O Gilles Decorvet φορώντας μια απλή καπαρντίνα, εμφανίστηκε σαν ένας Σωκράτης του καιρού μας.

Πόσοι άνθρωποι καταλαβαίνουν αρχαία ελληνικά στην Ελβετία; Ειλικρινά δεν το γνωρίζω, όμως, εκείνο το βράδυ – αξέχαστο – του Νοεμβρίου, το πολυπληθές ακροατήριο της αίθουσας La Julienne στα περίχωρα της Γενεύης δεν φαινόταν ξένο προς το αντικείμενο.

Το μαρτυρούσε η συγκέντρωση με την οποία παρακολουθούσε τον ελβετό πανεπιστημιακό διερμηνέα και ηθοποιό Gilles Decorvet να απαγγέλλει –  ή ίσως ορθότερα: να αγορεύει – την Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα στο αρχαίο κείμενο, με την νέα ελληνική προφορά και γαλλικούς υπέρτιτλους.

Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με το ΚΘΒΕ το 2015, και έκτοτε έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

“Η αναπαράσταση της δίκης του Σωκράτη”, όπως είναι ο πλήρης τίτλος της παράστασης, αποτελεί μία σύλληψη, ιδέα και σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη, ο οποίος πρώτα δίδαξε εξ αποστάσεως τον ηθοποιό και μετά μετέβη στην Ελβετία, όπου και προσάρμοσε σκηνοθετικά το έργο στις τοπικές συνθήκες. Τη γαλλική μετάφραση υπέγραψε ο Gilles Decorvet, βασισμένος σε εκείνη του Maurice Croiset και την νεοελληνική απόδοση του αρχαίου κειμένου από τον σκηνοθέτη.

Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με το ΚΘΒΕ το 2015, και έκτοτε έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η τωρινή παραγωγή ήταν της θεατρικής ομάδας Un nuage en pantalon: Ζήσης Νασιουτζίκης (φωτισμοί), Μαρία Campagnolo-Ποθητού (υπέρτιτλοι), Κωνσταντίνα Κλουβάτου (βοηθός παραγωγής), Αλεξία Μπενάκη (αφίσα). Δόθηκαν τέσσερις παραστάσεις στο πολιτιστικό κέντρο La Julienne, δύο για μαθητές και φοιτητές και δύο για το γενικό κοινό· παρακολουθήσαμε αυτήν την τελευταία, το Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022. Οι βραδιές αυτές είχαν το ειδικό βάρος ότι για πρώτη φορά ερμήνευσε ηθοποιός που δεν έχει την νέα ελληνική ως μητρική γλώσσα· πάνω από όλα όμως, ήταν μια ερμηνευτικά έξοχη (ανα)παράσταση.

O Gilles Decorvet εμφανίζεται σαν ένας Σωκράτης του καιρού μας: φορά μια απλή καπαρντίνα, έχει ψαρό γένι και ψαρό μαλλί. Αν και ηλικιακά πολύ νεώτερος, μπορεί να συσχετιστεί αβίαστα με το ιστορικό πρόσωπο που υποδύεται, αν δεχτούμε ότι ο Σωκράτης κατά τη δίκη του, αν και κοντά στα εβδομήντα, κρατιόταν καλά χάρις στον εγκρατή και λιτό, ενάρετο βίο του. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή σχετικά με το περιεχόμενο τη δίκης και το δικαστικό σύστημα της αρχαίας Αθήνας, ξεκινά ο ήχος της κλεψύδρας που μετρά τον χρόνο του αγορητή: θα μας ακολουθήσει αγωνιωδώς σε όλη την παράσταση.

Αγωνιώδης είναι και ο φαινομενικά ουδέτερος φωτισμός, που συγκεντρώνεται επάνω στον ομιλητή. Προτού ανοίξει το στόμα, εκπέμπει ήδη την ένταση που σε κάνει να κρεμιέσαι από τα χείλη του. Τι έχει να μας πει αυτός ο άνθρωπος που από τα λόγια του θα εξαρτηθεί η ζωή του; Και τι θα καταλάβουμε εμείς, ακούγοντάς τον στην αρχαία γλώσσα;

Απορίες που λύνονται αμέσως: το αρχαίο κείμενο ακούγεται με μια εκπληκτική άρθρωση – ευκρίνεια λεκτική και νοηματική. Ο αγορητής απαγγέλει με καθαρή φωνή όπου η συγκίνηση δεν λείπει αλλά και δεν εμποδίζει· κάθε λέξη και κάθε φράση είναι σωστά ζυγισμένες και εστιγμένες. Το κείμενο έχει ταυτόχρονα τη ζωντάνια του δικανικού λόγου αλλά και μνημειακή διαύγεια, λες και είναι χαραγμένο στην πέτρα. Υπάρχει μια κλασικότητα στην ευθύτητα της προσέγγισης.

