«Μέσα στη σκιά που μεγάλωνε, ο Πρίγκιπας δοκίμασε να υπολογίσει πόσο χρόνο είχε ζήσει πραγματικά… ‘’Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ’’. Και οι στενοχώριες, η ανία, πόσο διήρκεσαν; Ήταν περιττό να προσπαθήσει να το υπολογίσει: το υπόλοιπο, εβδομήντα χρόνια». (Στη φωτογραφία ο Μπαρτ Λάνκαστερ στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Γατόπαρδος», 1963).

[…] Από το διπλανό δωμάτιο που έβγαινε στο ίδιο μπαλκόνι άκουγε τη φωνή της Κοντσέτα: «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Έπρεπε να τον φωνάξουμε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να ησυχάσω αν δεν τον φωνάζαμε». Αμέσως κατάλαβε: επρόκειτο για τον παπά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να αρνηθεί, να πει ψέματα, να αρχίσει να φωνάζει πως ήταν μια χαρά, πως δεν είχε ανάγκη από τίποτα. Αντιλήφθηκε γρήγορα πόσο γελοίες ήταν οι προθέσεις του. Ήταν ο Πρίγκιπας ντι Σαλίνα κι έπρεπε να πεθάνει όπως άρμοζε σ’ έναν Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, με παπά και όλα τα συναφή. Η Κοντσέτα είχε δίκιο. Και γιατί εξάλλου θα ’πρεπε να αποφύγει ό,τι ποθούσαν χιλιάδες άλλοι ετοιμοθάνατοι; Έτσι σώπασε περιμένοντας να ακούσει το καμπανάκι της στερνής μετάληψης. Αχ! Εκείνος ο χορός στο μέγαρο Ποντελεόνε! Η Αντζέλικα μύριζε σαν λουλούδι, καθώς την κρατούσε. Το άκουσε πολύ γρήγορα: η ενορία της Πιετά ήταν σχεδόν απέναντι από το ξενοδοχείο. Ο μεταλλικός, γιορτινός ήχος σκαρφάλωνε τις σκάλες, ξεχυνόταν στο διάδρομο· έγινε οξύς, όταν άνοιξε η πόρτα. Πρώτος μπήκε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ένας μικροκαμωμένος Ελβετός, φανερά ενοχλημένος που είχε τύχει ένας ετοιμοθάνατος στη βάρδια του, και μετά ο πάτερ Μπαλσάνο, ο εφημέριος, που κρατούσε το αρτοφόριο με τη Θεία Ευχαριστία, μέσα σε μια δερμάτινη θήκη. Ο Τανκρέντι και ο Φαμπριτσιέτο σήκωσαν την πολυθρόνα, την ξαναπήγαν μέσα στο δωμάτιο. Οι άλλοι είχαν γονατίσει.


«Αχ! Εκείνος ο χορός στο μέγαρο Ποντελεόνε! Η Αντζέλικα μύριζε σαν λουλούδι, καθώς την κρατούσε».


Περισσότερο με το χέρι του παρά με τη φωνή του είπε: «Έξω! έξω!» Ήθελε να εξομολογηθεί. Ορισμένα πράγματα ή τα κάνεις ή δεν τα κάνεις. Βγήκαν όλοι, αλλά, όταν έπρεπε να μιλήσει, αντιλήφθηκε πως δεν είχε και πολλά να πει. Θυμόταν ορισμένα συγκεκριμένα αμαρτήματα, όμως του φαίνονταν τόσο ευτελή που στην πραγματικότητα δεν άξιζε τον κόπο να ταλαιπωρήσει έναν αξιοσέβαστο ιερέα μια τόσο πνιγηρή μέρα. Όχι πως ένιωθε αναμάρτητος· μα ολόκληρη η ζωή ήταν ένοχη, όχι η μια ή η άλλη μεμονωμένη πράξη· ένα είναι το μόνο αληθινό αμάρτημα, το προπατορικό· αυτό δεν είχε πια χρόνο να το πει. Τα μάτια του είχαν μάλλον εκφράσει μια ταραχή που ο ιερέας εξέλαβε ως μετάνοια, όπως πράγματι ήταν κατά κάποιο τρόπο· του έδωσε άφεση. Το πιγούνι του ακουμπούσε μάλλον πάνω στο στήθος, γιατί ο ιερέας αναγκάστηκε να γονατίσει για να του βάλει την όστια στα χείλη. Έπειτα ακούστηκαν οι παμπάλαιες συλλαβές που προλειαίνουν το έδαφος και ο ιερέας αποσύρθηκε.

