«Πέρα από την Αθήνα και την Ελλάδα, στη Ρωσία έχω πολλούς φίλους, πολλές προσλαμβάνουσες» (Φωτογραφία: Efi Haliori).

Υπάρχουν φορές που παθαίνω αυτό: βλέποντας κάποιο θέαμα (κινηματογράφο, θέατρο, χορό) που μου αρέσει ή με συγκινεί πολύ, αρχίζω με μανία σχεδόν να προσπαθώ να φανταστώ τον δημιουργό που κρύβεται πίσω από αυτό, τον τρόπο λειτουργίας του μυαλού του, τις εμπειρίες του, τις ξεχωριστές ιδιότητες που τον χαρακτηρίζουν και έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν, να «ζωγραφίσουν» κάτι ιδιοφυές.

Aυτό έπαθα βλέποντας του «Παίχτες» και κάπως έτσι ζήτησα να γνωρίσω τον σκηνοθέτη τους Γιώργο Κουτλή. Εν τω μεταξύ πρόλαβα να δω και την επόμενη δημιουργία του, το «Talk Show». Επαρκές δείγμα ότι εδώ, ναι, έχουμε να κάνουμε σίγουρα με την ξαστεριά ενός λαμπερού μυαλού. Που έχει πάρει απόφαση να πειραματίζεται και να τολμά, που παρά την καλλιτεχνική του πάστα διακατέχεται από θετικότητα, αισιοδοξία και χαρά, που θεωρεί απαραίτητο συστατικό της επαγγελματικής επιτυχίας την ισορροπία της προσωπικής ζωής – εξού και προσπαθεί να μην στερείται τη σύντροφό του λόγω πίεσης. Η συγκυρία το έφερε να βρεθούμε την ημέρα έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία. Και άλλη μία συγκυρία με έφερε, λοιπόν, απέναντι σε έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει και ζήσει στη Ρωσία. Και έτσι προχωρήσαμε σε ένα ειλικρινές talk χωρίς show.

«Οι Ρώσοι έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο πολιτισμό, αν λάβουμε υπόψη και όλο αυτό που τους έχει συμβεί ιστορικά στην εξέλιξή τους».

 – Πώς έφτασες στη Ρωσία;

Όταν σπούδαζα ηθοποιός στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, στο πρώτο έτος είχα καθηγήτρια την Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία είχε πάει κι εκείνη στη Ρωσία για κάποιο διάστημα. Στο δεύτερο και στο τρίτο έτος, είχα καθηγητή τον Δημήτρη Ήμελλο. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν σαφώς ρωσικές καταβολές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν το θέατρο και δούλευαν. Ειδικά ο Δημήτρης μού άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την τέχνη, αλλά και πράγματα για τη ζωή, οπότε κάπως ένιωσα ότι στη Ρωσία είναι η πηγή των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και εγώ εκεί.

– Πες μου για αυτή την εμπειρία σου. Κατ’ αρχάς είναι εύκολο για έναν Έλληνα να ζήσει στη Ρωσία, όσον αφορά τη νοοτροπία της κοινωνίας;

Οι Ρώσοι έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο πολιτισμό, αν λάβουμε υπόψη και όλο αυτό που τους έχει συμβεί ιστορικά στην εξέλιξή τους, τη μίξη των επιρροών και των καταστάσεων που έχουν ζήσει. Εγώ βέβαια πήγα σε μια καλλιτεχνική σχολή, στη Μόσχα, η οποία ως φιλοσοφία και αύρα έχει ασφαλώς τεράστια διαφορά από τα βάθη της Ρωσίας, μιας και μιλάμε για μια πολύ μεγάλη χώρα με διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο. Εκεί λοιπόν ήμουν, εκεί ζούσα και σπούδαζα σε ένα πεδίο και έναν κύκλο καλλιτεχνικό, με ό,τι φαντάζεστε ότι μπορεί να σημαίνει αυτό. Η μεγάλη δυσκολία ασφαλώς ήταν η γλώσσα, γιατί βρισκόμουν σε μια ρωσική ακαδημία τέχνης και οι συμμαθητές μου ήταν όλοι σχεδόν Ρώσοι ή ρωσόφωνοι.

