kraftwerk

Από αριστερά: Ralf Hütter, Florian Schneider, Wolfgang Flür, Karl Bartos. Αν οι Μπιτλς σφράγισαν ανεξίτηλα την τραγουδοποιία των ηλεκτρικών εποχών, οι Κράφτβερκ σφράγισαν ανεξίτηλα τη ρυθμομελωδική ηχογλυπτική των ψηφιακών καιρών.

Δεν διακινδυνεύω ελαφρά τη καρδία τον όρο «Beatles του τέκνο» ή «Νονοί της τεχνο-ποπ». Πράγματι, οι Μπιτλς και οι Κράφτβερκ είναι τα δύο κορυφαία (απρόσιτης ποιότητας) «ποπ αρτ» μουσικά σχήματα του 20ού αιώνα, τα οποία έθεσαν τα δικά τους αξεπέραστα στάνταρντ αισθητικής, δημιουργώντας προσωπικό μουσικό ρεύμα. Επιπλέον έχουν αρκετά «εσωτερικά» κοινά στοιχεία. Λένον-Μακάρτνεϊ, η κινητήρια δύναμη στους Μπιτλς. Χούτερ-Σνάιντερ, η κινητήρια δύναμη στους Κράφτβερκ. Στα δύο αυτά καλλιτεχνικά δίδυμα τα ατού της μελωδίας και της ευρυθμίας λειτούργησαν τέλεια και άλλαξαν για πάντα την ιστορία της μουσικής: παράδοση και πρωτοπορία, νοσταλγία και ριζοσπαστισμός, απλότητα και τελειομανία, μελοδραματισμός και βία, έμπνευση και τεχνολογία παρήγαγαν στο έργο τους ένα εκρηκτικό χαρμάνι το οποίο οδήγησε, σχεδόν αναπόφευκτα, σ’ ένα μουσικό θαύμα χωρίς ημερομηνία λήξης. Αν οι Μπιτλς σφράγισαν ανεξίτηλα την τραγουδοποιία των ηλεκτρικών εποχών, οι Κράφτβερκ σφράγισαν ανεξίτηλα τη ρυθμομελωδική ηχογλυπτική των ψηφιακών καιρών. Επιπλέον, κανείς από τους επιγόνους αμφότερων δεν κατάφερε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να αγγίξει το επίπεδο της έμπνευσης, την ένταση της αμεσότητας και το δαιμόνιο της καινοτομίας των δύο «Νονών» της ποπ. Μάλιστα, ακόμη και ένα από τα λιγότερο καταλυτικά άλμπουμ των Κράφτβερκ, το «Tour de France Soundtracks» (2003), πάντα με ιθύνοντες νόες τους Ραλφ Χούτερ και Φλόριαν Σνάιντερ, επισκιάζει χιλιάδες επαγγελματίες του σάμπλινγκ, επίτιμους μυσταγωγούς της σύγχρονης ψυχαγωγίας ή επίδοξους ψυχογράφους της σχέσης ανθρώπων και μηχανών, και άλλους τόσους βαρύθυμους καθηγητές ηχογλυπτικής ή ακαδημαϊκούς εξερευνητές άμπιεντ ονείρων.

Crystal & Vino

Οι Κράφτβερκ πήραν το ριθμ εν μπλουζ της εποχής του ατμού και το ταξίδεψαν στην καρδιά των δικτύων, στα κλαμπ των ρέιβερ και στα καμαρίνια των κλώνων, πριν καν η καρδιά των δικτύων, τα κλαμπ των ρέιβερ και τα καμαρίνια των κλώνων αποκτήσουν υπόσταση.

