«Τα τελευταία χρόνια, που άρχισα να γράφω, να μεταφράζω και να ασχολούμαι με το κείμενο γενικά, είχα την τύχη να συνομιλήσω κατευθείαν με τον εαυτό μου» (Credits: Σταύρος Χαμπάκης).

Είναι genius. Ετσι απλά και αδιαπραγμάτευτα. Κάνει τα πάντα με έναν δικό του τρόπο που πάντα προκαλεί ενδιαφέρον και συναίσθημα. Εχει την ικανότητα να γράφει με χιούμορ και ευαισθησία, να ακουμπά τις πιο ντελικάτες χορδές του ανθρώπου χωρίς σοβαροφάνεια ή επιτήδευση. Εχει πολλές και διαφορετικές ικανότητες, χάρες, ευχέρειες στον υπερθετικό βαθμό. Η φετινή του παράσταση έσκισε κυριολεκτικά με όλα του τα ταλέντα να ξετυλίγονται αγγίζοντας την καρδιά και το μυαλό σου. Είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Βάλια Παπακωνσταντίνου, με την οποία έχουν ιδρύσει την εταιρεία θεάτρου Ma Non Troppo και μοιράζονται ζωή και δουλειά.

Την επόμενη ημέρα που ολοκλήρωσα τη συνέντευξη, στις 9 Μαρτίου, του απονεμήθηκε το 20ο βραβείο «Δημήτρης Χορν», ο σταυρός που περνά κάθε χρόνο από τον έναν βραβευμένο στον επόμενο συνοδευόμενος από μία περγαμηνή. Ενιωσα πολλή χαρά και πολύ… γουρλού!

– Πόσων χρόνων είστε;
Είμαι 34 ετών – γέρος, έτσι νιώθω αυτή τη στιγμή. Έχω γεράσει κάπως, απότομα.

– Τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια ήταν «κανονικά» ή νιώθετε ότι ποτέ δεν ήσαστε παιδί;
Έτσι κι έτσι, θα έλεγα. Μεγάλωσα στη Λευκωσία και ζω στην Ελλάδα τα τελευταία 15-16 χρόνια. Πρόσφατα μάλιστα σκεφτόμουν ότι αν και έχω παιδικές μνήμες και αγαπώ πολύ τον τόπο που γεννήθηκα, οι περισσότερες ή πιο κρίσιμες αναμνήσεις μου είναι από την Αθήνα. Στην Κύπρο πήγα σχολείο, αλλά όλα τα υπόλοιπα στην Αθήνα: συνέχισα τις σπουδές στο Ωδείο, φοίτησα στη Φιλοσοφική Σχολή και παράλληλα στη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τα τελευταία 12 χρόνια έχω κάνει 35 παραστάσεις ως ηθοποιός -οποιαδήποτε άλλη ιδιότητά μου έρχεται επιπρόσθετα.

«Ως ηθοποιός, έχω μεγαλύτερη ανασφάλεια, αφενός γιατί το έχω κάνει πολύ και συνεπώς δεν υπάρχει η άγνοια κινδύνου».

– Γιατί θέλατε να σπουδάσετε στη Φιλοσοφική;
Με ενδιέφερε πάρα πολύ το αντικείμενο, η ελληνική ποίηση συγκεκριμένα, όπου έκανα και την πτυχιακή μου εργασία. Σκέφτομαι μάλιστα, μέσα στα επόμενα δυο-τρία χρόνια, να κάνω και ένα μεταπτυχιακό που περιμένει πολύ καιρό τη σειρά του, πάλι στη νεοελληνική ποίηση.