– Ναι, η γλώσσα όμως δεν αποτελεί μια καθοριστική δυσκολία όταν καταπιάνεσαι κιόλας με κάτι στο οποίο είναι κυρίαρχη; Πώς τα κατάφερες;

Είχα κάνει από την Ελλάδα κάποια μαθήματα με δάσκαλο, για να αποκτήσω μια εξοικείωση με το κυριλλικό αλφάβητο, οπότε ήξερα πέντε πράγματα. Όταν όμως ανέβηκα επάνω, δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα. Ένας θεός ξέρει πώς έδωσα εξετάσεις και πώς κατάφερα να πετύχω! Αφού όμως μπήκα στη σχολή, έκανα τρεις φορές την εβδομάδα μάθημα γλώσσας. Επίσης, όταν ζεις κάπου όπου δεν μπορείς να μιλήσεις άλλη γλώσσα ούτε στην καθημερινή σου ζωή διότι ελάχιστοι μιλούσαν αγγλικά πχ, είσαι αναγκασμένος να τη μάθεις. Ως συνέπεια, παρατηρούσα ακόμη πιο έντονα τις δράσεις, τις κινήσεις και τη σωματικότητα των γύρω μου και αυτό μου έκανε καλό και στη δουλειά μου. Σιγά-σιγά, μετά το πρώτο δίμηνο, άρχισα να τα καταφέρνω καλύτερα.

– Το αγάπησες το μέρος;

Το αγάπησα πολύ. Σήμερα πια, πέρα από την Αθήνα και την Ελλάδα, εκεί έχω πολλούς φίλους, πολλές προσλαμβάνουσες. Εξάλλου ήταν και η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι μου, γιατί ακόμα και όταν σπούδαζα στη Νομική, έμενα με τους γονείς μου. Οπότε στην παρθενική μου έξοδο έπεσα στα βαθιά και στα υπέροχα.

«Δεν ανοίγεις εύκολα πολιτικές κουβέντες στη Ρωσία, υπάρχει πραγματικά ολοκληρωτικό καθεστώς» (Φωτογραφία: Efi Haliori).

– Εγώ έχω φανταστεί τη Ρωσία στο μυαλό μου μέσα από τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι κυρίως. Πώς είναι αυτή η χώρα σήμερα που ο μισός πλανήτης τη βρίζει; Οι άνθρωποί της, αλήθεια, κάνουν πολιτικές συζητήσεις;

Αυτό που με ρωτάς έχει πολύ ενδιαφέρον ξέρεις, ανεξαρτήτως της παρούσης. Στην Ελλάδα, στις καθημερινές συναντήσεις που έχεις με φίλους σου, η πολιτική συζήτηση είναι από τα πράγματα που έρχονται πιο γρήγορα στο τραπέζι, τουλάχιστον στη δική μου ζωή. Στη Ρωσία, οι περισσότεροι δεν ακουμπούσαν τέτοια θέματα. Στο δεύτερο έτος, θυμάμαι, πήγα να κάνω «Ιούλιο Καίσαρα» και το πήγα τέρμα πολιτικά. Ήρθα ακόμη και με φίλους σε πολύ συγκρουσιακή κατάσταση. Υπήρχαν και κάποιοι που μου έλεγαν ότι ήταν τόσο εκτός των δυνάμεών μου, που δεν… θα μπορούσα να ασχοληθώ. Δεν ανοίγεις εύκολα πολιτικές κουβέντες στη Ρωσία, υπάρχει πραγματικά ολοκληρωτικό καθεστώς. Δεν είναι ότι οι άνθρωποι εκεί φοβούνται μήπως ακούσει κάποιος τι θα πουν, αλλά έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο εξάντλησης που το νιώθουν μάταιο, δεν έχουν ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει κάτι.

«Μου έλεγαν φίλοι από τη Ρωσία ότι έχουν δει στον δρόμο να σκοτώνουν ανθρώπους με καλάσνικοφ».

