Κυριακή ένα ηλιόλουστο απόγευμα, σε ένα παρκάκι στην Νέα Κηφισιά με παιδιά γύρω μας να τρέχουν και να παίζουν, σε ένα παγκάκι, ο Γιώργος Μαργαρίτης μέσα σε μιάμιση ώρα –χρόνο που σπάνια όπως είπε αφιερώνει για μια συνέντευξη- αφηγήθηκε ιστορίες μιας ολόκληρης ζωής, με πολύ πόνο, φτώχεια, καημό, τραγούδι, τζόγο, αλλά και μεγάλες επιτυχίες. Λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία προς τιμή των 40 χρόνων δισκογραφίας του.
– Σας είδα στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου μέσα στον Κορυδαλλό, ήταν και γνωστοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πολλοί δημοσιογράφοι.
Είχα κάνει μια γιορτούλα ένα χρόνο πριν και με κάλεσαν. Πήγα γιατί εκεί μέσα υπάρχουν αδικίες, γιατί έξω όλοι περνάνε καλά εκτός από μια μικρή μερίδα που δεν την προσέχει κανένας. Ο έξω άνθρωπος δεν είναι το ίδιο με το μέσα. Ο πόνος εκεί είναι μεγάλος. Εκεί πονάνε πάρα πολλοί.
– Σας συγκινεί ιδιαίτερα η περίπτωση αυτών των ανθρώπων.
Επειδή εγώ δεν υπήρξα καψούρης, δεν υπάρχει καψούρα μέσα μου, υπάρχει πόνος, είμαι πονεμένος άνθρωπος πάνω από όλα και μετά τραγουδιστής. Ο μεγάλος πόνος είναι εκεί και στους ανήμπορους ανθρώπους. Κι επειδή μικρό παιδί έκανα κι εγώ ένα μικρό πέρασμα από εκεί, δεν σου κρύβομαι, το ‘χα μέσα μου όταν έγινα γνωστός κάποια στιγμή ότι πρέπει να πάω εκεί να δώσω με τη φωνή μου λίγη χαρά σε αυτό το μέρος που υπάρχουν και άδικα κάποιοι άνθρωποι εκεί μέσα.
– Άδικα πιστεύετε;
Γιατί η μοίρα τους ήταν αυτή, γιατί τους ήρθε μια αναποδιά, γιατί, γιατί, γιατί…. Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν παιδιά νέα, που φορτώνονται πράγματα, δεν είναι αυτός ο κλέφτης, δεν είναι αυτός ο φονιάς. Τεράστιες αδικίες. Είναι σχολείο μεγάλο οι φυλακές. Από κει μέσα βγαίνουν καθηγητές.
– Λέτε είστε κι ο ίδιος πονεμένος. Πως το εννοείτε;
Πέρασα μεγάλες ταλαιπωρίες κι εγώ και η οικογένεια μου. Η παιδική μου ηλικία είχε πολλή φτώχεια, πείνα, δεν είχα να φορέσω παντελόνι, οι γονείς μου δεν είχαν να φάνε, οι γείτονες και τα παιδιά, έφευγαν μετανάστες. Όλα αυτά μου έρχονται στο μυαλό. Αυτός ο πόνος μου έχει μείνει μέσα.
– Μεγαλώσατε έξω από τα Τρίκαλα σε χωριό…
Ναι, Μπάγια λεγόταν. Το άλλαξαν μετά αλλά εγώ θέλω να το θυμάμαι έτσι. Εγώ εκεί γεννήθηκα κι όχι σε αυτό που λέγεται Πετρωτό τώρα.
– Ωραίο χωριό;
Ωραίο, όπως όλα τα χωριά. Ταλαιπωρημένα χωριά.
– Έτσι ήταν όλη η Ελλάδα τότε.
Δεν λέω ότι ήμουν ο μοναδικός. Αλλά όχι όλη η Ελλάδα… Η Θεσσαλία δεν είχε ούτε λάδια, ούτε πορτοκάλια. Είχε στάρια, ερχόταν μια κακοκαιρία κι άντε τώρα να σηκώσει κεφάλι ο κακομοίρης η κάθε οικογένεια.
