Η φωτογράφηση του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Ροές, όπου παίζεται η παράσταση «Αμφιβολία». (Όλες οι φωτογραφίες είναι της Γεωργίας Θεοδώρου)

Πάντα αναρωτιόμουν πώς να είναι, τι να σκέφτεται, γιατί να ρισκάρει τόσο ένας σημαντικός θεατρικός παραγωγός της χώρας, από την άποψη των πολλών και πρωτοποριακών έργων που έχουν ανέβει κάτω από τη σκέπη της «Λυκόφως», της εταιρείας του. Όταν κάθεσαι απέναντί του, νιώθεις πως μπορεί να σε πείσει για όλα με απλό τρόπο και αβίαστο. Και όμως, ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος παραδέχεται ότι εκείνος είναι που πείθεται εύκολα, ενθουσιάζεται με οποιαδήποτε νέα ιδέα μοιάζει πρωτότυπη, αποδέχεται να κάνει παραγωγές που ξεπερνούν τις αντοχές του – μόνο πέρυσι έφθασε αισίως τις 12! Όχι φυσικά γιατί μπορείς να τον παραπλανήσεις, αλλά γιατί είναι λάτρης της πρωτοπορίας. Είναι μάλιστα από τους λίγους ανθρώπους που μπορεί να γνωρίσεις στον χώρο που είναι παντελώς ακομπλεξάριστοι με αυτό που έχουν επιλέξει να κάνουν και να είναι: όχι σαν ηθοποιούς που θα ήθελαν να είναι σκηνοθέτες ή κριτικούς που θα ήθελαν να είναι ηθοποιοί ή ηχολήπτες που θα ήθελαν να είναι συνθέτες. Ισορροπημένος άνθρωπος, λοιπόν, και ψύχραιμος – αλλιώς δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις αποτυχίες. Αυτές μάλιστα τις αντιμετωπίζει σαν μαθήματα που τον πάνε παρακάτω και όχι με γκρίνια ή μιζέρια.

Μεγάλωσε στην Αθήνα, πήγε σχολείο στο Κολλέγιο Αθηνών – από τότε κρατάει και η φιλία με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη με τον οποίο ήταν συμμαθητές. Σπούδασε στην Αμερική στο Brown University, modern culture and media. Στη συνέχεια, ακολούθησε ένα master σε broadcast administration, στο Boston University, που συνδύαζε το οικονομικό κομμάτι και το καλλιτεχνικό. Μετά το master, δούλεψε για έναν χρόνο στη Miramax στη Νέα Υόρκη, την εταιρεία του Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν. «Επειδή ήμουν Eυρωπαίος και εκείνοι δούλευαν πολύ με την Ευρώπη, μου ανέθεσαν το κομμάτι των sales, που ενώ δεν με ενδιέφερε τόσο, το έκανα καλά και σκληρά και έμαθα πολλά».

«Tο πιο σημαντικό σε αυτή τη δουλειά είναι να μην είσαι ξεροκέφαλος και να μαθαίνεις από τα λάθη σου».

– Παρεμπιπτόντως, ποια είναι η γνώμη σου για τον Γουαϊνστάιν και την ιστορία που έχει ανακύψει αρχής γενομένης από εκείνον;
Πιστεύω ότι έχουμε φθάσει στο άλλο άκρο, σε μία φοβερή υπερβολή. Θεωρώ απαράδεκτο, για παράδειγμα, το θέμα με τον Κέβιν Σπέϊσι και τον αποκλεισμό του από παντού. Μιλάμε για μια ιδιότυπη υποκρισία που οδηγεί σε δημόσια διαπόμπευση χωρίς μέτρο. Εννοείται πως υπάρχει βάση και θέμα, αλλά νιώθω ότι είναι και κάπως ανεξέλεγκτο πια.

– Εσύ πώς πέρασες στην παραγωγή;
Περνούσα τα καλοκαίρια μου με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον σκηνοθέτη, ο οποίος μου εμφύσησε αυτήν την αγάπη και έτσι ξεκίνησα με την πρώτη μου παραγωγή ταινίας, «Το φως που σβήνει» που ήταν και η τελευταία ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στην ουσία, παραγωγή σημαίνει να προσπαθήσεις να βρεις τα χρήματα για κάτι, δεν βάζεις δικά σου όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Η πιο σημαντική κινηματογραφική μου παραγωγή ήταν ο «Δεκαπεντάγουστος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη το 2002.

