«και μήτε η ανάσα μας, / σκορπώντας σαν στάχτη / πάνω απ’ τη θάλασσα, / δεν είν’ αλαφριά».

«Γαλάζια μηχανή – II»

Ολοένα ταξιδεύαμε,
απ’ το παράθυρο κοιτώντας πέρα
τον ουρανό της αυγής
στο λουλάκι,
το τίναγμα της πεταλούδας,
ίδιο με το μύχιο φτερούγισμα
που τόσες νύχτες
μας κράταε ξάγρυπνους.
ακούοντας αχνά
το βούισμα της μέλισσας.
ως και τον ψίθυρο της γης
που θρόιζε τα φύλλα
καθώς ανθούσε η άνοιξη,
αργά,
σαν ένα λουλούδι
που βλασταίνει
σ’ ένα θρύψαλο χάος.

Άνεμε, άνεμε,
που γλιστράς στις μεμβράνες του πόνου ανάμεσα,
κύμα,
που δεν έχεις άμπωτη στα κοράλλια του νου των ανθρώπων,
φιλί,
της άλικης γιορτής,
φιλί λυμένο στα σταυροδρόμια της αβύσσου,
όχι
άλλο αίμα.

Είναι σκληρές οι που μας Έχεις,
των βουνών οι τροχαλίες,
η μιλιά μας αμίλητη
στα ζωγραφιστά Σου σύννεφα μπροστά·
και μήτε η ανάσα μας,
σκορπώντας σαν στάχτη
πάνω απ’ τη θάλασσα,
δεν είν’ αλαφριά, γιατί μένει μες
στην ανάσα μας,
η Σιωπή σου,
η από πάντα γεννημένη.

 

Στην επόμενη σελίδα: «Μα η μηχανή αγρυπνά και ταξιδεύει».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top