Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου κανένας δεν διάβαζε. Εκτός από εκείνον τον μοναδικό θείο μου, αδερφό της μητέρας μου, τον Γιάννη. Γνώριζα πως του άρεσε η λογοτεχνία, αλλά ως εκεί. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να τον ρωτήσω πώς και γιατί ασχολήθηκε με την ανάγνωση βιβλίων. Μέχρι τα δεκάξι μου ο ίδιος δεν είχα ανοίξει βιβλίο. Κάκιστος μαθητής, το μόνο που με ενδιέφερε τότε ήταν, επιστρέφοντας από το σχολείο, να πετάω την τσάντα μου σε μια γωνιά και να εξαφανίζομαι ως αργά το βράδυ κάνοντας βόλτες με το καινούργιο μου μηχανάκι, που μόλις είχα αποκτήσει. Η ανάλυση των κειμένων λογοτεχνίας στο σχολείο μού προκαλούσε χασμουρητά. Ποιος να το φανταζόταν ότι μερικά χρόνια αργότερα ούτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου θα κάλυπτε το πάθος μου για τη λογοτεχνία και ότι πολλές φορές θα έμενα κλεισμένος μέρες στο σπίτι, διαβάζοντας με πάθος ατέλειωτες ώρες.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον θείο Γιάννη. Γιατί σε εκείνον οφείλω αυτή τη στροφή 180 μοιρών στη ζωή μου, στροφή που με έκανε αργότερα να γεμίσω χιλιάδες λευκές κόλλες χαρτί με ποιήματα και πεζά, ανακαλύπτοντας έναν νέο πρωτοφανέρωτο κόσμο που, ενώ υπήρχε μέσα μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει.
Εκεί λοιπόν γύρω στα δεκάξι μου χρόνια και σε μια περίεργη φάση της ζωής μου, όπου η πραγματικότητα με ανάγκαζε σιγά σιγά να αποχαιρετήσω την εφηβεία μου και να μπω στον κόσμο των ενηλίκων, ο θείος Γιάννης, σε μια συνάντησή μας, μου πρόσφερε ως δώρο τα Παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο του Έρμαν Έσσε –ένα μικρό, πολυκαιρισμένο από την προσωπική χρήση, βιβλιαράκι–, προτείνοντάς μου να το διαβάσω.
Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν φανταζόμουν πως ένα βιβλίο μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Να σου δείξει με έναν διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα, να σε ωθήσει να αναθεωρήσεις τα πιστεύω σου και, όπως στη δική μου περίπτωση, να σου ανοίξει έναν νέο δρόμο, που ούτε καν είχες υποψιαστεί ότι υπήρχε.
Το βράδυ, μετά τη συνάντησή μας, διάβασα για πρώτη φορά λογοτεχνία. Η αλήθεια είναι πως αυτά που κατάλαβα ήταν λίγα, όμως ο σπόρος είχε μόλις φυτευτεί. Βαθιά μέσα μου ένιωσα τη μαγική αίσθηση που προκαλούν οι λέξεις όταν ενώνονται για να περιγράψουν όχι μόνο τον εξωτερικό κόσμο, αλλά κυρίως τον ψυχισμό εκείνον του αφηγητή που σε αγγίζει καθοριστικά, αποκαλύπτοντάς σου το ίδιο αίσθημα που ένιωθες μέχρι τότε αλλά σου ήταν αδύνατον να το περιγράψεις. Ο Έσσε βρέθηκε μπρος μου την κατάλληλη στιγμή για να με καθοδηγήσει.
Λίγο καιρό αργότερα άρχισα να δουλεύω στη λαϊκή και με τον πρώτο μου μισθό κατέβηκα στην Αθήνα, όπου για πρώτη φορά επισκέφτηκα βιβλιοπωλείο. Στην «Πολιτεία» αγόρασα όλα τα βιβλία του Έσσε που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά: από τον Λύκο της στέπας και το Νάρκισσος και Χρυσόστομος μέχρι Το παιχνίδι με τις χάντρες.
Έκτοτε συνέχισα, με αμείωτο ενδιαφέρον, να ανακαλύπτω κι άλλους συγγραφείς, να διαβάζω μανιωδώς. Εκείνο το πρώτο βιβλίο όμως, που μου χάρισε ο θείος μου, θα μείνει στη μνήμη μου ως η αρχή μιας περιπέτειας που με οδήγησε στο να αρχίσω να γράφω, γεγονός που άλλαξε τη ζωή μου ολοκληρωτικά.
// Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Λίλλη «Ο άνθρωπος τανκ» (Εκδόσεις Θράκα, 2017) ήταν υποψήφια για το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Ο Αναγνώστης.
Διαβάστε ακόμα: «Ο Ντέμιαν δεν ήταν η βόμβα, ήταν το φυτίλι».