«Δεν υπάρχουν ειδικοί για τον θάνατο. Υπάρχουν ειδικοί μέχρι τον θάνατο» (φωτογραφία: η Pietà του Michelangelo).

Tι είναι η ζωή, τι είναι ο θάνατος και τι το ενδιάμεσό του; Η αλήθεια είναι ότι αν είχαμε τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν θα ήμασταν άνθρωποι. Δηλαδή όντα που ταλανίζονται από υπαρξιακές διερωτήσεις. Ο θάνατος είναι ο μόνος σίγουρος. Σκέπει από πάνω μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε, ακόμη κι όταν τον απωθούμε από τη σκέψη μας.

Με αφορμή το βιβλίο του δημοσιογράφου Γ.Π. Μαλούχου «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, συνομιλούμε μαζί του για το μέγα αίνιγμα της ζωής, το αντίθετό της, τον θάνατο. Κυρίως, το κάναμε χωρίς τον φόβο (του) και το άλογο πάθος που προκαλεί.

«Καμιά “παρηγοριά” καμιάς δήθεν επόμενης συνάντησης σε οιαδήποτε υποτιθέμενη “επόμενη” ζωή, δεν υπάρχει όταν χάνονται νέα παιδιά όπως στα Τέμπη».

– Το βιβλίο σας μιλάει για τον θάνατο, αλλά δεν είναι θανατόπληκτο. Αντίθετα, θα έλεγα είναι αρκετά ευθύ. Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα;

Πάντως όχι από κάποιον θάνατο, πρόσφατο ή παλιότερο. Γεννήθηκε από την ανάγκη να συμβάλλω στο σπάσιμο αυτού του τελευταίου στεγανού, που πραγματικά είναι και το μοναδικό που παραμένει “απόρθητο” σε μία εποχή που όλα σχεδόν έχουνε πέσει πια και που τίποτα δεν μένει εκτός συζήτησης – και ευτυχώς φυσικά. Τίποτα, εκτός από το πλέον κεφαλαιώδες: τον θάνατο.

Υπάρχει σωστή και λάθος ώρα για έναν θάνατο;

Υπάρχουν σωστές και λάθος συνθήκες που διαμορφώνουν σωστή ή λάθος ώρα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι αναφερόμαστε σε κάποιο θάνατο που μπορεί ο χρόνος του να είναι ελεγχόμενος από τον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί, όπως γνωρίζουμε, πολλές φορές αυτό είναι αδύνατον. Και δυστυχώς, με τον πιο τραγικό τρόπο, όπως έδειξε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο η φοβερή καταστροφή των Τεμπών, που συνέβη όταν αυτό το βιβλίο έβγαινε από το τυπογραφείο. Τότε έχουμε όχι απλώς την πιο λάθος, αλλά την πιο αδιανόητη στιγμή: όταν χάνονται νέοι άνθρωποι. Τότε που δεν το χωράει ο νους και που τίποτα δεν μπορεί να εξωραΐσει αυτές τις απώλειες. Και για να το πω ωμά: καμιά “παρηγοριά” καμιάς δήθεν επόμενης συνάντησης σε οιαδήποτε υποτιθέμενη “επόμενη” ζωή, βάση του πλάνου οποιουδήποτε επίσης υποτιθέμενου “πλάνου” κάποιου θεού.

– Πέραν αυτού του τραγικού γεγονότος, όμως; 

Κατά τα άλλα όμως, ναι. Υπάρχει στιγμή και σωστή και λάθος. Ας το δούμε εντελώς σχηματικά ως εξής: ας φανταστούμε έναν μετρητή της ζωής, όπως βλέπουμε τον δείκτη της βενζίνης σε ένα αυτοκίνητο, μόνον που “μετρά”, κατ’ υπόθεση, κάτι εντελώς διαφορετικό: στα αριστερά κάτω, ο θάνατος. Στα δεξιά κάτω η ζωή. Οταν ο δείκτης, που μετρά, ας πούμε, χάριν υποθέσεως εργασίας, ότι είναι σε θέση να μετρά όλες τις παραμέτρους μίας πλήρους, υγιούς και ευτυχισμένης ζωής, είναι τέρμα κάτω δεξιά, η ζωή είναι στα καλύτερά της. Οταν αρχίσει και ανεβαίνει, κάποια πράγματα θέλουν βελτίωση. Οταν κάποτε φτάσει στη μέση, θέλουν πολλά. Κι όταν φτάσει πια κοντά στην κόκκινη ζώνη, τότε ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος και ώριμος να σκεφτεί αν αυτό που του συμβαίνει μπορεί να το αποκαλεί πραγματικά ζωή, ή όχι. Και εκεί, πρέπει να είναι ώριμος, έτοιμος και ελεύθερος να έχει λόγο.