– Και ηθοποιός, γιατί;
Ο πατέρας μου είναι ηθοποιός στην Κύπρο εδώ και τριάντα έξι χρόνια -τελείωσε κι αυτός τη Σχολή του Εθνικού, τη δεκαετία του ’80. Ήταν ο δάσκαλός μου και εκείνος ο οποίος καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω την τέχνη και τον τρόπο που αγαπώ την τέχνη ως λαϊκό θέαμα σε συνδυασμό με την ποιότητα, που πρέπει να ανεβάζει τον κόσμο προς τα πάνω. Όταν ήμουν μικρός, πέρναγα πολύ χρόνο στο θέατρο και έπαιξα και σε κάποιες παραστάσεις ως παιδί και ως έφηβος στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Από τότε, ξαναπήγα εκεί φέτος ως σκηνοθέτης και ήταν κάπως περίεργο, γιατί πολλά πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει, αλλά συνάντησα δεκάδες ανθρώπους οι οποίοι με ήξεραν ως παιδάκι κι εγώ τους είχα γνωρίσει ως νεαρούς και τώρα είναι 55άρηδες. Ήταν μια πολύ συγκινητική εμπειρία το τρίμηνο που πέρασα στην Κύπρο πρόσφατα. Στη διάρκεια της μέχρι τώρα πορείας μου, έχω δουλέψει σε πολλές παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες που με εμπιστεύθηκαν, όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Νίκος Μαστοράκης, ο Γιάννης Κακλέας, ο Γιάννης Μπέζος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Δημήτρης Λιγνάδης, η Λίλυ Μελεμέ κ.ά., σε ρόλους που τους ευχαριστήθηκα πολύ.

– Τι σημαίνει «ευχαριστιέμαι έναν ρόλο»;
Είναι πολλοί οι παράγοντες, για να απολαύσει κάποιος έναν ρόλο -αυτή τη στιγμή μπορώ να σκεφτώ καμιά δεκαπενταριά. Κατ’ αρχάς αν νιώθεις ότι αυτό που κάνεις «περνάει», και στους συναδέλφους σου επί σκηνής και σε σχέση με την ανταπόκριση του κοινού. Επίσης, σχετίζεται με το πόσο χρήσιμος και κρίσιμος νιώθεις σε μια παράσταση, δηλαδή το αποτύπωμα που αφήνεις, αλλά και με το πόσο σε ακουμπάει ένας ρόλος και την ταύτιση που νιώθεις όταν βγαίνεις στη σκηνή. Τα τελευταία χρόνια, που άρχισα να γράφω, να μεταφράζω και να ασχολούμαι με το κείμενο γενικά, είχα την τύχη να συνομιλήσω κατευθείαν με τον εαυτό μου για το τι ήθελα να κάνω πάνω στη σκηνή. Να γράφω δηλαδή κάτι, για να το παίξω. Και εκεί νιώθω ότι οι ρόλοι με τους οποίους ασχολήθηκα, είναι ίσως οι πιο ουσιαστικοί που έχω κάνει μέχρι τώρα.

«Είμαι πιο ανασφαλής ως ηθοποιός. Ως σκηνοθέτης, ενώ το έχω κάνει ελάχιστα, νιώθω ότι ξέρω τι θέλω να δω, έχω αυτή την ασφάλεια» (Credits: Σταύρος Χαμπάκης).


– Και ο σκηνοθέτης; Ποιος είναι ο δικός του ρόλος πάνω στους δικούς σας;

Το γεγονός ότι δεν ανέφερα τη λέξη σκηνοθέτης, σημαίνει ότι καλόμαθα να συνεργάζομαι κατά βάση με έναν σκηνοθέτη, τον Γιώργο Παλούμπη, ο οποίος μου αφήνει πάρα πολύ χώρο και με εμπιστεύεται, αλλά ταυτόχρονα αυτά που έχει να μου πει είναι πάντα κρίσιμα και αλλάζουν όλο το τοπίο. Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη που έχει βρει έναν μαγικό τρόπο, στην πρόβα, να αποσύρει εντελώς το «εγώ» του και να είναι εκεί για σένα, δίνοντάς σου τις συμβουλές που χρειάζεσαι ακριβώς. Είναι ένα κρίσιμο κριτικό μάτι, που δεν αφαιρεί όμως την αντίληψη του ηθοποιού αλλά έρχεται να την ενισχύσει και να την κατευθύνει. Σε άλλο είδος θεάτρου βέβαια, που δεν έχει να κάνει με τον ρεαλισμό, ο σκηνοθέτης έχει να περιφρουρήσει ένα σύνολο με περισσότερες τεχνικές πτυχές. Οπότε και ο ηθοποιός εκεί πρέπει να επιστρατευθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπηρετήσει τη μεγάλη εικόνα που μόνο ένα τρίτο μάτι μπορεί να έχει, και μιλάμε για τα μεγάλα θέατρα. Στα «Μαθήματα πολέμου», ας πούμε, όπου το έργο έχει έναν ιστορικό λόγο και μια συγκεκριμένη εικόνα, αυτό που ζήτησα ως σκηνοθέτης από τους ηθοποιούς είναι η απόλυτη ακρίβεια. Πρόκειται λοιπόν για δύο διαφορετικές πτυχές, που τυχαίνει φέτος να τις υπηρετώ και τις δύο -τη μία από το πόστο του σκηνοθέτη και την άλλη από το πόστο του ηθοποιού, στην παράσταση «170 τετραγωνικά».

«Τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ, όσο γίνεται, να είμαι πολυσυλλεκτικός, σε σχέση με τις αναφορές μου».

 – Είστε πιο ανασφαλής ως ηθοποιός ή ως σκηνοθέτης;
Είμαι πιο ανασφαλής ως ηθοποιός. Ως σκηνοθέτης, ενώ το έχω κάνει ελάχιστα, νιώθω ότι ξέρω τι θέλω να δω, έχω αυτή την ασφάλεια, κι αρχίζω να καταλαβαίνω και πώς θα ζητήσω αυτό που θέλω. Δεν είναι βέβαια και τόσο απλό να περάσεις αυτό που έχεις στο κεφάλι σου στον άλλο και να του το εξηγήσεις από τη σύλληψή του – όχι μόνο το αποτέλεσμα-, γιατί πρέπει κι εκείνος να κάνει το συγκεκριμένο ταξίδι για να το κατακτήσει. Ως ηθοποιός, έχω μεγαλύτερη ανασφάλεια, αφενός γιατί το έχω κάνει πολύ και συνεπώς δεν υπάρχει η άγνοια κινδύνου και αφετέρου διότι είναι σύμφυτο με τη δουλειά του ανθρώπου που εκτίθεται επί σκηνής να έχει τη δημιουργική ανασφάλεια για την κάθε παράσταση και την κάθε βραδιά ξεχωριστά.

– Μοιάζετε σαν να είστε ένας «Φωτεινός Παντογνώστης», που διαβάζει, βλέπει και παρατηρεί και τελικά, μέσα απ’ αυτά, εκείνος αυτο-εξελίσσεται. Είναι έτσι ή υπάρχει κάποιος/οι που μπορεί να σας εξελίξει;
Όχι, δεν αυτο-εξελίσσομαι, κάνω το εξής: πάντα εκφράζομαι βγάζοντας απ’ το άθροισμα το πόσο καθοριστικά είναι τα πράγματα και οι άνθρωποι γύρω μου. Συλλαμβάνω κι εγώ τον εαυτό μου να μιλάω σαν να έχω τον τρόπο και τους μηχανισμούς να τα κάνω όλα εγώ, – δεν είναι έτσι όμως. Υπάρχουν επιδραστικοί άνθρωποι γύρω μου. Τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ, όσο γίνεται, να είμαι πολυσυλλεκτικός, σε σχέση με τις αναφορές μου. Με εμπνέουν πολύ  άνθρωποι, που δεν έχω γνωρίσει ποτέ, όπως Αμερικανοί συγγραφείς και κωμικοί, τους οποίους μελετάω. Επίσης, με εμπνέουν κάποιοι σπουδαίοι αθλητές, όσο περίεργο κι αν ακούγεται. Μελετάω την ψυχοσύνθεσή τους, γιατί θέλω να νιώθω αθλητής στη δουλειά μου -να έχω την πειθαρχία, την καλή «εξωγηπεδική» ζωή που φέρνει και το καλό αποτέλεσμα πάνω στη σκηνή και τη στοχο-προσήλωση.

«Με εμπνέουν πολύ  άνθρωποι, που δεν έχω γνωρίσει ποτέ, όπως Αμερικανοί συγγραφείς και κωμικοί, τους οποίους μελετάω» (Credits: Σταύρος Χαμπάκης).

