Εκτός από ηθοποιός ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι και ο τραγουδιστής των Polkar. (Photo: Δομνίκη Μητροπούλου).

 

Γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Παπαγεωργίου αν και μεγαλωμένος μέσα στα θέατρα υπό το βλέμμα της μητέρας του Φιλαρέτης Κομνηνού, άργησε να το πάρει απόφαση να στραφεί προς τα εκεί, αφιερώνοντας την ενέργεια του στη μουσική και στην μπάντα του Polkar. Αυτή η ίδια ακριβώς εκρηκτική ενέργεια και ατιθάσευτη κωμικότητα με την οποία ξεσηκώνει το κοινό των μουσικών σκηνών και το παρασέρνει σε ένα ντελίριο, ήταν που έκανε το καλοκαίρι που μας πέρασε μια ολόκληρη Επίδαυρο να ξεσπάει σε σπαρταριστά γέλια στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Η μεγάλη του επιτυχία «Ωραία του Πέραν» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ακολουθήθηκε πέρυσι και για δεύτερη συνεχή χρονιά με τον «Αρίστο», μεταφορά του «Γύρου του θανάτου» του Κοροβίνη, ενώ ετοιμάζει στο Skrow τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Παράλληλα είναι ο ποιητής Φανφάρας στο «Ξύπνα Βασίλη» του Ψαθά στο Εθνικό  με σκηνοθέτη τον Άρη Μπινιάρη.

-Για τους Θεσσαλονικείς παλιότερων εποχών η υπόθεση Παγκρατίδη ως «δράκου του Σέιχ Σου» αποτελεί έναν αστικό μύθο. Δεν περίμενα να αγγίζει την γενιά σου.

Μεγάλωσα με το φάντασμα του δράκου του Σέιχ Σου! Σαν παιδί της Τούμπας, μέχρι και στη δεκαετία του ‘80 είχε μείνει ο απόηχος του κι όσα φοβερά και τρομερά πράγματα  είχαν συμβεί, έχοντας στοιχειώσει τους παππούδες και τους γονείς μας. Όταν διάβασα το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, με κτύπησε κατακούτελα. Άρχισα μια προσωπική εμπλοκή με το υλικό, να ψάχνω τα μέρη που περιέγραφε το βιβλίο ότι έζησε ο Παγκρατίδης, τη γειτονιά που μεγάλωσε στην Τούμπα, τα «Γερμανικά» που δεν υπάρχουν πια. Από τις περιοχές εκείνης της εποχής έχουν μείνει μόνο τα Κωνσταντινουπολίτικα.

-Πάντως είναι εντυπωσιακό ότι καθηλώνει το αθηναϊκό νεανικό κοινό.

Καταρχάς έχει να κάνει με το πώς διαμορφώνεις μια παράσταση. Δηλαδή το ίδιο έργο σε μια άλλη παράσταση θα μπορούσε να μην επικοινωνεί ούτε με το κοινό της Αθήνας, ούτε με της Θεσσαλονίκης της ίδιας. Εδώ βρέθηκε ένας πολύ ωραίος τρόπος αφήγησης της ιστορίας, έγινε μια ωραία σύνδεση με τον θεατή. Σε όποια πόλη και αν διαδραματιζόταν, πιστεύω ότι το intale θα αφορούσε το ίδιο. Γιατί πιστεύω ότι αφορά την παράσταση περισσότερο από το πρόσωπο.

«Το πώς «λυντσαρίστηκε» από παρακρατικούς τότε ο Παγκρατίδης και πως ο Ζακ λυντσαρίστηκε από τωρινούς νοικοκυραίους έχει πολλά κοινά στοιχεία».

-Ίσως είναι το αίσθημα της αδικίας ενός ανυπεράσπιστου ανθρώπου ενάντια σε μια ολόκληρη κοινωνία.