– Πώς να αλλάξει με τον Πούτιν; 

Κάποια στιγμή είχα φέρει τη συζήτηση γύρω από τον Πούτιν και μου είχε απαντήσει κάποιος «Πρέπει να καταλάβεις ότι εμείς έχουμε δει στον δρόμο να σκοτώνουν ανθρώπους με καλάσνικοφ. Τη δεκαετία του ’90 βλέπαμε τέτοιες εικόνες ζωντανά. Οπότε μην κατηγορείς τον λαό, μην περιμένεις να σου πουν κάτι – αυτός ο λαός ζει σε διαφορετικές συνθήκες ζωής από ό,τι εσύ». Κατά αυτή την έννοια, εκεί δεν θα δεις συχνά πολιτικά κείμενα επί σκηνής. Εδώ και πολλά χρόνια, οι δικές μας επιρροές θεατρικά – στην Ελλάδα εννοώ – είναι γερμανικές. Το ζητούμενο στο γερμανικό θέατρο είναι εξαρχής και κατά βάση πολιτικό. Στη Ρωσία, στο θέατρο, σε πρώτο πλάνο είναι οι σχέσεις των ανθρώπων. Ο Πολωνός σκηνοθέτης Κριστόφ Βαρλικόφσκι, που έχει ανεβάσει και την «Οδύσσεια» στο Φεστιβάλ Αθηνών, μου είχε πει ότι άμα το ρωσικό θέατρο δεν ξεκινήσει να αντιστέκεται στον Πούτιν, δεν θα έχει μέλλον.

– Μπήκες, λοιπόν, στη θεατρική Αθήνα με μεγάλη ορμή και την τεράστια επιτυχία των «Παιχτών». Περίμενες, αλήθεια, ότι θα υπήρχε αυτή η ανταπόκριση από το κοινό;

Γενικά το περιμέναμε ότι οι «Παίχτες» του Γκόγκολ θα πάνε καλά εισπρακτικά, γιατί έχουν όλα τα κατάλληλα στοιχεία: Φρέσκοι άνθρωποι, με πολλή ζωντάνια, με κωμικά στοιχεία και μια ιστορία η οποία είναι κατανοητή. Είναι ένα έργο που μπορεί να το παρακολουθήσει από ένα πεντάχρονο μέχρι μια γιαγιά. Είναι ένα έργο που τους αφορά όλους και συνειδητά επέλεξα κάτι τέτοιο – ήθελα να είναι ένα θέαμα λαϊκό ποιοτικό.

– Γιατί είναι τόσο δύσκολο το «λαϊκό ποιοτικό»; Γιατί να πρέπει είτε να βλέπουν κάτι λίγοι άνθρωποι είτε όταν απευθύνεται σε πολλούς να μην… «βλέπεται»;

Πολλές φορές, κάποιοι θέλουν να απευθυνθούν σε πάρα πολλούς για να βγάλουν πολλά χρήματα και αυτοί που δεν τους ενδιαφέρει πού απευθύνονται, συχνά αρχίζουν να γίνονται πολύ ελιτιστές και αυτό που δημιουργούν τελικά, απομακρύνει το ευρύ κοινό. Υπάρχει όμως μια μεσαία περιοχή. Οι καλύτεροι φίλοι μου, που είμαστε μαζί από πέντε χρονών, δεν έχουν καμία σχέση με το θέατρο. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να τους κάνω να αγαπήσουν το θέατρο, να θέλουν να δουν μια παράσταση. Η τέχνη είναι λαϊκή υπόθεση. Πρέπει να βρούμε τον δρόμο και τον τρόπο να γεμίζουν τα θέατρα με κόσμο και όχι μόνο με τους ηθοποιούς, τους φίλους τους, τους λάτρεις και τις θεατρικές ομάδες.

«Η σάτιρα πρέπει να είναι προκλητική, αλλά για να μην γίνεται χυδαία, χρειάζεται τέχνη και προσοχή για να το πετύχεις αυτό».

– Αυτό που έχω παρατηρήσει πάντως είναι ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάτι να είναι καλό και να μην τραβήξει κόσμο -και δεν το λέω μόνο για το θέατρο, ακόμα και με ένα σίριαλ το ίδιο συμβαίνει, αλλά δεν το ζούμε και τόσο συχνά.

Είναι πολλοί οι παράγοντες για να πετύχει κάτι ποιοτικά. Είναι και συγκυρίες και χρήματα και πόσο μπορούν οι ηθοποιοί εκείνο το διάστημα να είναι συγκεντρωμένοι και να μην κάνουν παράλληλα και άλλα πράγματα που τους απορροφούν.

