«Από νωρίς το μνημείο περιβλήθηκε την αχλή του θρύλου: λέχθηκαν και γράφτηκαν πολλά: ότι ο γλύπτης ήταν ερωτευμένος με την Σοφή Αφεντάκη σαν άλλος Πυγμαλίων• ότι εκείνη έφυγε από τη ζωή πληγωμένη από τον ερωτικό πόθο της για τον διάσημο ιταλό οξύφωνο, τον Giovanni Matteo De Candia, γνωστόν ως Mario (1810-1883)• ότι τα πόδια της ήταν πιο μακριά από όσο θα έπρεπε…».

Πριν από εκατόν σαράντα χρόνια, το 1878, γεννήθηκε το πιο γνωστό και αγαπητό έργο όχι μόνο του τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) αλλά και της νεοελληνικής γλυπτικής εν γένει, η «Κοιμωμένη», για τον τάφο της νεαρής Σοφής (υποκοριστικό στις Κυκλάδες για το όνομα της Σοφίας) Κων. Αφεντάκη στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.

Από νωρίς το μνημείο περιβλήθηκε την αχλή του θρύλου: λέχθηκαν και γράφτηκαν πολλά: ότι ο γλύπτης ήταν ερωτευμένος με την κοπέλα σαν άλλος Πυγμαλίων· ότι εκείνη έφυγε από τη ζωή πληγωμένη από τον ερωτικό πόθο της για τον διάσημο ιταλό οξύφωνο, τον Giovanni Matteo De Candia, γνωστόν ως Mario (1810-1883)· ότι τα πόδια της ήταν πιο μακριά από όσο θα έπρεπε· ότι η μητέρα της, σε επίσκεψή της στο εργαστήριο του γλύπτη, ενόσω δούλευε εκείνος το πρόπλασμα του έργου στον γύψο, το 1878, εξέφρασε με λόγια προσβλητικά για τον καλλιτέχνη τη δυσαρέσκειά της ως προς τη στάση της κόρης της – έχει γραφτεί μάλιστα πως ο γλύπτης οργισμένος χτύπησε το πρόπλασμα στο στήθος και χώρισε από αυτό το κεφάλι του.

«Την πρώτη μνεία για την ‘‘Κοιμωμένη’’ τη βρίσκουμε το 1877, όταν ανατίθεται από την οικογένειά της στον νεαρό Γιαννούλη να φιλοτεχνήσει το επιτύμβιο μνημείο της κόρης του πλούσιου μεγαλέμπορου από την Κίμωλο, Κωνσταντίνου Αφεντάκη».

Τι γνωρίζουμε λοιπόν στην πραγματικότητα για το σπουδαίο αυτό έργο του Χαλεπά; Με βάση αναφορές στον αθηναϊκό Τύπο της εποχής του, αποκαθιστούμε τα στάδια της δημιουργίας του. Την πρώτη μνεία για την «Κοιμωμένη» τη βρίσκουμε το 1877, όταν ανατίθεται από την οικογένειά της στον νεαρό Γιαννούλη να φιλοτεχνήσει το επιτύμβιο μνημείο της κόρης του πλούσιου μεγαλέμπορου από την Κίμωλο, Κωνσταντίνου Αφεντάκη. Η δεκαεφτάχρονη κοπέλα είχε αρρωστήσει. Μια ωχρότητα στο πρόσωπό της δεν έλεγε να υποχωρήσει. Η χλομή κοπέλα ήταν φυματική και η κλονισμένη υγεία της επιδεινωνόταν, με συνεχείς αιμοπτύσεις! Στις 17 Δεκεμβρίου 1873 η Σοφή θα σβήσει στην Αθήνα. Περίεργη σύμπτωση: και ο γλύπτης παρουσίαζε από το 1878 τα πρώτα συμπτώματα μιας άλλης αρρώστιας, ψυχικής…

Ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν πέρασε ο ίδιος στο μάρμαρο την «Κοιμωμένη» του, αφού ολόκληρο τον 19ον αιώνα η γλυπτική στην Ελλάδα σημαίνει κυρίως την προπλαστική σε γύψο, όπως ήταν και το μάθημα από τη δεκαετία του 1830 στο Πολυτεχνείο. Έτσι, την τέχνη της μαρμαρογλυπτικής τη μάθαιναν οι νεαροί σπουδαστές του Πολυτεχνείου στα μαρμαρογλυφεία της Αθήνας. Εκεί δούλευαν ανδριώτες και τηνιακοί μαθητευόμενοι.