Μπορεί κάποιος να δηλώσει ειδικός επί του θανάτου από τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στο επέκεινα;

Δεν υπάρχουν ειδικοί για τον θάνατο. Υπάρχουν ειδικοί μέχρι τον θάνατο. Αλλά όχι από τη στιγμή του και μετά. Οι αυτοαποκαλούμενοι “ειδικοί” είναι κατά μείζονα λόγο οι θρησκείες που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: λένε ότι δεν έχει μεγάλη σημασία τι σου συμβαίνει σε αυτή τη ζωή, ζήσε τη “σωστά” με αυτούς τους κανόνες, δηλαδή εκείνους που κάθε μία θέτει, και, τότε, η επόμενη είναι εγγυημένα μία ατέλειωτη ευτυχία. Ομως, υπάρχει – και εδώ διαφωνώ με την ερώτησή σας – απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν υφίσταται “επέκεινα”. Χιλιάδες χρόνια καταγεγραμμένων πολιτισμών σε όλη τη γη, δεν έχουν δώσει ούτε ένα (1) δείγμα τέτοιου “επέκεινα”. Ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της φυσικής του υπόστασης. Και όποιος του τάζει κάτι άλλο, μπορεί να του προσφέρει μία πολύτιμη, όντως, παρηγορητική ασφάλεια, αλλά, από την άλλη, τον βυθίζει στην πλάνη. Το “επέκεινα” είναι μία αμιγώς ανθρώπινη κατασκευή – ασπίδα για τον φόβο του θανάτου, τη μήτρα όλων των ανθρώπινων φόβων.

«Οι θρησκείες μονοπωλούν ουσιαστικά τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον θάνατο, ακόμα και ανθρώπων που δεν πιστεύουν σε αυτές», λέει στο Andro ο Γ.Π. Μαλούχος.

«Τα πάντα έχουν προχωρήσει. Εκτός από τις θρησκείες. Γιατί η εξ αποκαλύψεως “αλήθεια” δεν εξελίσσεται».

Οι θρησκείες θεωρούν πως γνωρίζουν τα πάντα για την επόμενη ημέρα. Εκει στηρίζουν τη δύναμή τους. Να τις πιστέψουμε;

Οι θρησκείες έχουν βάθος χιλιετιών στη διαμόρφωσή τους. Και έρχονται με βάση της εξ αποκαλύψεως αλήθεια – τουλάχιστον η χριστιανική, για να αποφύγω να μιλήσω για άλλες. Γι αυτό και η βάση τους δεν αφορά σε αυτά που γνωρίζουν, αλλά σε αυτά που τους έχουν αποκαλυφθεί: σε αυτά ζητούν πίστη. Πίστη και γνώση όμως, καλώς ή κακώς, ειδικά στον 21ο αιώνα, δεν πάνε μαζί. Ισως κάποτε, πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια να μπορούσαν να συνυπάρξουν ως ένα βαθμό. Σήμερα είναι ουσιωδώς αδύνατον. Οι θρησκείες μονοπωλούν ουσιαστικά τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον θάνατο, ακόμα και ανθρώπων που δεν πιστεύουν σε αυτές – και αυτό επειδή έχουν καταλάβει προαιώνια τον χώρο σε πλήθος επίπεδα και η δύναμή τους είναι παντού σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ομως τίποτα σε όλα αυτά δεν έχει τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει στην ελάχιστη αντιπαράθεση με την λογική και την απόδειξη. Επιπλέον, έχουν και ένα ακόμα χαρακτηριστικό: ακριβώς επειδή είναι “εξ αποκαλύψεως”, έχουν μείνει παγιωμένες στον χρόνο εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Τα πάντα έχουν προχωρήσει. Εκτός από αυτές. Γιατί η εξ αποκαλύψεως “αλήθεια” δεν εξελίσσεται. Και αυτό είναι ακόμα ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.