«Τα αντιθετικά πράγματα πάνε πάντα μαζί. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» (Φωτογραφία: Efi Haliori).

– Στους «Παίχτες», πώς μπόρεσες να μανατζάρεις όλο αυτό που βλέπουμε στη σκηνή για να έχει αυτή τη «χορευτική» σχεδόν, ρυθμική ισορροπία θεατρικά, εικαστική, κινησιολογικά;

 Είναι μια διαδικασία που η βάση της είναι ψυχολογική και οδηγείται σε σωματική έκφραση μέσω της ψυχολογικής κατάστασης. Στη συγκεκριμένη παράσταση, όλο το έργο το κινεί ο εθισμός, η μανία να είσαι πιο καλός, πιο δυνατός, πιο έξυπνος από τον δίπλα σου. Οπότε αυτό ήταν που «τσίταρε» τη συνθήκη και οδήγησε στο να εκτονώνεται σωματικά και ενεργειακά όλο το πράγμα. Επίσης, με τα περισσότερα από τα παιδιά που παίζουν, είμαστε φίλοι από παλιά και η συνεργασία μας είναι πολύ καλή. Έχουμε κοινή αγάπη και θεώρηση για την κωμωδία, το θέατρο και κοινές αναφορές γενιάς. Αυτό που βλέπει ο θεατής είναι ένα αποτέλεσμα που το έχουμε καταφέρει όλοι μαζί και συντελεί στην «εξαπάτηση» του κοινού – να μην ξέρει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα από όλα όσα παρακολουθεί.

– Όλο αυτό το θέμα της απάτης δεν έχει να κάνει και με τη δικαιοσύνη με την έννοια ότι ποτέ κανείς δεν έχει το απόλυτο ή το άδικο;

Τα αντιθετικά πράγματα πάνε πάντα μαζί. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι πολύ εύκολο αυτό το έργο να γίνει διδακτικό, αλλά εμείς προσπαθήσαμε στοχευμένα να μην έχει τέτοιον χαρακτήρα. Ο σκοπός μας ήταν να πάρουμε μία συγκεκριμένη κατάσταση με σοβαρή βάση που είναι το έργο το ίδιο και να τη βγάλουμε στο δημόσιο φως και μετά ό,τι γίνει. Πήραμε έναν άνθρωπο, τον πήγαμε σαν τον Ίκαρο ψηλά και μετά τον είδαμε να πέφτει -ίσως γιατί έτσι έρχεται η κάθαρση.

«Το περιμέναμε ότι οι Παίχτες του Γκόγκολ θα πάνε καλά εισπρακτικά, γιατί έχουν όλα τα κατάλληλα στοιχεία».

– Παρατήρησα ότι η σάτιρα σου έχει σαφή όρια. Είναι κάτι που το πιστεύεις και το εφάρμοσες;

Δεν είναι ότι βάζω όρια επειδή πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν όρια στη σάτιρα. Απλώς από κάποια στιγμή και ύστερα αρχίζω και χαλιέμαι, οπότε αν δεν περνάω καλά, δεν θέλω και να συνεχίζω κάτι. Θεωρώ ότι η σάτιρα πρέπει να είναι προκλητική, αλλά για να μην γίνεται χυδαία, χρειάζεται τέχνη και προσοχή για να το πετύχεις αυτό. Ακόμα και το άγριο και το βίαιο θέλουν «ύψος», να συμπεριφέρονται καλλιτεχνικά δηλαδή.

«Χωρίς χιούμορ δεν αντιλαμβάνομαι την ίδια την ύπαρξη της ζωής».

– Προτιμάς να κάνεις πράγματα που βγάζουν γέλιο ή δεν το σκέφτεσαι έτσι;

 Δεν μου αρέσουν τα είδη που είναι μονόχνωτα. Χωρίς χιούμορ πάντως δεν αντιλαμβάνομαι την ίδια την ύπαρξη της ζωής και είναι απαραίτητο συστατικό για την τέχνη σήμερα.

– Οι άνθρωποι πάντως που ασχολούνται με το χιούμορ, στην προσωπική τους ζωή δεν είναι άνθρωποι που γελάνε πολύ, ίσως μάλιστα έχουν περισσότερη θλίψη.