Δεν ξαναπήγαν την πολυθρόνα στο μπαλκόνι. Ο Φαμπριτσιέτο και ο Τανκρέντι κάθισαν δίπλα του και του κρατούσαν το χέρι. Το παιδί τον κοίταζε επίμονα στα μάτια, με τη φυσική περιέργεια που έχει κάποιος που παρευρίσκεται για πρώτη φορά σε χαροπάλεμα και τίποτε περισσότερο. Αυτός που πέθαινε δεν ήταν ένας άνθρωπος, ήταν ένας παππούς, πράγμα που διαφέρει αρκετά. Ο Τανκρέντι του έσφιγγε δυνατά το χέρι και μιλούσε, μιλούσε πολύ, μιλούσε με ευθυμία. Του εξέθετε σχέδια που τον αφορούσαν, σχολίαζε τα πολιτικά γεγονότα. Ήταν βουλευτής, του είχαν υποσχεθεί την πρεσβεία της Λισσαβώνας, ήξερε πολλές κρυφές και πικάντικες ιστορίες. Η ένρινη φωνή, το σπιρτόζικο λεξιλόγιο σκιαγραφούσαν έναν επιπόλαιο διάκοσμο πάνω στο ολοένα και πιο ορμητικό άδειασμα των υδάτων της ζωής. Ο Πρίγκιπας του ήταν ευγνώμων για τη φλυαρία του και του έσφιγγε το χέρι βάζοντας όση δύναμη μπορούσε αλλά χωρίς αισθητό αποτέλεσμα. Ήταν ευγνώμων, αλλά δεν τον άκουγε.

«Στο δρόμο κάτω, ανάμεσα στο ξενοδοχείο και τη θάλασσα, σταμάτησε μια λατέρνα κι έπαιζε με την άπληστη ελπίδα να συγκινήσει τους ανύπαρκτους τουρίστες εκείνης της εποχής». (Στη φωτογραφία άποψη του ξενοδοχείου Trinacria στο Παλέρμο –το 1895–, όπου ο συγγραφέας τοποθετεί τον θάνατο του Ντον Φαμπρίτσιο, τέλη Ιουλίου του 1883).

Έκανε τον τελικό απολογισμό της ζωής του, ήθελε να περισυλλέξει τα ψήγματα χρυσού των ευτυχισμένων στιγμών του από τον τεράστιο σταχτή σωρό του παθητικού· είναι τα ακόλουθα: δυο βδομάδες πριν το γάμο του, έξι εβδομάδες μετά· εκείνο το μισάωρο, όταν γεννήθηκε ο Πάολο, κι ένιωσε περήφανος, επειδή προέκτεινε κατά ένα κλαδάκι το δέντρο του οίκου Σαλίνα. (Η περηφάνια ήταν καταχρηστική, τώρα το ήξερε, αλλά τότε είχε αληθινά καμαρώσει.) Μερικές συζητήσεις με τον Τζοβάνι προτού αυτός εξαφανιστεί, στην πραγματικότητα μονόλογοι, που κατά τη διάρκειά τους είχε νομίσει πως ανακάλυπτε στο πρόσωπο του αγοριού μια αδελφή ψυχή· πολλές ώρες στο αστεροσκοπείο του, απορροφημένος με τους αφηρημένους τύπους των υπολογισμών και με το κυνήγι του άπιαστου. Μπορούσαν όμως όλες αυτές οι ώρες να εγγραφούν στ’ αλήθεια στο ενεργητικό μιας ζωής; Ή μήπως ήταν μια προκαταβολική δωρεά της μεταθανάτιας ευδαιμονίας; Τι σημασία είχε; Τις είχε ζήσει.

Στο δρόμο κάτω, ανάμεσα στο ξενοδοχείο και τη θάλασσα, σταμάτησε μια λατέρνα κι έπαιζε με την άπληστη ελπίδα να συγκινήσει τους ανύπαρκτους τουρίστες εκείνης της εποχής. Ακουγόταν το Εσύ που στο Θεό παρέδωσες το πνεύμα σου. Ό,τι είχε απομείνει από τον Ντον Φαμπρίτσιο σκέφτηκε με πόση πίκρα πότιζαν τόσους ετοιμοθάνατους εκείνη τη στιγμή στην Ιταλία αυτές οι μηχανικές μουσικές. Ο Τανκρέντι, οξυδερκής όπως πάντα, έτρεξε στο μπαλκόνι, πέταξε ένα νόμισμα, του έκανε νεύμα να σταματήσει. Η σιγή επικράτησε πάλι έξω, η βουή μέσα μεγάλωσε.