Ο Χαλεπάς μπροστά στην «Κοιμωμένη» του, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, το 1930. «Έχει γραφτεί ότι η μητέρα της Σοφής Αφεντάκη, σε επίσκεψή της στο εργαστήριο του γλύπτη, ενόσω δούλευε εκείνος το πρόπλασμα του έργου στον γύψο, το 1878, εξέφρασε με λόγια προσβλητικά για τον καλλιτέχνη τη δυσαρέσκειά της ως προς τη στάση της κόρης της – και μάλιστα πως ο γλύπτης οργισμένος χτύπησε το πρόπλασμα στο στήθος και χώρισε από αυτό το κεφάλι του».

Ανδριώτες μαρμαρογλύπτες βρίσκουμε στην Αθήνα από τη δεκαετία του 1860. Εγκαταστάθηκαν στο σημερινό κέντρο της πόλης, στη Νεάπολη. Έστησαν τα εργαστήρια μαζί με τα νοικοκυριά τους στις οδούς Χαριλάου Τρικούπη, Εμμανουήλ Μπενάκη, Μαυρομιχάλη και Καλλιδρομίου. Η όλη περιοχή θα πάρει τότε την επωνυμία «Ανδριώτικα». Τηνιακοί ομότεχνοί τους είχαν στήσει τα δικά τους εργαστήρια στις οδούς Κοραή, Σταδίου, Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής, και πίσω από το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία και τη Βιβλιοθήκη, στην περιοχή της Αγίας Σιών. Με τον καιρό, άνοιξαν ανδριώτικα και τηνιακά μαρμαρογλυφεία στην οδό Αναπαύσεως και στις παρόδους γύρω από το Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.

Ένας τέτοιος μαρμαρογλύπτης ήταν ο Αλέξιος (Αλεξάκης για τους φίλους του) Λάβδας, από το χωριό Ζαγανάρι της Άνδρου. Γεννημένος το 1854, συμμαθητής του Χαλεπά, είχε αρραβωνιαστεί το 1878 την αδελφή του Αικατερίνη. Ο Λάβδας είχε δουλέψει από το 1871 στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Γιαννούλη, του Ιωάννη Χαλεπά (1834-1901) στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη, ενώ το 1875 ανοίγει δικό του εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο σε ομοτέχνους του που δούλευαν πιο πάνω, στην Ακαδημίας. Κατά το τέλος Μαρτίου του 1879 αναλαμβάνει τη μεταφορά στο μάρμαρο της «Κοιμωμένης», παίρνοντας από τον Χαλεπά το χτυπημένο από οργή πρόπλασμα, πεντακόσιες δραχμές και έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας, όπου τα περίφημα λατομεία από την εποχή του Michelangelo και του Canova. Το μάρμαρο αυτό του το έδωσε ο πατέρας της Σοφής Αφεντάκη. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά από τον Απρίλιο του 1879, περνώντας από τον γύψο στο μάρμαρο τη μορφή της Σοφής. Στο μεταξύ έχει προηγηθεί επίσκεψη του Γιαννούλη στο εργαστήριο του Αλεξάκη, όπου οι δυο παλιοί γνώριμοι συζητούν για την «Κοιμωμένη» που προβάλλει μέσα από τον άμορφο όγκο σιγά-σιγά. Ο Λάβδας εκτελεί τις τελευταίες διορθώσεις και στήνει το επιτύμβιο μνημείο στη θέση του, στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Έχει εργαστεί σε πολλές μαρμαρικές εργασίες εντός και εκτός Ελλάδος. Πέθανε στην Αθήνα το 1944.

«Το 1879 ο Αλέξιος Λάβδας αναλαμβάνει τη μεταφορά στο μάρμαρο της ‘‘Κοιμωμένης’’, παίρνοντας από τον Χαλεπά το χτυπημένο από οργή πρόπλασμα, πεντακόσιες δραχμές και έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας».