Δεν ξέρω, γενικά από μικρός είμαι με παρέες που πεθαίνουμε στα γέλια. Είμαι πολύ θετικός άνθρωπος και το χιούμορ είναι στοιχείο όλων των καταστάσεων στη ζωή μου. Δεν αποτελώ χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνθήκης που αναφέρεις, που φυσικά την αναγνωρίζω. Εγώ καλά μεγάλωσα και αν εξαιρέσεις ένα τραγικό γεγονός στο οποίο δεν θέλω να επεκταθώ, η ζωή μου φέρθηκε καλά και έτσι κι εγώ την αντιμετωπίζω με χαμόγελο.

– Τι σε κάνει να θυμώνεις;

Τα αναμενόμενα: σίγουρα η αδικία και το ότι δεν σέβεται ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν ανακάλυψα και τον τροχό με αυτά που λέω, και ποιον δεν τον ενοχλούν; Είμαι όμως όπως σου είπα, φύσει αισιόδοξος, έχω κατεύθυνση στο χιούμορ και στην παιδικότητα και απολαμβάνω την κωμωδία ως την κατάσταση που με κάνει να περνάω καλά.

«Με θυμώνει η αδικία και το ότι δεν σέβεται ο ένας τον άλλο» (Φωτογραφία: Efi Haliori).

– Αυτή την περίοδο παίζεται στο θέατρο «Αποθήκη» το «Talk Show», το νέο έργο που έχεις σκηνοθετήσει. Τι είναι για σένα το «Talk Show»;

 Είναι ένα πολυσύνθετο έργο, με πολλά επίπεδα, το οποίο συμφωνήσαμε με τον συγγραφέα του, Βασίλη Μαγουλιώτη, να μην το κάνουμε εντελώς ξεκάθαρο. Να μείνει κάπως κρυφό, μπεκετικό, με τη δυνατότητα να προσλαμβάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Θέλαμε να μείνουμε σε ένα θέατρο του παραλόγου, από το οποίο ο κόσμος ίσως να φεύγει και λίγο σαστισμένος – υπάρχει αυτό το ρίσκο. Το έργο χρησιμοποιεί τον μηχανισμό του talk show σε έναν παραλληλισμό με τον μηχανισμό της ζωής. Εμφανίζεται ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι σαν να μην έχει παρελθόν. Τον κάλεσαν κάπου και ξαφνικά βρέθηκε σε έναν χώρο με εκπλήξεις, επιθέσεις, ετεροπροσδιορισμούς, κι αφού γυρίζει-γυρίζει σαν σβούρα χωρίς ακριβώς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, κάποια στιγμή μπαίνει στον χορό και χορεύει, που λέμε.

– Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι…

Το νόημα της ζωής είναι να τη ζεις, αλλιώς όλα είναι μάταια. Επειδή παραμένω με απορία και απέναντι στους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, καθώς τα περισσότερα έργα τους που διαβάζω είναι αστικά οικογενειακά δράματα, χαίρομαι που κάναμε ένα έργο το οποίο στη φόρμα, στο περιεχόμενο, στο νόημα, στη λειτουργία του λόγου, δοκιμάζει τι σημαίνει δημόσιο θέαμα, ανατροπή της δραματικής συνθήκης, ροή και ψάχνει νέες φόρμες. Σε αυτή τη διαδικασία λοιπόν, θα πάρουμε ρίσκα -κάποια μπορεί να πετύχουν, κάποια μπορεί και όχι. Χαίρομαι επίσης που μετά από τους «Παίχτες» αποφασίσαμε να κάνουμε μια διαφορετική, πειραματική παράσταση.

«Στο Talk Show χρησιμοποιούμε τον μηχανισμό του talk show σε έναν παραλληλισμό με τον μηχανισμό της ζωής».