– Η καλλιτεχνική ευαισθησία πως προέκυψε;
Ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδελφός έπαιζαν ωραία φλογέρα. Κι εγώ το είχα από μικρός. Όταν ερχόντουσαν ορχήστρες στις γιορτές και τα πανηγύρια εκείνη την εποχή εγώ ήμουν εκείνος που τους καλωσόριζα. Έβγαινα και 4 χιλιόμετρα έξω στην εθνική Λάρισα -Τρίκαλα να τους καλωσορίσω τους μουσικούς. Όταν άρχιζε το γλέντι ήμουν δίπλα τους. Η μουσική τους, το θυμάμαι σαν τώρα, και το βλέμμα τους και τα πρόσωπα τους και όλα, που δεν είναι μαζί μας αυτή τη στιγμή, έχω φωτογραφίες με μερικούς από αυτούς, ήταν σαν να έλεγαν, αυτό το παιδί αφήστε το να περάσει, είναι δικό μας. Είχα καημό μεγάλο μέσα μου από παιδί με το τραγούδι. Είδε κι απόειδε ο πατέρας μου, για μηχανικό με προόριζαν και τελικά με κέρδισε το λαϊκό τραγούδι.
– Τα παίρνατε τα γράμματα;
Δεν τα ήθελα. Τώρα τα θέλω πολύ αλλά κτυπάω το κεφάλι μου, τι να κάνουμε. Μα ήταν πιο δυνατός ο πόνος μου για το τραγούδι. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ όπως όλα τα παιδιά στο σχολείο. Και οι δάσκαλοι στο διάλειμμα μου ζητούσαν να τους πω κανένα ρεφρέν.
– Διάβασα ότι συναντήσατε τον Τσιτσάνη παιδί ακόμα.
Άκουγα τότε παιδί στα γραμμόφωνα τους ωραίους τραγουδιστές εκείνης της εποχής, τον Τσαουσάκη, τον Στέλιο, αυτή τη γενιά, αργότερα ήρθαν οι άλλοι, μέχρι η Μπέλλου, η Μαριάννα Χατζοπούλου, τα ωραία τραγούδια αυτά που είχαν πόνο, και τους μεγάλους μας δημιουργούς, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, κι έλεγα αμάν. Και δεν ήξερα τι ήταν αυτό που παίζει, το μπουζούκι δεν το ξέραμε. Οι ορχήστρες σε αυτέ ς τις βραδιές ήταν συγκεκριμένες, 2-3 οργανάκια, το βιολί, το κλαρίνο, το λαούτο. Αυτές ήταν που έπαιζαν και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Μου ‘χαν μείνει αυτά τα τραγούδια, μ’ άρεσαν πάρα πολύ, άκουγα ότι ο Τσιτσάνης είναι από τα Τρίκαλα, και είπα να τον γνωρίσω. Βρήκε ο πατέρας μου μια άκρη και τον γνώρισα στα 13 μου, είχαν καφενείο τα αδέλφια του στα Τρίκαλα. Εκεί ανταμώσαμε, μια παρέα ας πούμε, εγώ δεν είχα τελειώσει ακόμα το δημοτικό. Μου έδωσε τη σύσταση του, όταν μεγαλώσω και κατέβω στην Αθήνα να πάω να τον βρω. Αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο να μου δώσει ο Τσιτσάνης τη σύσταση του, μου το έγραψε σε ένα χαρτί και το τηλέφωνο του. Σε ένα παιδάκι, κάτι είδε. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να μην ήμουν έτοιμος, αλλά ήθελα περισσότερο να τον γνωρίσω, να δω τι ήταν αυτό το μπουζούκι που παίζει. Όταν ανταμώσαμε και τον είδα να το έχει στα χέρια του και να κτυπάει την πένα, με την ένταση που χρειαζότανε και έβγαινε μια μελωδία έτσι, πω πω, τι αριστούργημα ήταν αυτό.
– Πήγατε να τον βρείτε όταν κατεβήκατε στην Αθήνα;
Βεβαίως, 15 χρονών ήρθα. Αλλά δεν μπορούσα να ξενυχτάω και να γραμμοφωνίζομαι. Έπρεπε να πάω πρώτα φαντάρος. Όταν γύρισα ο Τσιτσάνης και η παρέα εκείνη είχαν σταματήσει να γραμμοφωνούν, ό, τι ήταν να δώσουν το είχαν δώσει.