Ακούστε το «Εσύ που στο Θεό παρέδωσες το πνεύμα σου» («Tu che a Dio spiegasti l’ ali») από τον Beniamino Gigli.


Ο Τανκρέντι. Ναι, βέβαια, πολλά από το ενεργητικό της ζωής του προέρχονταν από τον ανιψιό του: η δική του, προσωπική αντίληψη των πραγμάτων, τόσο ειρωνική και τόσο πολύτιμη, η αισθητική απόλαυση να τον βλέπει να τα βγάζει πέρα με τις δυσκολίες της ζωής, η σαρκαστική στοργή, όπως είναι κάθε αληθινή στοργή· έπειτα τα σκυλιά· η Φούφι, η μεγάλη mops της παιδικής του ηλικίας, ο Τομ, το ορμητικό κανίς, έμπιστο και φιλικό, τα πειθήνια μάτια του Σβέλτο, η απολαυστική απερισκεψία του Μπεντικό, τα απαλά ποδαράκια του Ποπ, του πόιντερ που αυτή τη στιγμή θα τον έψαχνε ανάμεσα στους θάμνους και κάτω από τις πολυθρόνες της έπαυλης και δεν θα τον έβρισκε ποτέ πια· ορισμένα άλογα, αν και τα ένιωθε πιο απόμακρα και ξένα. Έπειτα οι πρώτες ώρες, κάθε φορά που επέστρεφε στην Ντοναφουγκάτα, η παράδοση και η αιωνιότητα εκφρασμένες με την πέτρα και το νερό, ο ακινητοποιημένος χρόνος· οι εύθυμες τουφεκιές σε κάποια κυνήγια, το στοργικό μακέλεμα των κουνελιών και των πουλιών, μερικά απολαυστικά χωρατά με τον Τουμέο, κάποιες στιγμές μεταμέλειας στο μοναστήρι, ανάμεσα στη μυρωδιά της μούχλας και της μαρμελάδας.

Υπήρχε κάτι ακόμη; Ναι, κάτι υπήρχε· ήταν όμως κόκκοι χρυσού ανάκατοι με χώμα: οι στιγμές ικανοποίησης κάθε φορά που έδινε κοφτές απαντήσεις στους ανόητους, η χαρά που είχε νιώσει όταν αντιλήφθηκε πως η ομορφιά και ο χαρακτήρας της Κοντσέτα φανέρωναν μια αληθινή Σαλίνα· μερικές στιγμές ερωτικού πάθους. Η έκπληξη μπροστά στο γράμμα του Αραγκό, ο οποίος τον επαινούσε για την ακρίβεια των δύσκολων υπολογισμών του για τον κομήτη Χάξλεϋ. Και γιατί όχι; Ο δημόσιος εγκωμιασμός όταν του είχαν απονείμει το μετάλλιο στη Σορβόννη, η λεπτή αίσθηση από ορισμένες μεταξωτές γραβάτες, η μυρωδιά των βρεγμένων δερμάτων, η γελαστή, φιλήδονη όψη ορισμένων γυναικών που είχε συναντήσει, όπως εκείνη που είχε δει χτες ακόμη να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος, στο σταθμό της Κατάνης, με το ταξιδιωτικό καφέ ταγέρ και τα σαμουά γάντια, που σαν να αναζητούσε έξω από το βρόμικο βαγόνι το ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Τι ξεφωνητά μέσα στο πλήθος! «Σάντουιτς!» «Κοριέρε ντελ’ Ίζολα!» Κι έπειτα το αργόσυρτο αγκομαχητό του κατάκοπου, λαχανιασμένου τρένου… ο φοβερός ήλιος όταν έφτασαν, τα ψεύτικα χαμόγελα, το ξεχείλισμα του καταρράκτη…

Αριστερά: «Ο τίτλος του μυθιστορήματος σχετίζεται άμεσα με την ιστορία των ευγενών Λαμπεντούζα. Ο θυρεός του οίκου του συγγραφέα είναι μια λεοπάρδαλη ανορθωμένη στα πίσω πόδια της (leopardo rampante), που στη διάλεκτο των χωρικών προφερόταν ‘’u attupardu’’: καθοριστική λέξη για την επιλογή του ‘’Γατόπαρδου’’». (Από την Εισαγωγή του βιβλίου). Δεξιά: Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Γατόπαρδου», εκδόσεις Feltrinelli, 1958. (Πηγή φωτογραφιών: butera28.it)

Μέσα στη σκιά που μεγάλωνε, δοκίμασε να υπολογίσει πόσο χρόνο είχε ζήσει πραγματικά. Το μυαλό του μπερδευόταν ακόμη και με αυτούς τους απλούς υπολογισμούς: τρεις μήνες, είκοσι μέρες, σύνολο έξι μήνες, έξι επί οχτώ οδγόντα τέσσερα… σαράντα οχτώ χιλιάδες… √840.000… Συνήλθε. «Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ». Και οι στενοχώριες, η ανία, πόσο διήρκεσαν; Ήταν περιττό να προσπαθήσει να το υπολογίσει: το υπόλοιπο, εβδομήντα χρόνια.