– Τηλεόραση βλέπεις;

Βλέπω πολλές ξένες σειρές και παρακολούθησα και αρκετά talk shows που αφορούσαν την έρευνα για το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησα. Έχω να πω ότι στην ιστορία του αμερικανικού talk show έχουν γίνει ακραία πράγματα. Από την Ντρου Μπάριμορ να ανεβαίνει σε ένα τραπέζι και να βγάζει τα στήθη της στον Λέτερμαν, μέχρι τον Τομ Κρουζ να χοροπηδάει πάνω στον καναπέ. Γενικά πάντως έχει τρομερό ενδιαφέρον αυτό το είδος. Ο Βασίλης λέει ότι υπήρχε το θέατρο, μετά ο κινηματογράφος και μετά η τηλεόραση. Είναι τρεις σκηνές αναπαράστασης και δημόσιας συνθήκης. Πήρε την τρίτη και την έβαλε μέσα στην πρώτη, για να δούμε πώς θα λειτουργήσει. Και αυτό έχει πολύ ψωμί, τόσες συμπεριφορές, διαφορετικές μανιέρες, τρόπο παιξίματος – συνθήκες που φτάνουν  στον σουρεαλισμό. Έτσι η παράσταση έχει, αν μη τι άλλο, χιούμορ και τρέλα.

«Έχω πολλούς αγαπημένους σκηνοθέτες κινηματογράφου -στα 18 μου, τον Αρονόφσκι, μετά ήταν ο Όρσον Γουέλς».

– Τι ετοιμάζεις τώρα;

H επόμενη δουλειά μου έρχεται πάλι από τη ρωσική κουλτούρα και είναι «Το όνειρο του γελοίου» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, με τον Νικόλα Χανακούλα και χορωδία.

– Άλλου είδους τέχνη θα ήθελες να κάνεις, κινηματογράφο ή τηλεόραση;

Δεν γνωρίζω την «κουζίνα» του κινηματογράφου αλλά είμαι τρομερά κινηματογραφόφιλος. Έχω πολλούς αγαπημένους σκηνοθέτες κινηματογράφου -στα 18 μου, τον Αρονόφσκι, μετά ήταν ο Όρσον Γουέλς, πλέον έχω χαθεί, βλέπω τα πάντα. Και τώρα στη δουλειά μου, μετατρέπω πολλά κινηματογραφικά πλάνα στη θεατρική σύμβαση, μου αρέσει αυτό.

– Έχεις σκεφτεί να πας στην Αμερική πχ να κάνεις κινηματογράφο; ‘Η αρκεί η δική μας συνθήκη;

Όχι, είμαι πολύ καλά εδώ, έχω πολλούς φίλους και πολλή αγάπη, έχω την κοπέλα μου και περνάμε καλά και επίσης νιώθω ότι εδώ υπάρχει πολύς χώρος να προσφέρεις. Δεν λέω ότι εγώ θα καλύψω το κενό, αλλά μπορούμε να κάνουμε πράγματα. Σίγουρα έχουμε πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς, αλλά αν μετρήσεις τις παραστάσεις που ανεβαίνουν, δεν θεωρώ ότι είναι όλες καλές. Πιστεύω, επίσης, ότι έχουμε ανάγκη από μεγαλύτερο ανταγωνισμό σκηνοθετικά. Εγώ έχω κάνει πολύ λίγα έργα, θα δούμε τι θα γίνει στο μέλλον. Χρειάζεσαι πάντως και προσλαμβάνουσες, να μπαίνεις σε παραστάσεις και να εμπνέεσαι από αυτά που βλέπεις, να σε πηγαίνουν μπροστά. Η μεγαλύτερη ανθρώπινη δύναμη είναι η φαντασία. Να δημιουργήσεις ένα όραμα και να τείνεις με όλες σου τις δυνάμεις προς τα εκεί. Ακόμα και συλλογικά έτσι λειτουργούμε. Φανταζόμαστε μια κοινωνία και προσπαθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει βέβαια και μία παγίδα, που αφορά και τη δουλειά μου, το να καταναλώνεις όλο το όραμα και τη φαντασία σου μόνο στη δουλειά. Πρέπει να δημιουργείς ένα όραμα και για την προσωπική σου ζωή. Και αυτό είναι η πυξίδα μου.

 

//Talk Show
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Θέατρο Αποθήκη: Σαρρή 40, Ψυρρή, Τηλέφωνο : 210.3253153

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Πυρπασόπουλος. «Έχω δει κι εγώ άσχημες συμπεριφορές στο θέατρο».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top