– Πώς και δεν παρέμεινες στο εξωτερικό όπου ο χώρος είναι πιο αναπτυγμένος;
Πάντα αναρωτιέσαι τι μπορεί να είχε γίνει αν είχες μείνει στο εξωτερικό. Μου λείπει το εξωτερικό και πάντα το σκέφτομαι – ιδανικά θα προτιμούσα να είχα φύγει μικρότερος. Από την άλλη μεριά, η ζωή στην Ελλάδα είναι καλή, πολύ πιο εύκολη – έχεις φίλους, συγγενείς και μία ασφάλεια. Στο εξωτερικό πρέπει να είσαι πολύ τυχερός.

«Δεν έχω βγάλει χρήματα από αυτή τη δουλειά – ουσιαστικά πρόκειται για έναν ατέρμονο κύκλο όπου επενδύεις ξανά και ξανά».

– Τι είναι αυτό που σε συγκινεί τόσο στην παραγωγή;
Όλη η διαδικασία στις κινηματογραφικές παραγωγές είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα – από τη σύλληψη, το σενάριο, την ανεύρεση των συντελεστών, τις συζητήσεις με τον σκηνοθέτη, το μοντάζ, την αφίσα και το όλο εικαστικό… Είναι πολύ ωραίο δημιουργικά να έχεις πάρει στα χέρια σου δύο σελίδες και να βλέπεις ένα τελικό προϊόν. Είναι παράξενο, όμως, το πώς αισθάνεσαι αφού ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία. Ζεις για μήνες με κάτι που τελειώνει και πρέπει να το αφήσεις πίσω σου συναισθηματικά για να προχωρήσεις στο επόμενο. Πρέπει να ξαναβρείς το ίδιο κέφι και το ίδιο πάθος για να κάνεις κάτι καινούργιο. Όλοι οι καλλιτέχνες το περνούν αυτό: πρέπει να «ανασκευάζουν» το πάθος τους ξανά και ξανά.

– Πόσο πολύ συμμετέχεις στη διαδικασία; Επιβάλλεσαι στους άλλους επειδή εσύ βρίσκεις τη χρηματοδότηση; Πώς σε αντιμετωπίζουν οι συντελεστές, καλλιτέχνες οι περισσότεροι;
Ο παραγωγός είναι εκείνος που ηγείται της ομάδας, και στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Ακούω τους γύρω μου, όλους, αλλά εγώ πρέπει να πάρω την ευθύνη της κάθε απόφασης. Tο πιο σημαντικό είναι να μην είσαι ξεροκέφαλος και να μαθαίνεις από τα λάθη σου. Ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου λεφτά είναι δύσκολο να κάνει αυτή τη δουλειά γιατί πρέπει στοιχειωδώς να μπορείς να ζήσεις όσο εφευρίσκεις τρόπους για να μαζέψεις χρήματα για μία παραγωγή. Εν κατακλείδι, δεν έχω βγάλει χρήματα από αυτή τη δουλειά – ουσιαστικά πρόκειται για έναν ατέρμονο κύκλο όπου επενδύεις ξανά και ξανά. Μπορεί μία παράσταση να σου αποφέρει οικονομικά και στην επόμενη να χάσεις πολλά χρήματα. Είναι τρομερά ψυχοφθόρα, με συνεχή αβεβαιότητα και, πλέον λόγω κρίσης, με τρομερό άγχος.

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε αυτή τη δουλειά είναι η επιτυχία και όχι η αποτυχία. Σου δίνει την αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, ειδικά αν δεν έχεις εμπειρία».

– Η θεατρική πορεία ξεκίνησε με το «Tape», το 2004, στο υπόγειο του Βολανάκη. Ένα έργο άγνωστο.
Είχα παντελή άγνοια κινδύνου όταν αποφασίσαμε να το ανεβάσουμε. Και όμως πήγε ανέλπιστα καλά! Θυμάμαι, σαν τώρα, τον φίλο και συμμαθητή μου Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη να προσπαθεί μετά βδελυγμίας να με αποτρέψει από το να ασχοληθώ με το θέατρο. «Είσαι τρελός;», μου έλεγε, «Μην κάνεις θέατρο. Έχει φοβερό ρίσκο». Δεν τον άκουσα. Τι κι αν δεύτερη παράστασή μου δεν είχε την ίδια τύχη; Το μικρόβιο του θεάτρου είχε μπει μέσα μου για τα καλά. Η περίπτωσή μου, νομίζω, πως πλέον κρίνεται ως ανίατη! Ξέρεις… ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε αυτή τη δουλειά είναι η επιτυχία και όχι η αποτυχία! Σου δίνει την αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, ειδικά αν δεν έχεις εμπειρία. Οπότε στη δεύτερη παραγωγή μου μπήκα μέσα χοντρά – επρόκειτο για μία ιστορία που αφορούσε πρόσφυγες, κάτι που θα ήταν πάρα πολύ επίκαιρο σήμερα αλλά τότε δεν ήταν. Ευτυχώς ύστερα ήρθε αυτή η τρελή πρόταση από την σκηνοθέτη Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν για το Festen στο θέατρο Θησείο όπου σκίσαμε. Επιμένω λοιπόν: η δουλειά μου είναι ρουλέτα!