Στο πρόσωπο του Αρίστου μπορείς να κάνεις διάφορες παράξενες αναγωγές. Η περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου ας πούμε, σε σχέση με έναν περιθωριακό χαρακτήρα όπως ήταν ο Παγκρατίδης  έχει πολλά κοινά στοιχεία. Το πώς «λυντσαρίστηκε» από παρακρατικούς τότε, και πως ο Ζακ λυντσαρίστηκε από τωρινούς «νοικοκυραίους».

-Υπήρξε αποδιοπομπαίος τράγος καθώς δεν είχε βρεθεί και ο πραγματικός δράκος.

Και ούτε θα βρεθεί. Θα μείνει ένας αστικός μύθος.

-Η Θεσσαλονίκη από την εποχή αυτής της υπόθεσης μέχρι σήμερα παραμένει πάντα μια συντηρητική πόλη.

Στα 23 μου είχα μπουκώσει πια. Ήθελα πολύ να κατέβω στην Αθήνα. Εξακολουθώ να έχω την μπάντα μου επάνω, τους Polkar οπότε είναι πάντα μια αφορμή να ανεβαίνω. Όλοι οι μουσικοί είναι εκεί κι ανεβοκατεβαίνω για τις πρόβες. Παραμένουν η μόνη μου σύνδεση με την πόλη. Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν κάνει οικογένεια, είναι σε άλλη φάση. Εγώ έχω ρίξει πολύ βάρος στη δουλειά, είμαι ακόμα εργένης, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν έχω άλλους λόγους να πηγαίνω πλην του να δω τους φίλους μου και το βαφτιστήρι μου. Έχει αλλάξει το κεφάλαιο της ζωής μου. Τώρα, γιατί κατέβηκα στην Αθήνα; Τότε ασφυκτιούσα στην Θεσσαλονίκη πάρα πολύ. Δεν ήταν για μένα καν οψιόν να σπουδάσω στην Θεσσαλονίκη θέατρο. Οπότε κατέβηκα στο Εθνικό.

Στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου που είδαμε αυτό το καλοκαίρι ο Γιώργος Παπαγεωργίου υποδύθηκε τον Υπηρέτη Αγάθωνα και τον Κλεισθένη. (Photo: Δομνίκη Μητροπούλου).

-Μέχρι τα 23 σου τι έκανες;

Σπούδαζα μάρκετινγκ. Έτσι, για να σπουδάσω κάτι.

-Παρόλο που μεγάλωσες σε περιβάλλον θεατρικό.

Στο σπίτι πηγαινοέρχονταν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι. Μεγάλωσα παίζοντας στα πόδια του Βουτσινά. Όλα αυτά ήταν εικόνες, μνήμες…

-Δεν υπήρχε η επιθυμία για θέατρο από νωρίς;

Στα 16 ξεκίνησα να ασχολούμαι αποκλειστικά με μουσική. Ήμουν με μια κιθάρα στον ώμο. Παίζαμε ελληνικό ροκ τότε. Περίμενα 3 χρόνια μέχρι να πάρω την οριστική απόφαση. Ήθελα να είναι κάτι ώριμο κι όχι απόφαση της στιγμής. Ήξεραν οι γονείς μου πόσο δύσκολο είναι σαν επάγγελμα και φοβόντουσαν που θα με πάει. Μόνο όταν τέλειωσα τη σχολή μάρκετινγκ έδωσα σε δραματική σχολή. Πάντως η πρώτη μου επαφή με την υποκριτική έγινε ως κομπάρσος στο «Λιβάδι που δακρύζει» του Αγγελόπουλου στη Θεσσαλονίκη.

-Κι όλο αυτό θα σε μαγνήτισε.

Πολύ. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ήμουν παρών σε μια τέτοια στιγμή.

-Αλλά έχεις αυτή την πηγαία κωμικότητα. Δεν μπορεί να μην σου το έλεγαν οι παρέες.