Η απαγγελία αποδεικνύεται πραγματικός άθλος και με απόλυτα κριτήρια μία απόλυτη επιτυχία.

Η απαγγελία αποδεικνύεται πραγματικός άθλος και με απόλυτα κριτήρια μία απόλυτη επιτυχία. Σε καμία στιγμή δεν καταλάβαινε κάποιος ότι ο ομιλητής μας δεν είχε τα νέα ελληνικά ως μητρική γλώσσα – η μόνη στιγμή που διαφοροποιούνταν από την καθιερωμένη προφορά ήταν ενίοτε η απόδοση του γαρ με ήχο γκ. Όμως η κατανόηση του κειμένου, η απόλυτη συνειδητοποίηση αυτού που λέει και βέβαια η βαθιά πεποίθηση στην ηθική διάσταση του σωκρατικού-πλατωνικού λόγου, όλα αυτά τον έκαναν να μεταδίδει όσα έλεγε με ιδιαίτερη πειθώ. Και μάλιστα με την πάροδο της ώρας – η απολογία διαρκεί πάνω από μιάμιση ώρα – δεν υπήρχε ερμηνευτική κάμψη, αλλά εμβάθυνση.

Αριστερά οι: Gilles Decorvet (Σωκράτης), Δήμος Αβδελιώδης (σκηνοθεσία), Αλέξανδρος Γεννηματάς (Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Γενεύη), Άγγελος Ευστρατίου (Μέλητος). Δεξιά: ο Gilles Decorvet επί σκηνής.

Αλήθεια, όμως, κατανοούμε τα αρχαία ελληνικά; Δεν θα κρύψω ότι πήγα διαβασμένος και ξαναπέρασα το κείμενο πριν παρακολουθήσω την παράσταση, αλλά εξεπλάγην επειδή ακριβώς ήταν ελάχιστες οι φορές που χρειάστηκα να ανατρέξω στους γαλλικούς υπερτίτλους. Ουσιαστικά οι μόνες περιπτώσεις που χρειάστηκε να το κάνω ήταν αυτές όπου η νεοελληνική προφορά μάς μπερδεύει με το ομόηχο άκουσμα διαφορετικών ορθογραφιών:  ἡμεῖς ή ὑμεῖς, κτλ. Αυτό που εύκολα ξεχωρίζει στο γραπτό, στη ρύμη του προφορικού λόγου ο (άπειρος) ακροατής δεν προλαβαίνει να το προσδιορίσει αναλύοντας τα συμφραζόμενα.

Η παρακολούθηση της παράστασης είχε έτσι και αυτήν την εμπειρική διάσταση, να μας δώσει την ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω στο θέμα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών.

Η παρακολούθηση της παράστασης είχε έτσι και αυτήν την εμπειρική διάσταση, να μας δώσει την ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω στο θέμα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών. Είναι βέβαια μια συζήτηση που διαρκεί από το 1500, με τις γνώμες να διχάζονται ανάμεσα σε όσους προσπαθούν να αποκαταστήσουν την αρχαία προφορά, και σε όσους υποστηρίζουν ότι η ελληνική γλώσσα είναι μια πολιτιστική συνέχεια που δεν μπορεί να προφέρεται διαφορετικά σε κάθε εποχή. Βέβαια αν κρίνουμε από το πόσα ορθογραφικά λάθη κάνουμε στα νέα ελληνικά με την ιστορική ορθογραφία, ίσως η λύση  θα ήταν να… επαναφέρουμε την ιστορική προφορά.

Η πλειοψηφία του κοινού έμειναν για να παρακολουθήσουν τον “αγώνα λόγων” –  όπως νομίζω ότι λέγεται ελληνικά το debate – που ακολούθησε. Ο αγώνας πρέπει να πω ότι ήταν άνισος, διότι την κατηγορία στήριξε ο ηθοποιός και καθηγητής μουσικής Άγγελος Ευστρατίου, ο οποίος στην παράσταση ανέλαβε επιτυχώς και τον πολύ σύντομο ρόλο του Μέλητου – δυο λέξεις πρέπει να πει κυριολεκτικά, και κατάφερε να τις χρωματίσει με τον ιταμό χαρακτήρα του κατηγόρου. Στον λόγο του παρομοίασε τον Σωκράτη με έναν εξωτικό γκουρού που αποξενώνει τους νέους από τις οικογένειές τους και τους απομακρύνει από την ομαλή κοινωνική ζωή, διδάσκοντάς τους μια αυστηρή βιοθεωρία που αρνείται τη χαρά της ζωής.

Ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης πρώτα δίδαξε εξ αποστάσεως τον ηθοποιό και μετά μετέβη στην Ελβετία και προσάρμοσε σκηνοθετικά το έργο στις τοπικές συνθήκες (Φωτογραφία Dimos Avdeliodis©Cornilia Sidira / Κορνηλία Σιδηρά).

Η υπεράσπιση αντίθετα έγινε από έναν επαγγελματία νομικό, μέλος της Λέσχης Συζητήσεων της Γενεύης. Ο maître (δικηγόρος) Dino Vajzovic ήλθε ντυμένος με την μαύρη δικηγορική του τήβεννο και τα λευκά αθλητικά του σταράκια, και ανέπτυξε μία πρωτότυπη επιχειρηματολογία, παραβάλλοντας τη δίκη του Σωκράτη με τη δολοφονία χαρακτήρων από τα σημερινά social media: άραγε δεν διαπιστώνουμε καθημερινά ότι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Σωκράτης, δηλαδή η αδυναμία του να ανασκευάσει με λογικά επιχειρήματα την προκατάληψη των Αθηναίων δικαστών εναντίον του, επειδή αυτή είχε διαμορφωθεί επί χρόνια από ανθρώπους που απευθύνονταν στο θυμικό, όπως έκανε ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης στις Νεφέλες, αυτό ακριβώς λοιπόν δεν ζούμε και στις μέρες μας, όταν άνθρωποι και σταδιοδρομίες χάνονται υπό το βάρος της κατακραυγής μιας κοινής γνώμης που παρασύρεται από συναισθηματικά φορτισμένες καταγγελίες χωρίς ποτέ να προχωρά σε μία λογική εξέταση των πραγμάτων; Αν ζούσε σημερα, ο Σωκράτης θα δικαζόταν και θα καταδικαζόταν από τα κοινωνικά δίκτυα.

Στην ψηφοφορία που ακολούθησε στο έργο, ο Σωκράτης αθωώθηκε (αν και όχι συντριπτικά).

Το μόνο που έχω να πω είναι ότι όσοι χρειάζονται δικηγόρο στη Γενεύη μάλλον μπορούν να προτιμήσουν τον  maître Dino Vajzovic, όσο και οι αναζητούντες μεταφραστή τον Gilles Decorvet. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, ο Σωκράτης αθωώθηκε (αν και όχι συντριπτικά). Βέβαια αυτό αποτελεί έμμεσα ένα μικρό πλήγμα στη σωκρατική στάση: παραδίδεται ότι ο Σωκράτης, πιστός στις αρχές του, αρνήθηκε τον λόγο που του είχε γράψει ο Λυσίας. Η πειστική επιχειρηματολογία ενός δόκιμου ρήτορα έναντι της αυστηρά λογοκρατικής προσέγγισης του φιλόσοφου δεν απαλλάσσει βέβαια τους Αθηναίους δικαστές από τις ευθύνες τους· μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι αν και ο Σωκράτης είχε δεχθεί να αξιοποιήσει την προσφερόμενη νομική και ρητορική υποστήριξη, τότε ίσως να είχε αποτρέψει τους Αθηναίους από το ἐς φιλοσοφίαν ἐξαμαρτεῖν.*

* Ἀριστοτέλης ὅτε ἀπέλιπε τὰς Ἀθήνας δέει τῆς κρίσεως, πρὸς τὸν ἐρόμενον αὐτὸν ῾τίς ἐστιν ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλις;᾿ ἔφη ῾παγκάλη· ἀλλ᾽ ἐν αὐτῇ

ὄγχνη ἐπ᾽ ὄγχνῃ γηράσκει, σῦκον δ᾽ ἐπὶ σύκῳ,

τοὺς συκοφάντας λέγων. καὶ πρὸς τὸν ἐρόμενον δια τί ἀπέλιπε τὰς Ἀθήνας, ἀπεκρίνατο ὅτι οὐ βούλεται Ἀθηναίους δὶς ἐξαμαρτεῖν ἐς φιλοσοφίαν, τὸ περὶ Σωκράτην πάθος αἰνιττόμενος καὶ τὸν καθ᾽ ἑαυτὸν κίνδυνον. (Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, Βιβλίον γ΄, § 36)

Το παράθεμα του Αριστοτέλη προέρχεται από την Οδύσσεια:

ὄγχνη ἐπ᾽ ὄγχνῃ γηράσκει, μῆλον δ᾽ ἐπὶ μήλῳ,

αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλή, σῦκον δ᾽ ἐπὶ σύκῳ

(η 120-121)

 

Διαβάστε ακόμα: Τάσος Λέκκας. «Δεν έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους, υπάρχει καλό γύρω μας».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top