– Και γιατί αποφασίσατε να πάρετε το θέατρο «Χώρα» με τον Κωνσταντίνο (Μαρκουλάκη);
Διότι θεωρήσαμε πως θα μπορούσαμε πιο εύκολα να πραγματοποιήσουμε το επόμενο βήμα στη δουλειά μας με διαφορετικές παραγωγές, κάτω από μία στέγη, όπου θα δημιουργούσαμε έναν πόλο έλξης διαχρονικά. Και αυτό υπήρξε ένα σπουδαίο μάθημα. Εκεί είχαμε δύο σκηνές, εκεί κάναμε την πρώτη μας εφηβική παράσταση, εκεί ανέβηκαν πολύ επιτυχημένα, καλλιτεχνικά μιλώντας, έργα που όμως δεν απέφεραν και χρήματα. Από εκεί αναδείχθηκαν σπουδαίοι νέοι καλλιτέχνες όπως οι Σίμος Κακάλας, Δημήτρης Καραντζάς, Γιώργος Νανούρης κ.α., οπότε δεν το μετανιώνω. Αλλά έπρεπε να το αφήσουμε. Κι έτσι, κατόπιν αυτού πήρε ο καθένας την πορεία του και εγώ αποφάσισα να μην έχω δικό μου θέατρο, αλλά να κάνω παραγωγή με όποια θέματα μου αρέσουν. Εν μέσω κρίσης είναι πολύ σημαντικό να μην έχεις τη μόνιμη δέσμευση πάγιων εξόδων ώστε να μπορείς να είσαι πιο ευέλικτος. Μπορεί στο θέατρο «Χώρα» να χάσαμε οικονομικά, αλλά αμφότεροι κερδίσαμε καλλιτεχνικά. Η εμπειρία που απέκτησα ήταν πολύ μεγάλη, όπως και η επαφή μου με σκηνοθέτες. Οπότε πλέον θα μπορούσα να κάνω πιο ελεύθερα όσα ήθελα.

– Πώς σκιαγραφείς την εταιρεία σου, τη «Λυκόφως»;
Αυτό που κάνουμε στη «Λυκόφως» δεν το κάνει κάποιος άλλος στην Ελλάδα. Χωρίς μία βάση σκηνής και χωρίς δεσμεύσεις κανενός τύπου, ανεβάζουμε παραγωγές που κρίνουμε ότι θα έχουν ενδιαφέρον. Είναι παραστάσεις που απευθύνονται σε ένα «θεατρικό» ας το πούμε έτσι, κοινό, που ευτυχώς αυξάνεται, αλλά δεν είναι μαζικό. Ωστόσο, η οικονομική κρίση καθιστά και το κοινό πιο επιλεκτικό, γι’ αυτό ίσως δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα θεάματα πήγαν πολύ καλά πέρυσι, όπως η «Μαντάμ Σουσού», λόγου χάρη, ή το δικό μας «Γοργόνες και Μάγκες» που ήταν και η πρώτη τέτοιας φιλοσοφίας παράσταση που ανεβάσαμε.

«Το επίπεδο του ελληνικού θεάτρου είναι πάρα πολύ καλό, ακόμη και σε σύγκριση με το εξωτερικό. Μας λείπει λίγο ο επαγγελματισμός όπως άλλωστε και σε όλα».

– Άρα, το κριτήριο επιλογής σου αλλάζει και με τις συνθήκες;
Το πρώτο κριτήριο επιλογής είναι, φυσικά, το καλό κείμενο. Και βέβαια σκέφτομαι το αν θα αρέσει στο κοινό, όμως όπως είπα και πριν, ο στόχος δεν είναι η μαζική προσέλευση, αλλά η ποιότητα. Οφείλεις όμως να διακρίνεις και άλλες παραμέτρους. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή, για παράδειγμα, ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό στα κλασσικά έργα, οπότε αποφάσισα να ανεβάσουμε τον «Θείο Βάνια», ένα έντιμο, κλασσικό έργο. Η εκδοχή δόθηκε χωρίς πειραματισμούς και πήγε πάρα πολύ καλά αποδεικνύοντας πως υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που αναζητά τέτοια έργα. Ηταν ένα νέο εγχείρημα που πέτυχε.