Η αλήθεια είναι ότι μου το είπε ένας φίλος τον καιρό που σπούδαζα μάρκετινγκ. Αλλά το κομμάτι της μάνας μου, την υποκριτική, δεν το είχα καθόλου.

«Αν ένας γιος ή μια κόρη διάσημου έχει ένα δρόμο προσωπικό αυτό αργά ή γρήγορα φανερώνεται».

-Η ζωή στα παρασκήνια, οι πρόβες, οι παραστάσεις, όλα αυτά δεν σε μάγευαν;

Με μάγευε να βρίσκομαι σε μια κουίντα και να βλέπω μια παράσταση, να είμαι στα παρασκήνια και να συζητώ με τους ηθοποιούς, να κρύβομαι κάτω από το υποσκήνιο και να ακούω πάνω από το κεφάλι μου το έργο να παίζεται. Οι πιο ισχυρές μου μνήμες είναι από το Βασιλικό θέατρο όταν παιζόταν ο «Ορφέας στον Άδη» που είχε ανεβάσει ο Βουτσινάς. Εκεί θυμάμαι να ζω το θέατρο πιο έντονα.

-Εντέλει βοηθάει να έχεις διάσημο γονιό όταν αποφασίζεις να γίνεις καλλιτέχνης; Δέχτηκες κριτική  ότι οι γνωριμίες και οι επιρροές οδηγούν σε βέβαιη καριέρα;

Το κοινό καταλαβαίνει από μόνο του τι γίνεται, βλέπει. Αν ένας γιoς ή μια κόρη διάσημου έχει ένα δρόμο προσωπικό αυτό αργά ή γρήγορα φανερώνεται. Τώρα δεν το σκέφτομαι πια καθόλου. Μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο θα ήταν αστείο να μου πει κάποιος ότι έχω καριέρα λόγω της μητέρας μου.

-Είχε δίκιο να φοβάται η μητέρα σου;

Δεν ξέρω να σου απαντήσω σε αυτό.

-Ασκείς κριτική στην ηθοποιό Φιλαρέτη Κομνηνού;

Όχι ιδιαίτερα. Της ασκώ κριτική όπως και εκείνη σε μένα. Και είναι πάντα ειλικρινής, όπως και η δική της.

Δίπολα του τύπου, σούπερ εμπορικό θέατρο με σούπερ ποιοτικό, όπως λέει, δεν τον αφορούν. (Photo: Δομνίκη Μητροπούλου).

-Παρόλο που ανήκεις σε μια γενιά που βγήκε σε μια εποχή που κυριαρχεί το θέατρο δημιουργού και οι εστέτ επιλογές, εσύ δεν ανήκεις στο αποκλειστικά «ποιοτικό» θέατρο. Έχεις κάνει και εμπορικό θέατρο.

Μόνο το «Συρανό» το οποίο έκανα γιατί εμπλέκονταν άνθρωποι που αγαπώ όπως ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και ο Γιάννης Κακλέας.  Προσωπικά έχω ακολουθήσει μια πολλή συγκεκριμένη πορεία. Δεν βρίσκομαι ανάμεσα σε ένα δίπολο μεταξύ ενός σούπερ εμπορικού θεάτρου και ενός σούπερ ποιοτικού θεάτρου. Παρόλο που βιοπορίζομαι από το θέατρο δεν έχω βρεθεί στην ανάγκη να κάνω μια εμπορική δουλειά μόνο γι’ αυτό. Έχω πει πάρα πολλά όχι σε σήριαλ που έδιναν πολύ καλά χρήματα για να διατηρήσω την ησυχία μου και να κάνω δουλειές άλλου τύπου.