 – Λέτε πως ο θάνατος της σκέψης είναι μια πρόβα θανάτου. Να υποθέσουμε πως περιτριγυριζόμαστε από  «ζωντανούς νεκρούς»;

Ο άνθρωπος που η σκέψη του έχει νεκρώσει από την άγνοια ή έχει πνιγεί κάτω από τόνους πνευματικών σκουπιδιών που πέφτουν κάθε μέρα πάνω του σαν να ήταν χωματερή για τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα, ναι, είναι πνευματικά νεκρός. Και κατά συνέπεια, είναι ένα είδος ζωντανού νεκρού. Μάλλον, θα έλεγα, ακόμα περισσότερο, νεκροζώντανου. Τι, δεν είναι;

«Εχουμε συνηθίσει την καρτουνίστικη εκδοχή του θανάτου (πίνακας: Gustav Klimt, Death and Life).

Μήπως στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει τον θάνατο;

Εχουμε συνηθίσει την καρτουνίστικη εκδοχή του. Γι’ αυτό και όταν έρχεται η πραγματική χάνουμε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Αλλά και γι’ αυτό επίσης αφήνουμε τη ζωή μας να πηγαίνει χαμένη. Επειδή μέχρι να συνειδητοποίησουμε ότι η ύπαρξη είναι πεπερασμένη, κάτι που η επίγνωση του θανάτου το βοηθά αποφασιστικά, σκορπάμε καθημερινά και εντελώς απερίσκεπτα το μοναδικό αγαθό που δεν μπορεί να το αγοράσει όλο το χρήμα του κόσμου ή να το κατακτήσουν όλες μαζί οι εξουσίες: τον χρόνο.

Η Μαρία Λαϊνά γράφει:«Ο θάνατος είναι εύκολος σε πρόσωπα που δεν γνωρίζουμε». Ό,τι δεν μας αγγίζει δεν μας αφορά;

Εντάξει. Δεν μας αγγίζει όπως τους πολύ δικούς τους. Ομως, την ίδια ώρα, προσωπικά εγώ, και πιστεύω και πάρα πολλοί άλλοι, δεν γνώριζα ούτε ένα από τα παιδιά σε εκείνο το μοιραίο τραίνο στα Τέμπη. Και ακόμα σχεδόν δεν περνάει μέρα που να μην τα σκέπτομαι και να μην πονάω και να μην εξοργίζομαι. Ο άδικος θάνατος, ιδίως ο αναίτιος, ακόμα περισσότερο, λέω ξανά, σε νέους ανθρώπους που τους στερεί την εκπλήρωση της ζωής, προσωπικά με κάνει να θέλω να εκραγώ. Και με αγγίζει και με αφορά. Και, επαναλαμβάνω, πιστεύω όχι μόνον εμένα, αλλά πάρα πολλούς ακόμα.

«Αξίζει να πεθάνεις από έρωτα υπό ακραίες συνθήκες. Δηλαδή υπό τις συνθήκες εκείνες στις οποίες άλλη οδός δεν υφίσταται πια».

Το θάνατος του ήρωα έχει άλλη «υφή» από έναν κοινό θάνατο; Ο ήρωας τα βάζει, όντως, με τον θάνατο;

Ο ήρωας είναι πραγματικά ήρωας όταν ξέρει επίσης πραγματικά τι κάνει. Οταν γίνεται ενεργούμενο των εξουσιών που τον χρησιμοποιούν υποβιβάζεται από ήρωα σε μία θλιβερή φάρσα, ένα κακέκτυπο του ηρωικού αρχέτυπου. Ο ηρωικός θάνατος απαιτεί, εκτός από τα προφανή, πολιτισμό, συνείδηση και, κυρίως, ελεύθερο πνεύμα.

Τι μπορούμε να πούμε για τους αρχετυπικούς Τριστάνο και Ιζόλδη; Αξίζει να πεθαίνει κανείς από έρωτα;

Ναι, υπό ακραίες συνθήκες, δηλαδή υπό τις συνθήκες εκείνες στις οποίες άλλη οδός δεν υφίσταται πια. Αξίζει όμως χίλιες φορές περισσότερο να σπάει τα αρχέτυπα, τους μύθους και τα στεγανά και να βρίσκει τον τρόπο, αντί να πεθάνει με τον / την άνθρωπό του, να τα υπερβαίνουν όλα αυτά με κάθε τρόπο και να βρίσκουν τον δρόμο να τα ξεπεράσουν, να τα αφήσουν πίσω και να ζουν μαζί. Οχι να παραδίδονται στη μοίρα που άλλοι αποφάσισαν για εκείνους.

Θάνατος από έρωτα. Η περίπτωση του Τριστάνου και της Ιζόλδης (πίνακας: Herbert Draper).