– Πόσες παραγωγές αντέχεις;
Πέρυσι έκανα 12 παραγωγές, μερικές ήταν επαναλήψεις, και κάποια καινούργια. Του χρόνου θα κάνω σαφώς λιγότερες. Ο λόγος είναι ότι πρέπει τελικά να συγκεντρώνεσαι περισσότερο και καλύτερα. Επειδή πρόκειται για μία δουλειά ρίσκου, όταν κάνεις πολλές, πρέπει να μειώσεις τα κόστη και χαώνεσαι υπερβολικά. Όταν δεν βγαίνει η εξίσωση, τα χάνεις και αυτό δεν ωφελεί το αποτέλεσμα.

«Σίγουρα θα έπρεπε να λέω περισσότερα “όχι”, αλλά ενθουσιάζομαι εύκολα, μου αρέσουν πολλές ιδέες και υποκύπτω».

– Καλλιτεχνικό versus οικονομικό και οργανωτικό: τι επιλέγεις;
Μου αρέσουν και οι δύο τομείς. Και ασχολούμαι και με τους δύο, όπως αναφέραμε και προηγουμένως. Δεν πιστεύω ότι οι ομάδες που συνεργάζομαι με ακούνε μόνο επειδή βρίσκω τη χρηματοδότηση. Στη Γαλλία και στην Ευρώπη, γενικότερα, λειτουργούμε με τη φιλοσοφία του director’s cut, όπου την πρώτη και τη τελευταία κουβέντα την έχει ο σκηνοθέτης. Στην Αμερική, όπου και γαλουχήθηκα, λειτουργούν με το producer’s cut, όπου ένας παραγωγός μπορεί ακόμα και να υποχρεώσει τον σκηνοθέτη να αλλάξει το τέλος μιας ταινίας. Παρότι λοιπόν εδώ λειτουργούμε με το γαλλικό μοντέλο, οι καινούργιες γενιές σκηνοθετών κάνουν ένα πολύ γόνιμο διάλογο με τους παραγωγούς, αφομοιώνουν και επεξεργάζονται τα δεδομένα που τίθενται με αποτέλεσμα να γίνεται μια ουσιαστική ανταλλαγή, επωφελής για όλους.

– Τελικά, έχουμε πολύ καλή θεατρική σκηνή στην Ελλάδα. Έτσι δεν είναι;
Το επίπεδο του ελληνικού θεάτρου είναι πάρα πολύ καλό, ακόμη και σε σύγκριση με το εξωτερικό. Μας λείπει λίγο ο επαγγελματισμός όπως άλλωστε και σε όλα. Περισσότερη αξιοκρατία, πιο αυστηρές διαδικασίες, μεγαλύτερη συνέπεια.

– Από ό,τι βλέπω πάντως σε κερδίζει το συναίσθημα και όχι τα μαθηματικά…
Σίγουρα θα έπρεπε να λέω περισσότερα «όχι», αλλά ενθουσιάζομαι εύκολα, μου αρέσουν πολλές ιδέες και υποκύπτω. Το ένστικτό μου πάντως σπανίως με προδίδει πια.

 


Info: Αυτή τη στιγμή, από την εταιρεία «Λυκόφως» παίζονται
* «Αμφιβολία», θέατρο Ροές
* «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», θέατρο οδού Κυκλάδων
* «Ενας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν», θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν
* «Αφέντης και Δούλος», θέατρο Αθήναιον, Θεσσαλονίκη
* «Γοργόνες και Μάγκες», θέατρο Broadway (συμπαραγωγή με την Broadway Show Productions)
* «H Μεγάλη Χίμαιρα», περιοδεία τον Απρίλιο (συμπαραγωγή με τη «Δόλιχος» του θεάτρου Πορεία)
* «Bach meets Kennedy meets Gershwin» με τον βιολιστή Nigel Kennedy, στις 17/07, Ωδείο Ηρώδου Αττικού σε συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και της Prime Entertainment


 

Διαβάστε ακόμα: Θάνος Παπακωνσταντίνου – «Ο κόσμος ήταν πάντα ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top