-Οπότε απέρριψες εμπορικά ανοίγματα για καθαρά καλλιτεχνικούς λόγους;

Για αυστηρά προσωπικούς λόγους, κι όχι από ένα είδος εστετισμού. Έχει να κάνει με αυτό που εμένα μου αρέσει να κάνω στο θέατρο, γιατί θέλω να μιλάει στην ψυχή μου με κάποιο τρόπο. Δεν ανήκω σε μία κλίκα, δεν μου αρέσει ο εστετισμός, θεωρώ ότι το θέατρο πρέπει να έχει διάλογο με την κοινωνία και όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτή, να μπορεί να απευθύνεται κοινωνικά σε αυτήν.

-Τι νομίζεις ότι συμβαίνει στα χρόνια της κρίσης;

Στα χρόνια της κρίσης βλέπω ότι υπάρχει όπως είπες ένας εστετισμός που μοιάζει σαν σαπουνόφουσκα, στο οποίο δεν βρίσκω νόημα. Έχει να κάνει με συγκεκριμένους σκηνοθέτες.

«Έχω πει πάρα πολλά όχι σε σήριαλ που έδιναν πολύ καλά χρήματα για να διατηρήσω την ησυχία μου και να κάνω δουλειές άλλου τύπου».

-Για μένα είσαι ένας λαϊκός ηθοποιός, με την έννοια της γενναιοδωρίας προς ένα ευρύ κοινό. Το έχω διαπιστώσει σε αρκετές περιπτώσεις όπως με τις Θεσμοφοριάζουσες.

Κοίταξε, η λαϊκότητα αυτού του τύπου με ενδιαφέρει πολύ. Μια λαϊκότητα που έχει μια αλήθεια. Με ενδιαφέρει να υπάρχει μια ειλικρίνεια στον τρόπο προσέγγισης. Όσον αφορά τη σύνδεση σου με το κείμενο και με τον θεατή. Δηλαδή ως σκηνοθέτης να αποτελείς τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του συγγραφέα και του κοινού. Αυτήν την «λαϊκότητα» την κουβαλάω χρόνια, αλλά τελευταία έχει γίνει και λίγο μόδα. Ας αφήσουμε τα λαϊκά έργα, και σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και ο Σαίξπηρ, στους χώρους που τους πρέπει και στους ανθρώπους που μπορούν να τα αναδείξουνε. Αλλιώς παρατηρούνται πειράματα που διέπονται από μια «λαϊκότητα» από ανθρώπους που δεν ξέρουν να μιλήσουν αυτήν τη γλώσσα. Βλέπεις λ.χ. παιδιά του πιάνου να ανεβάζουν την ιστορία ενός ρεμπέτη!

-Μετά την επιτυχία της «Ωραίας του Πέραν» και τώρα με τον «Αρίστο», σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα η αναζήτηση της ελληνικότητας;

Με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Αν και τώρα με τον Γκόγκολ βλέπω ότι υπάρχουν έργα που είναι πολύ πιο κοντά στην κουλτούρα μας απ’ ό,τι ένα σύγχρονο ελληνικό έργο. Θέλω να νιώσω βαθιά το έργο με το οποίο θα καταπιαστώ. Να το καταλάβω ακόμα και σωματικά. Γι’αυτό είμαι πιο ανοικτός σε διαφορετικά ρεπερτόρια. Αλλά Έλληνας είμαι, εδώ μεγάλωσα, μπορώ πιο εύκολα να αφουγκραστώ αυτήν τη γλώσσα, να συνδεθώ μαζί της. Σε σχέση με την γλώσσα ενός Δανού ή ενός Αμερικανού.

«Στα χρόνια της κρίσης βλέπω ότι υπάρχει όπως είπες ένας εστετισμός που μοιάζει σαν σαπουνόφουσκα, στο οποίο δεν βρίσκω νόημα».

-Να όμως που επέλεξες έναν Ρώσο για να σκηνοθετήσεις φέτος.