– Πότε φτάσατε εδώ;
Το 1960. Όλη η Ελλάδα είχε έρθει εδώ και κοιμόντουσαν σε διάφορες εκκλησίες. Κι εγώ κοιμόμουν στην Ανάληψη στο Κορωπί.
– Όπως σήμερα οι πρόσφυγες ή οι άστεγοι.
Κάτι χειρότερο! Οι πρόσφυγες τώρα και οι Αλβανοί που ήρθανε παλιότερα, ήταν τυχεροί διότι η πατρίδα μας ήταν σε καλή κατάσταση, είχε να φάει και να πιει. Ενώ εμείς δεν είχαμε να φάμε και δεν είχε ούτε ο άλλος να σου δώσει εκείνα τα χρόνια. Εγώ κοιμόμουν στην εκκλησία, αυτοί βρήκαν και ένα σπίτι, μια αποθήκη να νοικιάσουν. ‘Έπειτα, η πλατεία Κοτζιά ήταν γεμάτη από κόσμο με μπατανόβουρτσες, με πρόκες, γεμάτο παλικάρια, περίμεναν, και μας έπαιρναν για οικοδομές και τα χωράφια.
– Εσείς μόνος ανάμεσα σε ξένους σε μια μεγάλη πόλη. Πως νιώθατε;
Έκλαιγα. «Μέσα στους ξένους ξένος». Αποκτήσαμε φίλους, αργότερα ήρθαν κι άλλοι από τα μέρη μου, ανταμώσαμε. Μετά κατέβηκα στην Αθήνα στον Άγιο Αρτέμη, στη Γούβα. Με φιλοξένησε ένας συγχωριανός που σπούδαζε ένα – δυο χρόνια.
– Τότε ξεκινήσατε το τραγούδι;
Όχι, έφυγα φαντάρος, δούλεψα για έναν εργολάβο έναν χρόνο, με το τραγούδι άρχισα σιγά σιγά, πρώτα με γνωριμίες σε μπαράκια μουσικών.
– Σε τι μαγαζί πρωτοδουλέψατε; Σε αυτά που λέμε σκυλάδικα;
Εγώ δεν δούλεψα στα πολύ βάρβαρα, που εγώ δεν τα λέω σκυλάδικα. Εγώ μέχρι που έγινα γνωστός εργαζόμουν σε ταβέρνες με οικογένειες, μετά όταν έγινα γνωστός πήγα στα βάρβαρα μέχρι τις 9 το πρωί.
– Αργήσατε να βγείτε;
Θα ερχόταν η ώρα μου. Όταν έχεις το δικό σου μονοπάτι , δεν μπορεί να σε σταματήσει κανείς.
– Σας βοήθησε κάποιος;
Πολλοί. Αλλά το ξέρει όλος ο κόσμος, ο πρώτος μου δίσκος είναι με τραγούδια του μεγάλου Τάκη Σούκα. Τη δεκαετία ‘80 –‘90 όλος ο κόσμος τραγούδησε Σούκα. Ήταν αχτύπητος ο Τάκης, και τώρα είναι μέσα στα πράγματα,
– Είχατε κάνει ένα μικρό δισκάκι πρώτα, σωστά;
Όταν απολύθηκα από φαντάρος, το 1968 κάπου εκεί. Τραγουδάμε δύο παιδιά, ένας σε κάθε πλευρά. Θέλαμε να βγάλουμε τον καημό μας. Ο κόσμος με έμαθε με το «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου» με 12 υπέροχα τραγούδια του Τάκη Σούκα.
– Γιατί σας ενοχλεί τόσο που τα αποκαλούμε «σκυλάδικα», χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη εποχή για την Ελλάδα.
Εμένα δεν με ενοχλεί η λέξη σκύλος, μου αρέσει μπορώ να σου πω! Σκύλο λέμε έναν άνθρωπο που σηκώνει έναν βράχο, που δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα. Αυτός ήμουν κι εγώ, αυτό ήταν και όλα τα θηρία εκείνα. Εγώ εκεί την κατατάσσω αυτή τη λέξη σκύλος κι όχι στο σκυλάδικο.