Να σημειώσουμε επιπλέον εδώ και το παράδοξο, ότι σε δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας για το εργαστήριο του Χαλεπά το 1878, έτος που θα ολοκληρωνόταν η «Κοιμωμένη» του, ενώ γίνεται αναφορά στη μαρμάρινη σύνθεσή του «Σάτυρος παίζων μετά Έρωτος», δεν μνημονεύεται το μαρμάρινο ταφικό μνημείο της.

Ο Λάβδας συνεργάστηκε για να χτυπήσει στο μάρμαρο την «Κοιμωμένη» και με έναν άλλο μαρμαρογλύπτη, από το χωριό Πλατειά της Τήνου, τον συνομήλικό του Γιώργη Χαμηλό (1854) μετά το 1922. Τον είχε γνωρίσει στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Γιαννούλη Χαλεπά το 1876-77. Ο Γιώργης ήταν από οικογένεια μαρμαρογλυπτών. Ψηλός και εμφανίσιμος, επιβεβαίωνε όσα βιωματικά γράφει ο λεπταίσθητος ποιητής Αναστάσης Δρίβας (1899-1942) σε αθηναϊκό περιοδικό για τους πρώτους γλύπτες και τις πρώτες σχολές καλών τεχνών στην Ελλάδα το 1928. Δούλευαν όπου και όταν μπορούσαν ημερομίσθιο, βγάζοντας αρκετά χρήματα, σε κάθε είδους οικοδομές και μνημεία που απαιτούσαν μαστορικά χέρια. Όποτε δεν είχαν απασχόληση, τους άρεσε τα βράδια να συχνάζουν παρέα σε ταβερνεία, να γλεντάνε και να πίνουν: «Η φήμη τούς θέλει περιφήμους τραγουδιστές και τρομερούς οινοπότας». Ο Χαμηλός εργάστηκε ακόμα στο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Γεωργίου Λυκαβηττού. Είχε μεταφέρει στο μάρμαρο γύψινα προπλάσματα πολλών συναδέλφων του, χωρίς να τα υπογράψει!

«Ο Χαλεπάς δεν έβαλε την υπογραφή του στην ‘‘Κοιμωμένη’’ του, μάλλον αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι αποκλειστικά δικό του έργο… Μόλις το 1913 δυο άλλοι τηνιακοί γλύπτες, οι Λουκάς Δούκας και Μήτσος Περάκης, θα τη σκαλίσουν στο μάρμαρο». Δεξιά, το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Το Δέντρο» (Άνοιξη 2018) στον Γιαννούλη Χαλεπά.

Ο Χαλεπάς δεν έβαλε την υπογραφή του στην «Κοιμωμένη» του, μάλλον αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι αποκλειστικά δικό του έργο… Μόλις το 1913 δυο άλλοι τηνιακοί γλύπτες, οι Λουκάς Δούκας (1890-1925) και Μήτσος Περάκης (1893-1965), θα τη σκαλίσουν στο μάρμαρο.

Το 1930 Χαλεπάς και Λάβδας ξαναβρέθηκαν στο σπίτι των ανιψιών του Χαλεπά, Βασιλείου και Ειρήνης, στην οδό Δαφνομήλη 35, όπου ζούσε φιλοξενούμενος ο γηραιός πλέον γλύπτης. Ο Χαλεπάς, υπό το κράτος της δημόσιας αναγνώρισής του, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά η οικογένειά του, φέρεται να είπε τότε στον Λάβδα για την «Κοιμωμένη»: «Α, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες», εννοώντας δηλαδή ότι ο Λάβδας δούλεψε μόνο σε αρχικό στάδιο το μάρμαρο…

 

// Το κείμενο του Αναπληρωτή Καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καπποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Παυλόπουλου, που φιλοξενεί η στήλη, περιλαμβάνεται (με τίτλο «Οι μαρμαρογλύπτες της ‘‘Κοιμωμένης’’ του Χαλεπά») στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Το Δέντρο» στον Γιαννούλη Χαλεπά (τεύχος Νο 220-221, Άνοιξη 2018).

 

Διαβάστε ακόμα: «Η ελάχιστη αστική μας τάξη – και η ποιότητα που έφυγε με τους παλιούς»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top