Ο «Επιθεωρητής»  του Γκόγκολ, για μένα, ήταν μια λαμπρή ευκαιρία έχοντας πλάι μου το θίασο και τους συνεργάτες που ονειρεύτηκα, να κάνω μια κωμωδία με τους ρυθμούς και τη μουσικότητα που θα μου άρεσε, προτείνοντας μια «φόρμα» με Τσιβιλίκειο, εκ του Βασίλη Τσιβιλίκα, ταμπεραμέντο ερμηνευτών, μέσα σε ένα σκηνικό χώρο που θίγει το ερώτημα «φαντασιακό» ή «πραγματικό», όπως θα το έθετε ο Φρόυντ δια στόματος Ρολάν Μπαρτ.

Μένει Παγκράτι, είναι “φρέσκος” στην Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι γι αυτόν, αυτό που λέει ο Αγγελάκας σε κάποιους στίχους του: «Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα και με μίσησαν από οπουδήποτε αλλού». (Photo: Δομνίκη Μητροπούλου).

-Ποια είναι η σχέση σου με την Αθήνα;

Την έχω αγαπήσει πολύ, την έχω στην καρδιά μου. Νοιώθω ότι εδώ θα γεράσω κι εδώ θα πεθάνω. Αλλά εδώ όλοι νοιώθουμε λίγο φιλοξενούμενοι. Ο Αγγελάκας έχει γράψει κάτι πολύ ωραίο «Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα και με μίσησαν από οπουδήποτε αλλού». Αυτό είναι για μένα η Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα δεν είναι ακριβώς πατρίδα αλλά την νοιώθω τόπο μου, δεν είναι οι ρίζες μου αλλά είναι σπίτι μου. Μένω στο Παγκράτι με το οποίο έχω συναισθηματική σύνδεση με το παρελθόν καθώς η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν από εδώ, στο σπίτι της μένω, οπότε με ηρεμεί.

-Νυχτερινός ή πρωινός τύπος;

Δεν έχω ωράρια αλλά τελευταία δεν βγαίνω πια πολύ τις νύχτες, οπότε πρωινός τύπος θα έλεγα. Αλλά δεν μπορώ να πάω νωρίτερα από τις 3 για ύπνο κάθε βράδυ.

-Δεν προτιμάς την νύχτα της Θεσσαλονίκης;

Έχει χαλάσει πολύ. Έχει γίνει πολύ τουριστική η νύχτα της πια. Η Θεσσαλονίκη είχε πάντα μια φόρα να προτείνει καινούργια πράγματα, να τολμάει.  Συνέβαινε πολύ στη μουσική αυτό. Δεν υπάρχει αυτό στο βαθμό που υπήρχε στα ‘90s. Παρόλ’ αυτά όσο υπάρχει ένα βαθύ συντηρητικό και μικροαστικό κομμάτι, αυτό θα δημιουργεί πάντα αντιστάσεις από τους νέους.

«Oδηγούμαστε ολοταχώς σε κάτι πολύ πιο ολοκληρωτικό από αυτό που έχουμε φανταστεί, και πολύ πιο συντηρητικό. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αποτραπεί αυτό εύκολα».

-Εδώ πως είναι;

Εδώ έχει γίνει ένας αχταρμάς. Η πρόταση για κάτι καινούργιο έχει χαρακτήρα πιο commercial. Εδώ αισθάνομαι ότι επειδή οι άνθρωποι δεν διακατέχονται με αγκαλιές και γνωστηλίκια, είμαστε πολύ μόνοι, κι όταν βρίσκεις μια ουσιαστική σχέση με έναν άνθρωπο έχει μεγαλύτερη αλήθεια από ό,τι επάνω.