– Πιστεύετε ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται σπουδαίοι;
Δεν ξέρω ακριβώς. Αυτό που ξέρω, είναι ότι κάποιοι άνθρωποι φέρουν δυνατό φως – προφανώς, δηλαδή, έχουν ήδη κάποια χαρακτηριστικά και παράλληλα, με τα χρόνια, χτίζουν και άλλα. Εμένα με ενδιαφέρει, σε κάθε φάση της ζωής μου, να συναντάω  τέτοιους ανθρώπους, γιατί εκείνοι μου ανοίγουν δρόμους. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Δημήτρης Λιγνάδης, η Ελένη Σκότη, και άλλοι, υπήρξαν για μένα δάσκαλοι που με καθόρισαν -πέρα από τον πατέρα μου, που είναι η βάση μου. Όταν συναντιέσαι με τέτοιους ανθρώπους, καλό είναι να κάνεις κτήμα σου όσα έχουν να σου δώσουν και να χτίσεις πάνω σ’ αυτά.  Είναι πυρηνικοί άνθρωποι με την έννοια ότι λένε πράγματα τα οποία αγκαλιάζουν πολλές πτυχές όσων έχεις ονειρευτεί να κάνεις. Σου δίνουν ένα σπέρμα που μπορεί να γονιμοποιήσει πολλές περιοχές. Πολύ σημαντικός για μένα ασφαλώς υπήρξε και ο Βαγγέλης Ρωμνιός, που έφυγε από τη ζωή νωρίς. Ήταν ο κολλητός μου φίλος δέκα χρόνια, φτιάξαμε μαζί τον «Χαρτοπόλεμο» και ήταν η αφορμή για να βρει η ομάδα μας φυσιογνωμία και στόχο.

– Σας άλλαξε κάτι ο χαμός του;
Έχασα τη μισή μου οικογένεια στην Ελλάδα -η άλλη μισή είναι η γυναίκα μου Βάλια. Ο Βαγγέλης ήταν σαν αδελφός μου. Επίσης έχασα έναν άνθρωπο με τον οποίο συνεργαζόμασταν πάρα πολύ όμορφα και φτιάχναμε μαζί θέατρο. Μου έχει στοιχίσει πολύ και μου στοιχίζει ακόμα…

– Ποια είναι η σχέση σας με το χιούμορ; Σας ρωτάω γιατί παρακολουθώντας τα «170 τετραγωνικά», βρήκα πολύ καλές στιγμές χιούμορ, πέρα από την ευαισθησία που έχει η παράσταση.
Το χιούμορ είναι το βασικότερό μου καύσιμο και θέλω τα έργα που φτιάχνουμε και αυτά που πρόκειται να δημιουργήσω, να έχουν κωμική καρδιά και δραματικά άκρα. Γιατί νομίζω ότι αυτός είναι ένας τρόπος που μπορεί ο κόσμος να επικοινωνήσει πιο εύκολα – έτσι πέφτουν οι άμυνες. Το όραμά μου, και σε σχέση με τη γραφή και σε σχέση με τη σκηνική παρουσίαση ενός έργου, επειδή αγαπάω πολύ τον ρεαλισμό αλλά είμαι και θεατρίνος, είναι μέσα στον ρεαλισμό να χωρέσω τις θεατρικές καταβολές μου. Θέλω να έχω τον συνδυασμό του ακραίου κωμικού και του σκληρά δραματικού, με έναν τρόπο που να μπορεί ο άλλος να ταυτιστεί.

– Έχει όριο το χιούμορ;
Ναι, έχει, το όριο τού να μην τραυματίσεις κάποιον μ’ αυτό. Μέχρι να ενοχλήσεις, δεν είναι κακό. Να μην έχει όμως την πρόθεση να στραφεί κάπου για να κάνει κακό. Αν και το χιούμορ ανθίζει συνήθως όταν δεν το οριοθετείς, μόνο όμως αν έχει καθαρή πρόθεση. Αλλιώς, είναι και μια επικίνδυνη δικαιολογία ότι μπορώ να πω ό,τι να ‘ναι, γιατί τώρα κάνω χιούμορ.

