Η Τζο διέσχισε την πορτοκαλί και κόκκινη σκακιέρα του δαπέδου, ισορροπώντας στα τακούνια της σαν να αιωρούνταν, όπως οι αστικές οπτασίες, ή όπως η χυδαιότητα των μικρών ωρών...

Η Τζο διέσχισε την πορτοκαλί και κόκκινη σκακιέρα του δαπέδου, ισορροπώντας στα τακούνια της σαν να αιωρούνταν, όπως οι αστικές οπτασίες, ή όπως η χυδαιότητα των μικρών ωρών…

Χωρίς να κοιτάξει τη Σίντυ, της λέει: «Ρούφα τον».
Το κόλπο τώρα είναι να διατηρήσεις τον έλεγχο.

Evan Hunter / Ed McBain, Γλυκιά, Ερωτική Πόλη

Την τελευταία Παρασκευή πριν από τα Χριστούγεννα, πήγα στο Ρεντ Λάιον, για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια βδομάδα. Έκλεισα την πόρτα, και κοίταξα ευχαριστημένος το δέντρο με τις κόκκινες μπάλες και τα άδεια πακέτα των Παλ Μαλ.
«Τι έγινε, Αρσένιε; Δυο φορές την ίδια βδομάδα!», είπε ο Παντελής Αμπανούδης, και βγήκε από το μπαρ για να με αγκαλιάσει.
«Γέρασα και νοικοκυρεύτηκα, διάολε…», είπα εγώ, και πήρα τη θέση μου, προτελευταίο σκαμπό, πλάι στην κολόνα. «Κάποτε με ρωτούσες γιατί έλειψα μια μέρα, Παντελή. Και τώρα…»
«Καλά έκανες και μαζεύτηκες. Τώρα έχεις το γραφείο, την Έλσα. Αλήθεια, τι κάνει το Ελσάκι; »
«Στέλνει φιλιά, αλλά άρπαξε ένα κρύωμα, και την άφησα σπίτι να αναρρώσει».
Ο Παντελής έσπασε τον πάγο στην κόχη του πάγκου, προκειμένου να μου βάλει ένα ποτό. Ήταν λίγο πριν από τις εννιά, και το μαγαζί δεν είχε πιάσει ακόμα κόσμο.
Έπαιζε Νίνα Σιμόν, και ένα ζευγάρι χαμουρευόταν στο τραπέζι πίσω από μένα. Τους αγνόησα διακριτικά, και άναψα τσιγάρο, κοιτώντας τα ασπρισμένα γένια μου στον καθρέφτη.
Ο Παντελής κάθισε, σταύρωσε τα χέρια στην κοιλιά, ένας Βούδας της νύχτας, ή ένας αφηγητής πάνω στην πέτρα, όπως το πατριωτάκι του, ο Όμηρος. Έβαλε λίγο τσίπουρο, και τσουγκρίσαμε, φανερά ικανοποιημένοι που μπορούσαμε ακόμα να τσουγκρίζουμε.
Προτού ακουμπήσω το ποτήρι μου στον πάγκο, ο Παντελής είπε: «Βρε, βρε!», και άκουσα την πόρτα να κλείνει. Γύρισα το κεφάλι, και αντίκρισα μια φάτσα από τα πολύ παλιά χρόνια, μια μιγάδα χορεύτρια, λιγότερο μαύρη από τη Μπέσι Σμιθ, περισσότερο μαύρη από τη Νίνα Σιμόν.
Σκέφτηκα: Βρε, βρε. Και αναστέναξα μελοδραματικά.
Η Τζο διέσχισε την πορτοκαλί και κόκκινη σκακιέρα του δαπέδου, ισορροπώντας στα τακούνια της σαν να αιωρούνταν, όπως οι αστικές οπτασίες, ή όπως η χυδαιότητα των μικρών ωρών.
Χαιρέτισε τον Παντελή, εκείνος της είπε κάτι για χρόνια και ζαμάνια και άλλα πράγματα, και η Τζο με πλησίασε, σαν να με έπιανε στα πράσα, έτσι όπως κάνουν οι παλιές αμαρτίες όταν μας βρίσκουν απροετοίμαστους.
«Τι χαμπάρια;» μου είπε, με εκείνα τα σπασμένα ελληνικά που, στα χείλη της, ακούγονταν πάντα με φόντο κακόγουστες μουσικές, με συνθεσάιζερ, και ηλεκτρονικά εφέ.
«Πώς από ‘δώ;» είπα εγώ, και την άφησα να γείρει πάνω μου.
«Ένα ποτό πριν από τη δουλειά».
«Ωραία. Κερνάω εγώ», είπα κατά λάθος, και ο Παντελής μου έκλεισε το μάτι βάζοντας ένα τζιν, χωρίς πάγο, σε ποτήρι σωλήνα.
Τσουγκρίσαμε όλοι μαζί, και η Τζο κάθισε πλάι μου, γέρνοντας την πλάτη στην κολόνα. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που την είχα δει, αλλά ήταν το ίδιο όμορφη, το ίδιο χυδαία, το ίδιο αθώα, το ίδιο γυναίκα.
«Χορεύεις ακόμα;» ρώτησα, γιατί η σιωπή είχε αρχίσει να γίνεται αμήχανη, που σημαίνει υποκριτική.
«Ναι. Εσύ δεν έρχεσαι πια, όμως».

Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που την είχα δει, αλλά ήταν το ίδιο όμορφη, το ίδιο χυδαία, το ίδιο αθώα, το ίδιο γυναίκα.

Χαμογέλασα, και κοίταξα προς την αθέατη οδό Μιχαλακοπούλου, τον δρόμο με τα κωλόμπαρα, και τα στριπτιζάδικα, σε ένα από τα οποία είχα γνωρίσει την Τζο, πριν από μια δεκαετία, όταν τρύπωνα με μια στρατιωτική τσάντα, και ταμπουρωνόμουν στη γωνία, κρατώντας, ο αθεόφοβος, σημειώσεις, την ώρα που εκείνη γδυνόταν στα νέον, με μια μεταλλική μπάρα για εραστή.
Με είχε πλησιάσει από περιέργεια, όπως μου είπε μετά, γιατί έδιωχνα τα κορίτσια, και έμενα στο ποτό και στις σημειώσεις μου, και είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό της να με δελεάσει για ένα χορό στους καναπέδες, και για να την κεράσω εκείνα τα ζουμιά που κόστιζαν όσο η σαμπάνια.
Δεν τα είχε καταφέρει, όχι γιατί είχα ηθικές αναστολές, αλλά γιατί ήμουν άφραγκος και, επιπλέον, στα ξεκινήματα της υπαρξιακής μου καριέρας, οπότε ήθελα να μείνω συγκεντρωμένος στη δουλειά μου, δηλαδή να γίνω ένας ντετέκτιβ χωρίς σύνορα, και χωρίς όρια.
Έκτοτε, και για μερικούς μήνες, είχαμε καθιερώσει ένα άτυπο ραντεβού, όταν εκείνη τέλειωνε το σόου, και καθόταν πλάι μου, χωρίς να πάρει λεφτά, λέγοντάς μου ιστορίες από την πατρίδα της, και σαρκάζοντας με μια σκληρότητα άλλου κόσμου την περιπέτειά της στο ακίνδυνο βίτσιο του στριπτίζ.
Δέκα χρόνια μετά, πλάι μου στο Ρεντ, το ίδιο χυδαία, το ίδιο ανέγγιχτη από τα μάτια των ματάκηδων, η Τζο εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Παντελή, που είχε πάει για λίγο στην κουζίνα, και με αιφνιδίασε φιλώντας με απαλά στο στόμα.
«Γιατί είχα στοιχηματίσει με τον εαυτό μου να το κάνω κάποτε».
Χρωστούσα πολλά στα στοιχήματα που έβαζε η Τζο με τον εαυτό της, και είπα να κερδίσω ένα δικό μου στοίχημα, και να μάθω, επιτέλους, το αληθινό της όνομα. Την ρώτησα, αλλά εκείνη αρκέστηκε να γελάσει αδιάφορα. Τέλειωσε το ποτό της, σηκώθηκε, και μου χάιδεψε το μάγουλο.
Είπε: «Αν σου πω τ’ όνομά μου, μωρό μου, θα έχω ήδη χάσει τον έλεγχο. Κι αυτό δεν γίνεται».
Έκανα να απαντήσω, αλλά ήξερα ότι γυναίκες όπως η Τζο δεν έχουν απλώς τον τελευταίο λόγο. Είναι ήδη ο τελευταίος λόγος, είναι η τελευταία λέξη των θεών στην ανθρωπότητα, η λέξη που μας κάνει διαρκώς να χάνουμε τον έλεγχο, και να γινόμαστε ελεύθεροι.
Την κοίταξα να φεύγει, με εκείνη την αύρα της αθωότητας στο λίκνισμα των γοφών, και γύρισα στο ποτό μου, αποφασίζοντας ότι, μέχρι νεωτέρας, θα έπρεπε να αρκεστώ να την λέω Πανδώρα, κομιστή μιας αρρώστιας, και μοναδική θεραπεία της.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top