-Αυτό συμβαίνει σε όλες τις μεγαλουπόλεις. Που νομίζεις ότι μας έχει πάει η μακρόχρονη παραμονή στην κρίση;

Πιστεύω ότι οδηγούμαστε ολοταχώς σε κάτι πολύ πιο ολοκληρωτικό από αυτό που έχουμε φανταστεί, και πολύ πιο συντηρητικό. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αποτραπεί αυτό εύκολα. Συγχρόνως μετά από όλα τα χαστούκια που έχουμε φάει, σμιλεύεται ένας διαφορετικός Έλληνας. Είναι πιο δίκαιος, έχει μάθει να δουλεύει πληρώνοντας φόρους, έχει μάθει να κρίνει τον διπλανό του, μια συνέπεια που ορθώς έχει ο Ευρωπαίος. Πιστεύω ότι η κρίση ήταν η μόνη ευκαιρία που είχαμε μέσω της πολύ σκληρής οδού της πίεσης και της ασφυξίας που προκάλεσε ο οικονομικός έλεγχος και οι φόροι. Όλα αυτά οδήγησαν σε ένα πολύ πιο υγιή πολίτη από εκείνον παλιότερων εποχών.

-Αγαπάς τα ταξίδια;

Λατρεύω τα ταξίδια, φεύγω με την πρώτη αφορμή. Έχω ταξιδεύσει κυρίως Ευρώπη, πηγαίνω ξανά και ξανά στην Ιταλία, της έχω μεγάλη αδυναμία, και θα πηγαίνω μέχρι να πεθάνω. Νομίζω τα ταξίδια είναι ο μόνος λόγος να ξοδεύεις λεφτά χωρίς να σε νοιάζει.

-Έτσι αφιερωμένος στο θέατρο, έχεις χρόνοι να ζεις;

Δεν ζω. Ζω ψευδεσιασιακά. Δεν ζω μια πραγματικότητα που θα ζούσα αν δεν βίωνα όλα όσα έχω στο κεφάλι μου. Τώρα τελευταία με την ψυχολόγο μου ανακάλυψα, και όλως περιέργως το έχω εντάξει απόλυτα στον «Επιθεωρητή», ότι αντιμετωπίζω τη ζωή με ψευδαισθήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχω αφήσει ελεύθερο κανένα άλλο πεδίο στη ζωή μου πλην του θεατρικού. Πολλές φορές η ζωή μου μπλέκεται με το τι σημαίνει μια θεατρική σκηνή, και πολλές φορές οι συναλλαγές με τον κόσμο του θεάτρου που έχει ορισμένους κανόνες, έχει γίνει πεδίο αναζήτησης και άλλων αναγκών. Αναζητώ ακόμα και την ευτυχία μέσω μιας πρόβας ή μιας παράστασης.

Ετοιμάζει στο Skrow τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. (Photo: Δομνίκη Μητροπούλου).

-Το θέατρο δεν λειτουργεί με όρους ψυχοθεραπείας;

Δεν λειτουργεί καθόλου έτσι. Είναι μια διαστρέβλωση αυτό. Όταν έχεις φτάσει στο σημείο να έχεις αφήσει τόσο δα χώρο για ρεαλισμό και πραγματικότητα, και όλο το υπόλοιπο πεδίο να έχει γίνει μια θεατρική ή μουσική πράξη, αυτό σημαίνει ότι έχεις διαστρεβλώσει την έννοια της πραγματικότητας. Γιατί το θέατρο είναι και θα είναι πάντα ένας φαντασιακός χώρος. Δεν μπορεί ποτέ να είναι ένας αμιγώς πραγματικός χώρος. Θα είναι ψέμα και να το προσπαθήσεις.

-Οπότε μένει καιρός για προσωπική ζωή;

Έχω στριμώξει όλους αυτούς που με περιτριγυρίζουν γύρω μου από φόβο να μην μείνω μόνος. Όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου τρομάζω. Και μια ερωτική σχέση δεν θα το απαλύνει αυτό, πρέπει να κάνω δουλειά με τον εαυτό μου γι’ αυτό. Για να ακολουθήσει μετά μια ερωτική σχέση.

-Σκηνοθέτης ή ηθοποιός;

Θεατρίνος.

 

Διαβάστε ακόμα: Μαρία Ναυπλιώτου: Η Μαρία συναντά τη Μαρία.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top