Χάιτεκ Ονειροποιοί

Ουσιαστικά, το παλιρροϊκό κύμα μίνιμαλ διονυσιακών χορών, το οποίο έκανε δεόντως αισθητό τον χάιτεκ ωκεανό της νέας τεχνολογίας, δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στο ιδιωτικό εργαστήριο-στούντιο των Κράφτβερκ, το Κλινγκ Κλανγκ, στο Ντίσελντορφ, δίπλα στις ράγες των πανευρωπαϊκών σιδηροδρόμων και απέναντι από το σταθμό ενέργειας που σχεδίασε και ανέγειρε ως αρχιτέκτονας ο πατέρας του Φλόριαν Σνάιντερ –διόλου τυχαία, Κράφτβερκ σημαίνει «σταθμός ενέργειας». Στην ηρωική εποχή του Kraut Rock, δηλαδή κυρίως στη δεκαετία του 1970, η καινούργια γερμανική μουσική ταυτότητα, εξελισσόμενη από την πρώιμη πειραματική ψυχεδέλεια, το διαστημικό μπλουζ ροκ και την έθνικ ρυθμομανία έως την ηλεκτρονική αβανγκάρντ, το πολιτικό πανκ και το πολυμορφικό νιου γουέιβ, έβρισκε τους ιδανικούς εκφραστές της στους Conrad Schnitzler, Faust, Can, Amon Duul II, Popol Vuh, Cluster, Tangerine Dream, Floh De Cologne, Hans Joachim Roedelius, Asmus Tietchens, Peter Frohmader, Klaus Schulze, Embryo, Guru Guru, Deutsch-Amerikanischen Freundschaft, Der Plan, Pyrolator, Frieder Butzmann, Clara Mondshine, Jürgen Karg, Psi, Nina Hagen, Holger Czukay, Irmin Schmidt, Deutsche Wertarbeit, Einstürzende Neubauten, Ideal, Fehlfarben, Die Tödliche Doris, Abwärts κ.λπ.

Εμψύχωσαν οτιδήποτε έμοιαζε «απάνθρωπο», «μηχανικό», «κρύο», «αυτόματο», «άψυχο», «απόκοσμο», ως γνήσιοι ρομαντικοί σε καιρούς αποξένωσης και εσωστρέφειας.

Ωστόσο, τα περισσότερα από τα μεγάλα αντισυμβατικά ονόματα του γερμανικού ροκ (πόσο μάλλον οι εκπρόσωποι των πιο σκληροπυρηνικών σουρεαλιστικών ή χαοτικών αβανγκάρντ αναζητήσεων) είχαν ελάχιστη παγκόσμια απήχηση και απόηχο σε σύγκριση με τους «αναγεννημένους» Κράφτβερκ, όταν δηλαδή εκείνοι μετά πλέον από τέσσερα άλμπουμ εσωστρεφούς αναζήτησης (περιλαμβανομένου του χίπικου άλμπουμ «Tone Float» των προ-Κράφτβερκ Organisation) και με το εξωστρεφές ελεκτροπόπ χιτ-σινγκλ «Autobahn» (1974) ως διεθνές διαβατήριο, βρήκαν επιτέλους το δρόμο τους μεταξύ ρομαντισμού, ψυχεδέλειας, φανκ και φουτουρισμού, στρέφοντας επιτακτικά την πυξίδα όλων μας προς το μέλλον. Τα απίστευτα, ακόμα και για την εποχή μας, άλμπουμ-καταλύτες «Radioactivity» (1975), «Trans Europe Express» (1977), «The Man Machine» (1978) και «Computer World» (1981), ανέτρεψαν τα πάντα για πάντα, θεμελιώνοντας και οριοθετώντας από την ηλεκτρονική νεοκλασική μουσική, την ambient, το ηλεκτρονικό new wave και το αντίστοιχο neue deutsche welle, έως την αγγλοσαξονική ηλεκτροπόπ και, με μια δεκαετία διαφορά, το χιπ χοπ, το ελέκτρο, το τέκνο, το χάουζ, την τρανς, το ντραμ εν μπέιζ, την ελεκτρόνικα κ.λπ. Παράλληλα σφράγισαν ανεξίτηλα με το άμεσα αναγνωρίσιμο, στιβαρό και απόμακρο, δεσποτικά καλλιτεχνικό, ύφος τους την ευρωντίσκο: στις μεγαλειώδεις φουτουριστικές space-funk τελετουργίες του άλμπουμ «Trans Europe Express» (1977) και στις απαράμιλλα υποβλητικές space-disco προφητείες του άλμπουμ «The Man Machine» (1978) οδήγησαν στα εξώκοσμα όριά του κάθε ντισκοτρονικό όνειρο της εποχής, δίνοντας μαθήματα στυλιστικής τελειοθηρίας και αφαιρετικού διαστημογοτθικού εξπρεσιονισμού ακόμα και στον άκρως ευρηματικό φανκ πιονέρο Giovanni Giorgio Hansjörg Moroder (ο Μορόντερ έδρασε και ως Munich Machine στη Γερμανία, το χρονικό διάστημα 1977-1979, αποθεώνοντας τους υπερκινητικούς συνθετητές και το vocoder), ο οποίος επίσης απογείωσε τις ηλεκτρονικές χορογραφίες τόσο σε προσωπικές του ηχογραφήσεις (στο εμβληματικό άλμπουμ «From Her to Eternity», του 1977) όσο και, κυρίως, στη διαχρονική επιτυχία της Donna Summer «I Feel Love» εν έτει 1977, της οποίας υπήρξε ο παραγωγός-καταλύτης, γκουρού των διονυσιαζόμενων συνθεσάιζερ που ουσιαστικά ανήγγειλαν με τρόπο διθυραμβικό το σχεδιαζόμενο την ίδια ακριβώς εποχή άλμπουμ «The Man Machine». Όψιμοι φουτουριστές-χορογράφοι, όπως ο Μορόντερ (πριν διαπρέψει στα σάουντρακ «Midnight Express», «American Gigolo», «Cat People» κ.λπ.), ο Cerrone, οι Droids, οι Cristal, οι Stratosferic Band, οι Space, οι Kebekelektrik, οι Electronic System, οι Rockets, οι Supermax, οι Savers ή οι Celi Bee & The Buzzy Bunch, εξαπέλυσαν τα φαντασμαγορικά τροχιοδεικτικά που εξασφάλισαν την ασφαλέστερη απογείωση και πτήση των Κράφτβερκ πάνω και πέρα από τη διαστημοφανή εκλογίκευση του φανκ, στη στρατόσφαιρα του κιναισθητικού αλγοριθμικού ρομαντισμού μιας καινούργιας «ποπ» συναισθησίας, ενός νέου τρόπου καθολικής αισθητηριακής άλωσης από την αίγλη μιας φετιχοποιημένης τεχνικά προηγμένης ηχοεικόνας.

