Με την αγαπημένη του Μάρω.

Περιβεβλημένος από την αχλή της αναμφίβολης σπουδαιότητάς του και με το Νομπέλ να φαντάζει (και να είναι) ως το επιστέγασμα μιας ποιητικής πορείας που αναζήτησε τα βάθη και τα ύψη των ανθρώπινων παθών, ο Γιώργος Σεφέρης ακολούθησε τη μοίρα των μεγάλων αυτού του κόσμου.

Μνημονεύεται από τους κατοπινούς ως μια ποιητική «ιερή» μορφή (ναι, γιατί είναι), τοποθετείται στο βάθρο των σεπτών αυτού του κόσμου. Η πάντα κομψή και ευθυτενής θωριά του, το σκεπτόμενο βλέμμα του, η σκούρα χαρακιά των ματιών, ακόμη και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του δεικνύουν το μέγεθος του ανδρός.

Για τους ακραιφνείς «Ελυτικούς», ουδείς άλλος πλην αυτού κατάφερε να αναδείξει το μεγαλείο του ελληνικού γαλάζιου, τον ακριβή συμβολισμό της θάλασσας, τον ερωτικό παφλασμό των κυμάτων. Αν και, ευκαιρίας δοθείσης, ο βαθιά υπαρξιακός Ελύτης δεν βρίσκεται ούτε στο Αξιον Εστί, ούτε στη Μαρία Νεφέλη, αλλά στις τρεις τελευταίες ποιητικές συλλογές του, τότε που στοχάζεται το επερχόμενο τέλος και σκάβει τα τραχιά τοιχώματα της βιωτής.

Για τους φανατικούς «Σεφερικούς», όμως, αυτός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας, της βαθιάς ελληνικότητας, της νοσταλγίας για μια άλλη ζωή. Οι συμβολισμοί του, ευθείες αναφορές στα ομηρικά έπη και την αρχαία ελληνική μυθολογία, σκορπούν στο διηνεκές μια σκηνοθεσία παλίμψηστων – ολότελα συμπαντικών.

Ο Γιώργος Σεφέρης κουβαλάει τα πάθη της ανθρώπινης περίπτωσης με τον ίδιο τρόπο που τα κουβαλάμε όλοι.

Αλήθεια, είναι όλα αυτά σέξι; Με την τρέχουσα, υλική εκδοχή του τι θεωρούμε ερωτικό, μάλλον όχι δεν είναι. Ο ερμητισμός της ποίησης (και ο Σεφέρης έχει προσφέρει τον οβολό του με στίχους που χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης), ο διαρκής αναστοχασμός, τα νέφη της αιχμηρής μελαγχολίας, όλα τούτα κι άλλα περισσότερα της μετατρέπουν σε ένα είδος που ο καθημερινός άνθρωπος αγαπάει να μισεί. Και σίγουρα να μην την θεωρεί σέξι (πολλώ δε μάλλον αυτούς που την γράφουν).

Σαράντα οκτώ χρόνια από τον θάνατό του (πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971), ο Γιώργος Σεφέρης παραμένει ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της νεοελληνικής ποίησης – ένα σημείο αναφοράς. Λησμονούμε, όμως, πως υπήρξε κι… άνθρωπος. Άρα κουβαλάει τα πάθη της ανθρώπινης περίπτωσης με τον ίδιο τρόπο που τα κουβαλάμε όλοι. Η μέγιστη διαφορά είναι ότι εκείνος αυτά τα πάθη τα εξύψωσε, όπως οφείλει να κάνει πάντα η μεγάλη τέχνη (για να θυμηθούμε τον Γιώργο Χειμωνά).

Ξέρω πως μπορεί κάποιοι να σκανδαλιστούν, αλλά ο μέγας Σεφέρης της «Στροφής», του «Μυθιστορήματος», της «Κίχλης» ή των «Ημερολογίων Καταστρώματος», είναι ο ίδιος που στέλνει μια φλογερή -ερωτόπληκτη- επιστολή στην αγαπημένη του Μάρω (από τις πολλές που έχουν ανταλλάξει). Επίσης, είναι ο ίδιος που έχει γράψει τα διονυσιακά «Εντεψίζικα».

«Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα»

Γράφει, ας πούμε, στην Μάρω στις 29 Σεπτεμβρίου 1940: «… Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά…».

Για να γίνει ακόμη πιο τολμηρός στη συνέχεια: «… Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα».

Όσο για τα περιβόητα «Εντεψίζικα», αυτά εκδόθηκαν το 1989 σε 440 αντίτυπα από τις Εκδόσεις της Λέσχης του Δίσκου, υπό το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, ενώ η φιλολογική επιμέλεια είναι του Γ.Π. Ευτυχίδη (ψευδώνυμο του Γ.Π. Σαββίδη).

Τα «Εντεψίζικα» δεν είναι τίποτα άλλο από σύντομα ερωτικά, αθυρόστομα έως πορνογραφικά στιχουργήματα των Τουρκοκρητικών που εκδιώχθηκαν από την Κρήτη, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών στα 1923. Η λέξη προέρχεται  από το τουρκικό «edepsiz», που σημαίνει ανάγωγος, χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος άνθρωπος. Το λεξικό ορίζει τα Εντεψίζικα ως «ξόρκια με πρόστυχα λόγια, με τα οποία προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανάψουν τον πόθο ενός άντρα».

Διαβάζουμε στίχους όπως αυτοί:

Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο· όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»

Ή ακόμη:

«Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
σαν έρχουνταν κανείς
βολικός συγγενής,
έδινέ το με λίγο πιλάφι».

Και φυσικά αυτούς: 

«Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
Α’ δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρές ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.» 

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι η Αλεξάνδρα Νταβίντ-Νελ έγινε η πρώτη λευκή γυναίκα που μπήκε στη Λάσα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top