Σημαντικός παράγοντας είναι η οικονομία γύρω από τον θάνατο. Δεν κοστίζει μόνο συναισθηματικά, έτσι δεν είναι;

Τα οικονομικά του θανάτου είναι μία από τις πιο ισχυρές βιομηχανίες παγκοσμίως. Δεν μπορούμε εδώ να αναφερθούμε αναλυτικά σε αυτήν, θα απαιτούσε πολύ αναλυτική προσέγγιση απλώς και μόνον σε τίτλους για να αντιληφθεί κανείς τα μεγέθη για τα οποία συζητούμε. Υπό τη μορφή πνευματικής “άσκησης” όμως, ίσως έχει ενδιαφέρον κάποιος να σκεφτεί ποια είναι αυτά που θα περιλαμβάνει στα “οικονομικά του θανάτου” από τη στιγμή που κάποιος άνθρωπος έχει διαγνωστεί με μία τερματική νόσο, μέχρι την ώρα που θα τελειώσει η τελετή του αποχωρισμού.

«Από τους Αρχαίους Ελληνες εκείνος που είδε πιο καθαρά την ουσία του θανάτου υπήρξε ο Επίκτητος».

Οι ιδέες είναι όπλα που σκοτώνουν;         

Δεν θα σας απαντήσω παρά με τρία ονόματα: Χίτλερ, Στάλιν, Μουσολίνι… Οι ιδέες μπορούν να γίνουν το ιδανικό πεδίο του θανάτου, όταν διεστραμμένα μυαλά αλλά με ικανότητα να ελέγχουν τις μάζες τις μετατρέψουν σε όπλα μαζικής καταστροφής.

– Από τον Επίκουρο έως τον Σοπενχάουερ, ο θάνατος τοποθετείται σε ένα θα έλεγε κανείς λογικό πλαίσιο. Παύει να είναι ο μέγας διαιρέτης της ζωής. Τι λέτε επ’ αυτού;

Νομίζω ότι από τους Αρχαίους Ελληνες εκείνος που είδε πιο καθαρά την ουσία του θανάτου υπήρξε ο Επίκτητος. Και, στον αντίποδα, εκείνος που υπήρξε ο πατέρας της διαμόρφωσης της ιδέας ότι ο άνθρωπος πεθαίνει αλλά μετά ξαναζεί, ήταν ο Πλάτωνας. Αυτός ο παγκόσμιος και αιώνιος σουπερστάρ (και δικαίως βέβαια) της σκέψης το διατύπωσε ως εξής: θάνατος είναι η στιγμή που το σώμα διαχωρίζεται από την ψυχή. Τώρα, που το βρήκε, ο… θεός και η… ψυχή του. Η ουσία είναι πάντως ότι… άρεσε αυτό. Βόλεψε πολύ. Για πάντα. Και ασφαλώς, υπήρξε η βάση για τις μετέπειτα μεγάλες θρησκείες. Ο Πλάτωνας έγινε κατά κάποιο τρόπο και ο πνευματικός πατέρας τους. Αυθαίρετα. Αναπόδεικτα. Αλλά βολικά.

Το βιβλίο του Γ.Π. Μαλούχου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

– Εχει, όμως, δύναμη σήμερα αυτή η σχάση σώματος και ψυχής; 

Αυτός ο τρόπος δεν αντέχει πια, στον 21ο αιώνα, όταν ο άνθρωπος έχει φτάσει να στέλνει οχήματα στον Αρη, να φωτογραφίζει τη γέννηση του σύμπαντος ή να μπαίνει στις αρτηρίες του σώματος και να τις καθαρίζει με σωληνάκια μικροχιλιοστών, για να αναφέρω ελάχιστα μόνο από τα αμέτρητα. Γι’ αυτό και ο υπότιτλος του βιβλίου είναι “Αρχέγονο εγχειρίδιο ζωής εναρμονισμένο με τον 21ο αιώνα”. Γιατί είναι αδιανόητο να είμαστε ως προς τα πάντα στον 21ο αιώνα, αλλά ως προς το πλέον κεφαλαιώδες, στη σχέση μας με τον θάνατο, να παραμένουμε αλυσοδεμένοι στις δοξασίες του 3ου ή του 4ου…

– Ο θάνατος είναι ένας τόπος χωρίς μουσική; Το βιβλίο σας βρίθει μουσικών αναφορών.

Η μουσική, εν προκειμένω η λεγόμενη “κλασική”, είναι για μένα συστατικό, θεμελιώδες στοιχείο της ύπαρξης μου. Και, ασφαλώς, όπως και σε όλη τη μεγάλη τέχνη, έτσι και στη μουσική, ο θάνατος έχει πολύ έντονη παρουσία. Ομως, ο θάνατος δεν είναι ένας τόπος χωρίς μουσική. Ο θάνατος δεν είναι τόπος. Ο θάνατος δεν είναι.