– Λέτε σας έβλεπαν με υπεροψία όσοι μιλούσαν για σκυλάδικα;
Εγώ βάζω τη λογική κάτω και λέω. Όταν γεννηθήκαμε, σαν μικρά παιδιά ήμασταν αθώα, τι είμαστε όλοι; Αλλά πρέπει να ανταμώσουμε κάποτε. Θα βγάζει ο ένας τα μάτια του αλλουνού; Όταν χωρίζουμε τον κόσμο σε κατηγορίες αυτά όλα μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Πρέπει να καθίσουμε να μιλήσουμε σοβαρά, ωραία σαν άνθρωποι.
– Θυμάστε άγριες ιστορίες από αυτά τα μαγαζιά, άνθρωποι που έχασαν λεφτά ας πούμε για χάρη μιας τραγουδίστριας;
Έχουν συμβεί πράγματα. Κι έχουν χάσει περιουσίες, κι έχουν πάει φυλακή, και από οικογένειες έχουν χωρίσει, έχουν συμβεί. Αλλά δεν έχουν συμβεί για τους τραγουδιστές τους άντρες. Ο Τσιτσάνης είπε ένα τραγούδι που λέει «Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά» εκεί λέει το κουπλέτο «Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία, στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είναι η αιτία». Ο άντρας ό, τι κάνει τα κάνει για τη γυναίκα. Γι’ αυτό έχω να πω κάτι για τις γυναίκες. Να προσέχουν πάρα πολύ και να είναι κοντά στους άντρες. Γιατί οι άντρες δεν φέρθηκαν ποτέ άσχημα σε γυναίκες. Γενικά ο άντρας είναι το θύμα. Κι εγώ υπήρξα θύμα. Το θέλαμε, τις γυναίκες τις φερθήκαμε και τις φερόμαστε ωραία οι άντρες. Πως θα το κάνουμε τώρα; Στην εσχάτη ξέρεις τι θα πει η γυναίκα; Εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού, τρέξε. Τι θα κάνεις εσύ, θα κάνεις το παν…
– Δεν έχει υπάρξει β’ κατηγορίας η γυναίκα;
Δεν ήταν ποτέ β’ κατηγορίας η γυναίκα. Που τους έτρωγε όλους το κρύο, και τον πατέρα μου και τα γερόντια, για να έρθει η σοδειά στο σπίτι και να περάσει καλά η γυναίκα; Εκείνα τα χρόνια, και τώρα, είναι έτσι. Για ποιόν τρέχει και σήμερα ο άντρας του σπιτιού; Για κάτι άλλο τρέχει; Ποιος άλλος τρέχει για να πληρώσει το ρεύμα; Ο άντρας.
– Οπότε λέτε η γυναίκα είναι η κυρίαρχη του παιχνιδιού.
Έτσι λέω. Κουμάντο έκανε, κάνει και θα κάνει η γυναίκα. Ό, τι θέλει μας κάνει.
– Αυτό το είδατε μέσα στην νύχτα κυρίως;
Και μες στην νύχτα, και μες στη μέρα, το έβλεπα, το βλέπω και θα το βλέπω.
– Έχετε πει ότι εξαρτηθήκατε πολύ από το αλκοόλ.
Πέρασα πολλά χρόνια. Έπινα 40 χρόνια. Αυτά όλα μου τελειώσανε. Κάποια στιγμή έκανα ένα δίσκο, δεν μου άρεσε η φωνή μου, είδα μια νεολαία που ερχόταν, μια νέα φουρνιά, είπα τι κάνεις Γιώργο εδώ πέρα; Δώσε μία και φύγαμε. Και τα κάνα πέρα. Ένας φίλος μου γιατρός, ο Παπαδημητρίου στο Ερρίκος Ντυνάν, δεν είχα πάει ποτέ εγώ σε ωριλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν στον Ερυθρό Σταυρό τότε, μου λέει Γιώργο, δεν έχεις χορτάσει τσιγαρλίκι;
– Οπότε απειλήθηκε η καριέρα σας και το κόψατε;
Το είδα, ότι έπρεπε να μείνω. Τα πάντα θέλουν θέληση, το δεν μπορώ δεν υπάρχει.