Ένιωσε τα χέρια του να αφήνουν τους αγαπημένους του. Ο Τανκρέντι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε… Δεν ήταν πια ένας ποταμός αυτό που ανάβρυζε από μέσα του, αλλά ένας ωκεανός, θυελλώδης, γεμάτος αφρούς και μανιασμένα κύματα…

Μάλλον είχε πάθει μιαν ακόμη ανακοπή, γιατί ξαφνικά αντιλήφθηκε πως τον είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι· κάποιος του κρατούσε τον καρπό. Το αμείλικτο αντιφέγγισμα της θάλασσας έμπαινε από το παράθυρο και τον τύφλωνε· μέσα στο δωμάτιο ακουγόταν ένα σφύριγμα: ήταν το δικό του ψυχορράγημα αλλά δεν το ήξερε· μια μικρή ομάδα ξένων ανθρώπων έστεκαν γύρω του με προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του και με φοβισμένη έκφραση. Άρχισε σιγά-σιγά να τους αναγνωρίζει: ο Τανκρέντι, η Κοντσέτα, η Αντζέλικα, ο Φραντσέσκο Πάολο, η Καρολίνα, ο Φαμπριτσιέτο. Αυτός που του κρατούσε τον καρπό ήταν ο γιατρός Καταλιότι. Δοκίμασε να του χαμογελάσει για να τον καλωσορίσει, αλλά κανείς δεν το κατάλαβε. Όλοι, εκτός από την Κοντσέτα, έκλαιγαν. Ακόμη και ο Τανκρέντι, ο οποίος έλεγε: «Θείε μου, αγαπημένε μου θείε!»

Αριστερά: Ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα («είναι ο τελευταίος πρίγκιπας ντι Λαμπεντούζα, όπως και ο Ντον Φαμπρίτσιο του βιβλίου είναι ο τελευταίος πρίγκιπας ντι Σαλίνα») απεβίωσε ένα χρόνο πριν από την έκδοση του «Γατόπαρδου». (Πηγή φωτογραφίας: butera28.it). Δεξιά: Το εξώφυλλο της ΣΤ’ έκδοσης του βιβλίου στα ελληνικά (εκδ. Bell, Δεκέμβριος 2016).

Ξαφνικά, μέσα από την ομάδα, ξεπρόβαλε μια νεαρή κυρία: αδύνατη, με καφέ ταξιδιωτικό ταγέρ με φαρδιά tournure, ένα ψάθινο καπελάκι με βέλο, διάστικτο με χάντρες, που δεν κατάφερνε να κρύψει τη σαγήνη του όμορφου προσώπου. Έβαζε το γαντοφορεμένο χεράκι της ανάμεσα στους αγκώνες των ανθρώπων που έκλαιγαν, ζητούσε συγνώμη, πλησίαζε. Ήταν αυτή, η ύπαρξη που είχε πάντα ποθήσει και που ερχόταν τώρα να τον πάρει· περίεργο που έτσι νέα καθώς ήταν ενέδωσε σ’ αυτόν· η ώρα της αναχώρησης του τρένου μάλλον πλησίαζε. Όταν έφτασε εμπρός του, σήκωσε το βέλο, κι έτσι όπως ήταν συνεσταλμένη αλλά έτοιμη να του δοθεί, του φάνηκε πιο όμορφη από όλες τις άλλες φορές που την είχε διακρίνει στο αστρικό στερέωμα.

Ο αχός της θάλασσας σίγησε μονομιάς.

 

//Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα «Ο Γατόπαρδος» (κεφάλαιο «Ο θάνατος του Πρίγκιπα»), μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου (Βραβείο Μετάφρασης 2005, του Υπουργείου Εξωτερικών της Ιταλίας), εκδόσεις Bell, 1999. Το 2016 κυκλοφόρησε η ΣΤ’ –αναθεωρημένη και συμπληρωμένη από τα χειρόγραφα του συγγραφέα– έκδοση του βιβλίου, πάντα από τις εκδόσεις Bell.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Μαυρουδής – «Ο Μπεντικό κυκλοφορεί συνεχώς στις σελίδες του Γατόπαρδου…»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top