– Ο ορθός λόγος είναι σε θέση να μας δώσει δύναμη μπρος στο αναπόφευκτο; Να εμπιστευτούμε την επιστήμη ;

Πρέπει να το δούμε σε δύο επίπεδα: ένα στο στενό χρόνο του ενδεχόμενου θανάτου και ένα στον ευρύ χρόνο όλης της ζωής. Στο πρώτο, ας σκεφτούμε τα εξής: βρισκόμαστε, ας πούμε, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, εντατικής, ή χειρουργείου, με κίνδυνο. Γύρω μας, δεκάδες προηγμένα μηχανήματα που μετράνε τα πάντα – εμείς ούτε έχουμε ιδέα τι μετράνε. Τα σχεδίασαν και τα κατασκεύασαν επιστήμονες παγκόσμιας κλάσης, σε αντίστοιχες εγκατάστασης. Και τώρα τα χειρίζονται επιστήμονες και βοηθητικό προσωπικό που έχουν περάσει χρόνια ατέλειωτα σε σκληρές σπουδές  μέχρι να φτάσουν να μπουν σε εκείνο το δωμάτιο. Και, φυσικά, όλα αυτά, καταλήγουν σε χειρουργούς που μας ανοίγουν για να μας θεραπεύσουν, που κρατούν τη ζωή μας κυριολεκτικά στα χέρια μας, μαζί με τους αναισθησιολόγους και τα φάρμακα που και αυτά έχουν την αντίστοιχη πορεία όπως τα παραπάνω. Ξέρετε τι κοινό έχουν όλοι και όλα αυτά; Ενα κοινό: τον ορθό λόγο. Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής τους.

«Ο ορθός λόγος δεν μας δίνει απλώς δύναμη, αλλά είναι σε θέση, ο μόνος που είναι σε θέση, να μας δώσει τη ζωή μας που κινδυνεύει, πίσω».

– Οπότε, τους εμπιστευόμαστε;

Οπότε, νομίζω ότι η ερώτηση απαντάται de facto: ο ορθός λόγος δεν μας δίνει απλώς δύναμη, αλλά είναι σε θέση, ο μόνος που είναι σε θέση, να μας δώσει τη ζωή μας που κινδυνεύει, πίσω. Να μας κρατήσει ζωντανούς. Και, την ίδια ώρα που συμβαίνει αυτό, εμείς, εναποθέτουμε την ελπίδα μας σε κάτι που δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει. Δεν το κρίνω: η παρηγορητική δράση έχει τεράστια αξία. Αλλά η αληθινή δύναμη βρίσκεται αλλού. Η αληθινή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο χαράσσεται αλλού.

– Πού ακριβώς; 

Τα παραπάνω, αφορούν στη “στενή ώρα” της επαφής με τον θάνατο. Ακόμα πιο ουσιώδη είναι όμως όσα αφορούν σε όλη την πορεία της ζωής: η εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο, σημαίνει εμπιστοσύνη στην ίδια την ύπαρξη. Τη δική μας και του κόσμου μας. Ο άνθρωπος λειτουργεί και αναλύεται με τους κανόνες του ορθού λόγου – και όχι με ασαφείς “μεταφυσικές”: με αυτές ζει, με αυτές αναπτύσσεται και με αυτές προχωρά. Ο πλανήτης του με αυτές εντάσσεται στο ηλιακό σύστημα και λειτουργεί σε αυτό, όπως και το ίδιο στο σύμπαν. Λοιπόν, από που αλλού μπορεί κανείς να αντλήσει περισσότερη δύναμη από την εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο; Αυτός είναι η ζωή.

– Για τους αυτοκτόνους ο θάνατος τι ρόλο παίζει; Είναι ανακούφιση; Μια ενδεδειγμένη λύση;

Δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει μία κατηγορία που να συγκεφαλαιώνει ως ενιαίο οργανικό σύνολο τους ανθρώπους που αποφασίζουν να δώσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους. Οι διαφορές κάθε φορά μπορεί να είναι τόσο καθοριστικής σημασίας, που το κοινό της πράξης να μην αρκεί για να μία ουσιαστική ομαδοποίηση. Δεν μπορώ να σας απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι ότι τα κριτήρια είναι εξαιρετικά δυσπροσδιόριστα. Αν όμως κάποιος μπορούσε, θεωρητικά, να τα ξεδιαλύνει, τότε θα σας έλεγα το εξής: αυτή η ύπατη και τελική πράξη που μπορεί ενεργήσει ένας άνθρωπος πρέπει να χωριστεί σε δύο κατηγορίες με κριτήριο το αν είναι πραγματικό προϊόν ελεύθερης βούλησης, ή αν είναι προϊόν επιβολής, υποβολής, συναισθηματικής πίεσης ή ασφυξίας, διαταραχής κοκ.