– Όλοι όσοι δουλεύουν στην νύχτα έχουν ανάγκη από αλκοόλ ή ναρκωτικά για να ισορροπήσουν;
Δεν είναι όλοι. Ξέρω μεγάλα ονόματα που ούτε πορτοκαλάδα δεν πίνουν την ώρα που τραγουδάνε. Αλλά υπάρχουν και άλλοι που έτσι ξεκίνησαν και μετά τα πράγματα μπερδεύονται και δεν μπορούν να ξεφύγουνε. Δεν θέλουν να ξεφύγουν όμως, όχι δεν μπορούνε.
– Να πάμε και στην νέα γενιά, το φαινόμενο Παντελίδη πως σας φάνηκε;
Αν ζούσε θα είχε καλή καριέρα. Με είδε σε ένα στούντιο και ήρθε και μου μίλησε και φωτογραφηθήκαμε. Συνεσταλμένο παιδί, πήγαμε και τον ακούσαμε με τον φίλο τον Παναγιώτη, και μάλιστα σταμάτησε την ορχήστρα, με καλωσόρισε μέσα στο μαγαζί. Τι να κάνουμε τώρα, η μοίρα του καθενός είναι γραμμένη.
– Ο Παντελίδης σας τίμησε με τον τρόπο του, συμβαίνει με άλλους νέους;
Όχι, νιώθουν ότι ντεμέκ ότι κάτι είναι, ενώ δεν έχουν καταλάβει, μικρά παιδιά που είναι, εγώ έγινα γνωστός στα 35 και ήμουν προσγειωμένος, αυτά τα παιδιά γίνονται γνωστά στα 20, 25 και νομίζουν ότι κάτι έχει γίνει. Τίποτα δεν έχει γίνει. Μετά από λίγα χρόνια αρχίζει το μαράζι, ούτε τηλεφώνημα δεν κτυπάει. Δεν έχουν καταλάβει ότι θα τους συμβεί. Μακάρι να μην τους συμβεί.
– Εσάς σας συνέβη;
Το ένιωσα και είπα κάτι πρέπει να κάνεις γιατί έρχονται καινούργιες γενιές. Έτσι ξεκινήσαμε και κάναμε το «Δεν με νοιάζει», αργότερα ήρθε το «Δεν πεθαίνω», «Το καλύτερο μπεγλέρι». Πρέπει να είσαι στην τσίτα αν θέλεις να σε αγαπάνε οι γενιές που έρχονται. Να δίνεις πράγματα. Όσο σε έχει καλά ο Θεός.
– Είχατε μπλέξει και με τον τζόγο κάποια εποχή. Χάσατε πολλά λεφτά;
Όχι, δεν είχα. Αυτά που είχα ήταν πολλά. Αν έφερνα καμιά φορά καμιά καλή ζαριά, είχα και τις καβάτζες μου, τα έχω πει, που έκρυβα λεφτά. Η λεωφόρος Βουλιαγμένης ήταν γεμάτη από καβάτζες του Μαργαρίτη. Όποια πέτρα κι αν σήκωνες, έβρισκες χαρτζιλίκι από κάτω. Κατέβαινα μια φορά από Γλυφάδα προς Ομόνοια με ταξί να χαρτοπαίξω, να ρίξω καμιά ζαριά, κι εκεί δίπλα σε έναν βράχο με χαρτζιλίκι, βλέπω κόσμο. Εκεί που τώρα είναι το μετρό. Ήταν δύο περιπολικά και μαζεμένοι περίεργοι σαν κι εμένα. Εγώ ήθελα να πάρω λεφτά από την καβάτζα μου να πληρώσω το ταξί. Ήταν το αμάξι του Αλέξανδρου Παναγούλη, τον είχαν κλείσει και έπεσε εκεί. Δεν ήταν ατύχημα, δεν μπαίνει το αμάξι έτσι. Το είδα κι αυτό το περιστατικό.
Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Καραμίχος – «Στην Αμερική κανείς δεν ξέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είναι από την Ελλάδα»
– Είστε ταγμένος στην αριστερά. Στο επάγγελμα σας οι περισσότεροι δεν ασχολούνται.
Πρώτα πρώτα έχει να κάνει με τη φτώχεια. Όλοι μας κάπου ανήκουμε. Εγώ πιστεύω ότι ήρθε ή ώρα να ανταμώσουμε όλοι μαζί, να γίνουμε Έλληνες. Να πάμε μπροστά να δούμε την νεολαία, διαφορετικά χειροτερεύουμε την κατάσταση. Εγώ θέλω όλος ο κόσμος να περνάει καλά, κι όχι η μία πλευρά. Θα μου πεις αυτοί δουλέψανε, οι άλλοι δεν δούλεψαν. Ναι αλλά είχαν και ατυχίες η άλλη πλευρά. Ο Έλληνας είναι φιλότιμος. Δεν πρέπει ο ένας να βρίζει τον άλλον.
– Δεν βλέπετε τα προβλήματα του Έλληνα;
Όλα τα ξέρουμε και τίποτα δεν ξέρουμε. Βρίζουμε τους άλλους και την καμπούρα μας δεν την βρίζουμε. Αλλά είμαστε ο πιο φιλότιμος λαός. Μπορεί να έρθει τώρα εδώ ένας μετανάστης, ακόμα και να τον φιλοξενήσει έχει φιλότιμο ο Έλληνας, να τον κοιμίσει, να του δώσει και χαρτζιλίκι, που είναι τα πράγματα τόσο άσχημα, να βάλει έναν ξένο να κοιμηθεί. Αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Εγώ είμαι πολυταξιδευμένος τραγουδιστής και δεν είδα ποτέ να με κεράσουν ένα νερό οι ξένοι.
– Απαλύνατε με το τραγούδι σας τον πόνο των ξενιτεμένων για την πατρίδα;
Ξέρεις τι πόνος είναι. Εδώ ξεχάσαμε τα έθιμα μας, εκεί τα συναντούμε και ραγίζει η καρδιά μας. Είναι δυο φορές Έλληνες εκείνοι.
– Είστε θρήσκος;
Βέβαια, της εκκλησίας. Όπου γύριζα στην Ελλάδα πήγαινα σε ξωκλήσια να ανάψω ένα κεράκι. Συνήθως πάω στις μεγάλες γιορτές σε συγκεκριμένες εκκλησίες όπου έζησα. Η πιο αγαπημένη μου εκκλησία είναι η Παναγία στην Λένορμαν. Αλλά κοιτάζω πάνω από τον σταυρό, όχι κάτω.
– Πιστεύετε ότι σας βοήθησε η πίστη σας στην καριέρα σας;
Κι αυτό περνάει από το μυαλό μου.
– Αναπολείτε τα νιάτα σας;
Κοίταξε, είναι τόσο μεγάλη η αγάπη που παίρνω του κόσμου που το ξεπερνάω αυτό. Ούτε μου περνάει από το μυαλό ότι πέρασα τα 70. Ξεχνάω την ηλικία μου, ξεχνάω αν πονάει το πόδι μου, γιατί η ζωή μας επιφυλάσσει από δω και πέρα πολλά πράγματα. Εμένα με θέλει μάχιμο και μέρα και νύχτα. Τα τελευταία 15 χρόνια έτσι είναι.
– Σας βρίσκει σύμφωνο όταν λένε για εσάς, «ο τελευταίος της μεγάλης παράδοσης των λαϊκών»;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε τι είναι λαϊκό. Πρέπει να έχεις βιώματα πάνω απ’ όλα, να είναι οι στίχοι τέτοιοι, η μουσική, τα όργανα, είναι πολλά για να πούμε με όλη τη σημασία λαϊκός τραγουδιστής. Τελευταία ισοπεδώνουν την ιστορία και του τραγουδιού. Ποια είναι η ιστορία; Είναι ο Τσιτσάνης, ο Μάρκος, ο Παπαϊωάννου, από την άλλη, είναι ο Μίκης. Για ρωτήστε τους καινούργιους, αυτά τα τραγούδια τα λένε; Δεν υπάρχει σεβασμός στην ιστορία.
