου αιώνα, τον οποίο ο ίδιος αγνοούσε. Όπως τα παιδιά που ζωγραφίζουν ακαθοδήγητα, αλλά από μια μυστική ροπή (που δεν είναι άλλη απ’ το να κάνουν εικόνα ό,τι γνωρίζουν κι όχι ό,τι βλέπουν) τα σχέδιά τους ανήκουν στην ίδια «γλώσσα». Ανεξάρτητα απ’ την τραγική του ιστορία, μυθοποιητική, ικανή να συγκινήσει το λαϊκό αίσθημα, ο Χαλεπάς ανήκει –με καθόλου συγκαταβατική κρίση– στους σημαντικούς της γλυπτικής. Κι αν το διατυπώσουμε διαφορετικά, κανείς δεν θα είχε εκπλαγεί βλέποντας τα έργα του πλάι σε γλυπτά πρωτοπόρων του αιώνα του.

 

// Από το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Δέντρο» στον Γιαννούλη Χαλεπά, τεύχος 220-221, Άνοιξη 2018 (το εισαγωγικό κείμενο, «της εκδόσεως», που υπογράφει ο Κώστας Μαυρουδής, σελ. 5-7).

 

Διαβάστε ακόμα: Στέφαν Τσβάιχ – Μια μέρα με τον Ροντέν.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top