Από παιδί φαντασιωνόμουν τις ατέλειωτες λεωφόρους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, τα φώτα νέον των ξεχασμένων μοτέλ, τις καυτές ερήμους της Νεβάδα. Όλα τους κινηματογραφικά κλισέ της νιότης μου, αλλά, με έναν παράδοξο τρόπο, και πηγή έμπνευσης για το φακό μου. Έτσι, τον Οκτώβριο του 2008, έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη μου ατομική έκθεση «Global Summer» στη γκαλερί Karsten-Greve του Παρισιού, πήρα την απόφαση που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στις Η.Π.Α ένιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω την αμερικανική ενδοχώρα. Τις κωμοπόλεις στη μέση του πουθενά, όπου δεν ευδοκιμούν πελώριοι ουρανοξύστες και μοδάτα εστιατόρια, αλλά η αυθεντική και εξόχως σκοτεινή Αμερική. Δίχως να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, ένα πρωί φόρτωσα όλα τα φωτογραφικά μου συμπράγκαλα στο πορτ μπαγκάζ, αγόρασα από ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο το «On the road» του Κέρουακ, το οποίο δεν είχα διαβάσει έως τότε, και ξεκίνησα για τον πρώτο σταθμό της ‒τετραετούς, όπως αποδείχτηκε‒ περιήγησής μου στην Αμερική: το Κολοράντο.
Επί πέντε εβδομάδες οδηγούσα ασταμάτητα, φωτογράφιζα, έτρωγα σε γραφικά dinners και διανυκτέρευα σε φτηνά μοτέλ. Μέσα σε διάστημα ενάμισι μήνα είχα επισκεφτεί οκτώ πολιτείες: Κάνσας, Άινταχο, Μοντάνα, Νορθ Ντακότα, Μινεσότα, Νεμπράσκα, Γιούτα και Οκλαχόμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πολικές συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτήν την παράξενη γη. Για μέρες ολόκληρες δεν έβλεπα τίποτα άλλο πέρα από το απέραντο λευκό του χιονιού. Στη Μοντάνα είδα το θερμόμετρο να καταγράφει θερμοκρασίες -27 βαθμών! Έβγαζα τη μηχανή να φωτογραφίσω και δεν αισθανόμουν τα δάχτυλά μου. Μέρα με τη μέρα, το ταξίδι γινόταν όλο και πιο σκληρό, μοναχικό, αλλά παράλληλα συναρπαστικό. Είχα εθιστεί στο δρόμο…
Ένα βράδυ, έπειτα από οκτώ ώρες οδήγησης, μπήκα σε ένα κλασικό αμερικάνικο μπαρ με τζουκ μποξ σε μια μικρή κωμόπολη της Μοντάνα. Ήμουν αξύριστος για μέρες και η αντανάκλαση του ήλιου στο χιόνι με είχε «κάψει». Η όψη μου παρέπεμπε περισσότερο σε έναν άντρα από τη Μέση Ανατολή. Μπαίνοντας στο μπαρ, δεκάδες βλέμματα καρφώθηκαν πάνω μου σαν μαχαίρια. Κατευθύνθηκα διστακτικά προς τον πάγκο και κάθισα, ώσπου σύντομα αισθάνθηκα μια παρουσία πίσω από την πλάτη μου. Ήταν μια γυναίκα. Με ρώτησε από πού είμαι, της εξήγησα και μέσα σε δέκα λεπτά όλο το μαγαζί με είχε περικυκλώσει για να ακούσει την ιστορία μου. Στη Μοντάνα οι περισσότεροι είναι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι και η εμφάνισή μου τους είχε ξενίσει. Στην πορεία, βέβαια, αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από φιλόξενοι. Με κέρασαν τα πάντα, επέμεναν να με φιλοξενήσουν, ενώ έδειξαν τρομερό ενδιαφέρον όταν τους μίλησα για το μίσος που αισθάνεται ο πλανήτης για την εξωτερική πολιτική του Μπους (εκείνη την εποχή). Κοιτούσαν με απορία ο ένας τον άλλον και αναρωτιούνταν «Μα γιατί μας μισούν;». Ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα το μέγεθος της άγνοιας που επικρατεί στον απλό κόσμο.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται σιγά σιγά στο μυαλό μου το φωτογραφικό project που άθελά του είχε ήδη ξεκινήσει. Ο στόχος πια ήταν ξεκάθαρος: Να εξερευνήσω ολόκληρη την Αμερική, φωτογραφίζοντας με σκηνοθετική ματιά «κινηματογραφικές» τοποθεσίες. Δίχως να εμπεριέχεται πουθενά το ανθρώπινο στοιχείο. Έτσι, γεννήθηκε η σειρά φωτογραφιών «10.000 American Movies».