– Χθες και σήμερα, άλλαξε ο τρόπος διασκέδασης;
Εμένα μου αρέσει σήμερα που διασκεδάζουν όλοι μαζί. Κι όχι να σηκώνεται ένας και να κτυπάνε μια ώρα από κάτω παλαμάκια.
– Φαίνεται η φτώχεια που περνάμε;
Όχι μέσα στα μαγαζιά. Έξω είμαι όλη μέρα, τα βλέπω. Όπου πάω τα βλέπω.
– Που τα βλέπετε; Εσείς μένετε Κηφισιά.
Εδώ κοιμάμαι, δεν μένω εδώ. Αλλού «μένω». Κάθε μέρα μόλις ξυπνήσω ακούω μερικά τραγούδια, χωρίς καφέ, και παίρνω το αμάξι μου και πάω όπου έχω ζήσει. Επιστρέφω και βλέπω τους παλιούς μου φίλους, και πως περνάνε εκείνες οι κοινωνίες. Στις φτωχοσυνοικίες, εκεί θα με βρεις εμένα. Σήμερα θα βρεθώ στον Άγιο Σώστη, αύριο στα Πετράλωνα, μεθαύριο στον Άγιο Αρτέμιο, στον Πειραιά. Όπου έχω φίλους, όπου έγινα άντρας, όπου μεγάλωσα. Ήρθα μικρό παιδί εδώ. Μαζεύονται οι φίλοι μας και λέμε τον πόνο μας. Που φτάσαμε και πως είμαστε. Τα βλέπω όλα. Όσο με έχει ο Θεός καλά, εγώ θα πηγαίνω να τους δω. Εδώ που με βλέπεις στην Κηφισιά, ήρθα κατά λάθος. Δεν έχω φίλους εκτός από τον Χρήστο Νικολόπουλο απέναντι. Όχι ότι δεν έχει υπέροχους ανθρώπους, με χαιρετάνε.
– Βγάλατε λεφτά;
Εγώ είμαι πλούσιος από αγάπη. Μέχρι τα 60 μου στα ενοίκια ήμουν, μόλις τα τελευταία 15 χρόνια έχω σπίτι. Αν δεν δουλέψω ένα χρόνο θα με ψάχνετε. Μακάρι οι μεγάλοι της πατρίδας μας και αυτοί που έρχονται να πάρουν τη μισή αγάπη που παίρνω εγώ. Θα είναι τρισευτυχισμένοι.
– Τι το ιδιαίτερο είχατε και σας αγάπησαν τόσο;
Αυτό το χρώμα της φωνής μου. Η ιδιαίτερη ερμηνεία μου που δεν μιμούμαι κανέναν τραγουδιστή. Έβγαλα τον καημό που είχα εγώ. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη στους συνθέτες εκείνης της εποχής που μου έγραψαν ωραία πράγματα κι αυτοί. Μου έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν κι έφτασα εδώ που έφτασα, και τα τραγούδια μου άρεσαν στην πατρίδα μας. Ήμουν τυχερός που πρόλαβα από Σούκα μέχρι Νικολόπουλο μέχρι Άκη Πάνου, Ρεπάνης. Αυτή η γενιά ήταν υπέροχη.
– Σας εκτίμησε κάποιος μεγάλος;
Όλοι οι μεγάλοι, όλα εκείνα τα βουνά, από τον πρώτο μου δίσκο. Είχαν καταλάβει ότι θα είμαι κοντά τους.