– Υπάρχει διαφορά, λέτε; 

Το πρώτο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν μπορούσε, επαναλαμβάνω, να είναι ξεκάθαρος αυτός ο διαχωρισμός, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ενίοτε ίσως και αδύνατο, θα σας έλεγα ότι τρέφω απεριόριστο σεβασμό για το πρώτο, ενώ, για όλα τα υπόλοιπα, που ασφαλώς αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία τέτοιων πράξεων, πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται παν δυνατόν να αποτρέπονται και οι άνθρωποι αυτοί να βοηθούνται να επιστρέψουν στο δρόμο τους – και ασφαλώς όχι να τιμωρούνται ή να στιγματίζονται.

Οι ιδέες μπορούν να γίνουν το ιδανικό πεδίο του θανάτου. Κλασική περίπτωση ο Αδόλφος Χίτλερ.

«Συναντήθηκα νωρίς με τον θάνατο, χάνοντας τον πατέρα μου σε ηλικία έντεκα ετών. Και αυτός είναι ένας πολύ δύσκολος δρόμος».

– Δεν διστάζετε να μιλήσετε και επί προσωπικού. Πώς συναντηθήκατε εσείς με τον θάνατο; Τα έχετε… βρει μαζί του;

“Συναντήθηκα” πράγματι νωρίς, χάνοντας τον πατέρα μου σε ηλικία έντεκα ετών. Και αυτός είναι ένας πολύ δύσκολος δρόμος. Όμως, όλες οι δυσκολίες, με τον καιρό αλλάζουν μορφή. Επίσης, έχουν ένα χαρακτηριστικό: είναι και υποκειμενικές και αντικειμενικές, ιδίως και πάλι, στη συνάρτηση του χρόνου. Οταν βιώνεις κάτι σαν αυτό, είναι βαρύ και αδιαμφισβήτητα, είναι καθοριστικό στην αναδιαμόρφωση της δομής της ύπαρξής σου. Είναι τεράστιο. Καθολικό.

– Σε καθορίζει ως ανθρώπινη ύπαρξη; 

Ξέρετε όμως πώς το σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια – και ίσως σας φανεί περίεργο: όταν βλέπω τις εικόνες από τα φοβερά ναυάγια των άμοιρων αυτών ανθρώπων να πνίγονται στα βουλιαγμένα από τα κύματα δουλεμπορικά στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, κρατώντας στα χέρια τα παιδιά και τα μωρά τους, το πρώτο που νιώθω είναι ένας φοβερός πόνος. Το πρώτο που σκέπτομαι είναι ότι αυτό το πλάνο του θεού δεν λειτουργεί και, επιτέλους, κάποιος πρέπει να του το πει… Και το αμέσως επόμενο, πάντα, και με αυτή τη σειρά, είναι, λέγοντας στον εαυτό μου: “κι εσύ νόμιζες ότι πέρασες δύσκολα”…

– Γιατί μας έχει πιάσει μια μανία μακροζωίας; Είναι στοιχείο του ανθρώπινου εγωισμού;

Όχι. Είναι η απόλυτη έκφραση του ανθρώπινου ανικανοποίητου για τη ζωή που δεν ζήσαμε. Και που, κατά βάθος, το ξέρουμε πολύ καλά. Αλλά, δυστυχώς, είναι πια αργά… Ομως κι εμείς είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι να το παραδεχθούμε, γιατί δεν ζήσαμε όπως έπρεπε και όπως μπορούσαμε: μία ζωή συνειδητή, εκπληρωμένη, ελεύθερη, δική μας. Αλλά, όπως σας είπα, αν δεν τη ζήσαμε, μάταια πιανόμαστε να κρατηθούμε από τα τελευταία ξέφτια της ενώ είναι πια πολύ αργά…

 

Διαβάστε ακόμα: 80 χρόνια «Μικρός Πρίγκιπας». Ο μύθος για να ξαναδιαβάσουμε τη ζωή μας.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top