Στο επόμενο ταξίδι μου χάραξα πορεία για τον αμερικανικό νότο. Αλαμπάμα, Μισισίπι, Τέξας, Νιου Μέξικο, Αριζόνα, Νεβάδα. Η έρημος σε όλο της το μεγαλείο. Ένιωσα μικρός, ένα τίποτα διασχίζοντας αυτές τις ζεστές πολιτείες με τους ατέλειωτους ευθείς δρόμους και τον καυτό ήλιο που ψήνει την άσφαλτο. Ενθουσιάστηκα στο Τέξας, όταν παρακολούθησα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένα φεστιβάλ ροντέο σε έναν κατάμεστο χώρο δυο φορές σαν το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, όπου μπαρουτοκαπνισμένοι γελαδάρηδες και ξαναμμένες καουμπόισες με κομμένα τζιν και μυτερές μπότες ούρλιαζαν ντελιριακά μπρος στο άγριο θέαμα. Για να μην πω για τους πάγκους με τα ζουμερά κρέατα και τις ντόπιες λιχουδιές, που επαναπροσδιόρισαν α λα αμερικάνα την έννοια διονυσιακό «γλέντι» στο μυαλό μου.
Εικόνες μιας δικής μου, ξεχωριστής Αμερικής «ζουν» σήμερα στο μυαλό μου. Η urban καταθλιπτική ερημιά του Ντιτρόιτ, το παλιό Βέγκας όπου θαρρείς ότι θα ξεπηδήσει από κάποιο μπαρ ο Σινάτρα αγκαλιά με τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, η άγρια ομορφιά της Αριζόνα, εκείνο το μαγικό ξύπνημα στη Μινεσότα, όπου συντροφιά με πέντε άγνωστους μοιράστηκα το καλύτερο πρωινό της ζωής μου ‒τηγανητά αυγά με βανίλια. Υπέροχες σεκάνς ενός on the road οδοιπορικού χωρίς προορισμό.
Τον Φεβρουάριο του 2013 έλαβα μέρος στο 6ο «Photography Masters Cup Awards», μαζί με άλλους 8.500 φωτογράφους. Δίχως να το περιμένω, κέρδισε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία Americana μια δική μου φωτογραφία (ένα μοτέλ στο Βέγκας) από τη σειρά «10.000 American Movies», ενώ μια δεύτερη πήρε «Εύφημο Μνεία». Ένιωθα ενθουσιασμένος και περήφανος που όλη αυτή η εμπειρία στις εσχατιές της Αμερικής είχε μετουσιωθεί σε κάτι τόσο όμορφο.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια διένυσα 44.000 μίλια, κοιμήθηκα σε αμέτρητα μοτέλ, μίλησα με πολύχρωμους ανθρώπους. Είδα περισσότερα απ’ όσα μπορώ να θυμηθώ και μπορώ να θυμηθώ περισσότερα απ’ όσα είδα. Στο τέλος, ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι τo μοναδικό ταξίδι που είναι προορισμένος να πραγματοποιήσει κανείς είναι αυτό μέσα του. Ένας ταξιδευτής δεν πρέπει να κάνει σχέδια, ο στόχος δεν είναι ο προορισμός. Πρέπει απλώς να φύγει, να αφεθεί…