– Έχετε μεγάλες πικρίες από τα 40 χρόνια;
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να βγάζει κακίες. Όλοι μπορούμε να κάνουμε και καλό και να βγάλουμε και κακίες. Δεν μας χρειάζονται αυτά, τα καλά να λέμε. Μια χαρά ήμασταν, ωραία τραγούδια είπαμε, οι τρικλοποδιές μες στο πρόγραμμα είναι, και σήμερα γίνονται. Να σου πω ένα περιστατικό; Δούλευα σε ένα κέντρο με μεγάλα ονόματα, εγώ ήμουν νέος. Έκανα καλή επιλογή τραγουδιών που μου πήγαιναν και ο κόσμος με εμένα χόρευε. Έρχεται ένα πρωί η φίρμα του μαγαζιού και μου λέει «Γιώργο, ξέρεις τι τους κάνω αυτούς που πάνε να πάρουν το γάλα των παιδιών μου;» και πήγε στο αφεντικό και με απέλυσε. Δεν είχα πρόβλημα εγώ, είχα μείνει πολλές φορές νηστικός. Πέρασαν οκτώ χρόνια και βγάζω τον καημό μου και τραγουδάω στο Φάληρο, στο Σεραφίνο, εκεί που έγινα γνωστός. Τον βλέπω να μπαίνει με ωραία παρέα. Το τι λουλούδι μου έριξε, σηκώνεται και μου λέει «Εγώ σε πίστεψα πρώτος». Τι του λες, τον συγχωρείς; Ήμουν έτοιμος να του φέρω το μικρόφωνο στο κεφάλι. Σκέφτηκα, μήπως Γιώργο έτσι είναι, σε πίστεψε πρώτος; (γέλια πολλά)
– Σωστά, σας πίστεψε και σας φοβήθηκε! Να πούμε για την συναυλία για τα 40 χρόνια δισκογραφίας;
Καθόμασταν με τον Χρήστο Νικολόπουλο αρχές καλοκαιριού και μου λέει, ξέρεις τι θέλω, να γίνει και μια βραδιά για σένα. Αυτό ήταν! Το αποφασίσαμε. Αυτή η βραδιά θα είναι υπέροχη, γιατί συμμετέχουν τεράστιοι συνθέτες και τεράστιοι τραγουδιστές με μερακλίδικα τραγούδια γιατί είμαι κι εγώ μερακλής τραγουδιστής. Αυτή την βραδιά θέλω να την αφιερώσω στους συνθέτες, στους τραγουδιστές και σε όλους τους φίλους που θα είναι μαζί μας να την απολαύσουμε.
– Στην οικογένεια σας χρωστάτε τίποτα;
Πολλά χρωστάω. Το επάγγελμα μας είναι τέτοιο που δεν μπορεί να μας έχει η οικογένεια μαζί, ούτε τις μισές ώρες. Αλλά γι’ αυτούς έτρεχα, κατάφερα και τα δυο μου παιδιά και πήγαν πανεπιστήμιο.
– Αυτό που δεν κάνατε εσείς.
Εγώ θα φύγω με αυτό το παράπονο. Και όλοι όσοι ξέρουν γράμματα λένε, και τι έγινε. Εμ, δεν είναι έτσι. Δεν είναι ευχαριστημένος ο άνθρωπος ποτέ. Τα γράμματα είναι άλλο πράγμα.
//Τη Δευτέρα 24/9 θα πραγματοποιηθεί στο θέατρο Βράχων η συναυλία «Άκου τι θα πω…», ένα αφιέρωμα στα 40 χρόνια πορείας του Γιώργου Μαργαρίτη.
Συμμετέχουν: οι συνθέτες Μίμης Πλέσσας, Χρήστος Νικολόπουλος, Τάκης Σούκας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, οι τραγουδιστές Μελίνα Ασλανίδου, Γλυκερία, Γιάννης Κότσιρας, Χρήστος Μάστορας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιώτα Νέγκα, Χριστιάνα Γαλιάτσου, Πέτρος Σκάρος και οι μουσικοί Δημήτρης Λιόλιος (μπουζούκι), Άγγελος Παπαδημητρίου (μπουζούκι), Σπύρος Γλένης (κρουστά), Γιάννης Τσατούχας (βιολί), Γιώργος Τσουπάκης (τύμπανα), Κώστας Πέτας (μπάσο), Γιώργος Πασχάλης (κιθάρα), Μάνος Γρυσμπολάκης (ακορντεόν), Χρήστος Ρουπακιάς (πλήκτρα).
Μουσική επιμέλεια: Αντώνης Γούναρης.
Καλλιτεχνικός σύμβουλος: Κώστας Μπαλαχούτης.
Προπώληση εισιτηρίων: Viva.gr & ticket 365.gr.
Διαβάστε ακόμα: Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε τον Στέλιο