– Πότε αισθάνεσθε πιο πολύ πρωταγωνιστής -όταν πρωταγωνιστείτε σε ένα έργο, όταν το έχετε σκηνοθετήσει ή όταν το έχετε γράψει;
Είμαι ηθοποιός πάνω απ’ όλα! Αυτή είναι η πιο σημαντική ιδιότητα για μένα, είναι η βάση μου. Αποφεύγω και τις λέξεις συγγραφέας ή σκηνοθέτης. Είμαι ηθοποιός που γράφει κείμενο ή μουσική, ηθοποιός που τραγουδάει ή ηθοποιός που κατευθύνει άλλους ηθοποιούς.

«Βλέπουμε μπροστά μας πράγματα τα οποία μας εξοικειώνουν με την αγριότητα και τη βία που έχουμε μέσα μας».

– Νιώθω συχνά ότι το θέατρο επιτελεί μια λειτουργία, σαν να εξηγεί, χωρίς να εξωραΐζει, σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου… Ισχύει αυτό;
Ναι, έτσι είναι. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ταπεινά ένστικτα και μάλιστα πολύ ισχυρά. Κάποιοι χαρακτήρες λοιπόν φέρουν αυτά τα ένστικτα επί σκηνής και μάλιστα τα φέρουν ξεκάθαρα και σε υπερτροφία, κι αυτό μας καθησυχάζει. Βλέπουμε μπροστά μας πράγματα τα οποία είναι ούτως ή άλλως αρμονικές νότες της ψυχοσύνθεσής μας και ενώ δεν τα εκδηλώνουμε, μας εξοικειώνουν με την αγριότητα και τη βία που έχουμε μέσα μας. Κάτι δικό μας βλέπουμε πάνω τους, που δεν το επικροτούμε αλλά το αποδεχόμαστε. Ο Ιάγος και ο κάθε σύγχρονος Ιάγος είναι ένα κομμάτι μας. Αυτό εξηγεί και γιατί πολλές φορές στον κινηματογράφο, οι κακοί έχουν μια γοητεία και μπαίνουμε στη διαδικασία να κατανοήσουμε τα κίνητρά τους. Δεν τα καθαγιάζουμε, αλλά θέλουμε να τα καταλάβουμε, γιατί κάτι βλέπουμε.

– Η σχέση σας με την Κύπρο ποια είναι σήμερα, που ζείτε μόνιμα στην Αθήνα;
Αγαπάω πάρα πολύ το νησί και ανήκω στον πληθυσμό της Κύπρου, ακόμη κι από μακριά. Η σύνδεσή μου είναι μεγάλη. Απλά δεν πηγαίνω συχνά, γιατί φοβάμαι τα αεροπλάνα. Τώρα που θα βάλουν πλοίο, μπορεί να πηγαίνω συχνότερα. Η παράσταση που έκανα το φθινόπωρο εκεί ήταν η αφορμή για να ξαναζήσω ένα διάστημα στην Κύπρο και να ξαναθυμηθώ την ομορφιά και την ηρεμία που παρέχει αυτός ο τόπος. Από την άλλη, η Αθήνα για μένα είναι μια πολύ εθιστική συνθήκη ζωής. Λατρεύω τη Νέα Σμύρνη, όπου ζω τα τελευταία δυο χρόνια. Δεν φεύγω από εκεί ούτε για διακοπές! Θα μπορούσα να περνάω όλη μου τη ζωή στην πλατεία της. Επίσης αγαπάω την Πελοπόννησο, γιατί όλα μου τα καλοκαίρια, λόγω του μπαμπά, πηγαίναμε στην Επίδαυρο, έκανα το στρατιωτικό μου στην Κόρινθο και στο Λουτράκι και η γυναίκα μου είναι από την Αρχαία Ολυμπία και παραθερίζουμε εκεί σε κάθε ευκαιρία.

 

Διαβάστε ακόμα: Αθηνά Μαξίμου – «Δεν έχω ανεκπλήρωτες επιθυμίες».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top