kraftwerk-title-188

Αν και σχηματίστηκαν το 1970 στο Ντίσελντορφ, οι Κράφτβερκ έγιναν παγκοσμίως γνωστοί μόλις το 1975, με την επιτυχία τους «Autobahn» μέσα από το ομώνυμο τέταρτο άλμπουμ τους. Ως τότε μετεωρίζονταν μεταξύ χίπικης αβανγκάρντ και ηλεκτρονικής exotica.

Όμως πιο εντυπωσιακή από την καλλιτεχνική απόσταση που χωρίζει τους Κράφτβερκ από τους ομοϊδεάτες συγχρόνους τους είναι η χρονική απόσταση που τους χωρίζει από τους άμεσους επιγόνους τους: απολύτως εμπνευσμένοι αλλά και με μεθοδολογία επιστημονικής ακρίβειας, οι Ραλφ και Φλόριαν (με τη σημαντική συμβολή των Wolfgang Flür και Karl Bartos) πυροδότησαν με διαφορά πέντε, δέκα ή και είκοσι χρόνων τη μαζική εξάπλωση καίριων μουσικών ρευμάτων που μετάλλαξαν την παγκόσμια νεανική μουσική σκηνή, διατηρώντας όμως ανεξίτηλο το στίγμα, την «παγερή» ψυχοδηλωτική σφραγίδα, των δύο Γερμανών οραματιστών σε κάθε έκφανση ή παραλλαγή τους. Αρκεί να (ξανα)ακούσει κάποιος αριστουργηματικά τραγούδια τους, όπως τα μνημειώδη «Trans-Europe Express», «The Robots», «The Man Machine», «Metropolis», «The Model», «Spacelab», «Computer World», «Computer Love», «Numbers», «It’s More Fun to Compute», «Home Computer», «Showroom Dummies», «Radioactivity», «The Telephone Call», «Sex Object» ή «The Hall Of Mirrors», για να το αντιληφθεί. Αυτό θα πει μουσική ιδιοφυία: αποκαλύπτει και εμψυχώνει ό,τι βαθύτερο φοβάται και ονειρεύεται μια κοινωνία, διευκολύνοντας (με καταλύτες, σοκ και ιάματα) την ψυχολογική προσαρμογή και πραγματιστική ανέλιξή της. Οι Κράφτβερκ πήραν το ριθμ εν μπλουζ της εποχής του ατμού και το ταξίδεψαν στην καρδιά των δικτύων, στα κλαμπ των ρέιβερ και στα καμαρίνια των κλώνων, πριν καν η καρδιά των δικτύων, τα κλαμπ των ρέιβερ και τα καμαρίνια των κλώνων αποκτήσουν υπόσταση. Πήραν τη βρεφική παιγνιώδη «κόμιξ» ηλεκτροπόπ της δεκαετίας το 1960 και τη μετέτρεψαν σε φετιχιστικό θέατρο ψηφιακής τεχνομαντικής. Πήραν το φυλετικό φανκ των γκέτο και καλωδίωσαν στο σεξ απίλ του ένα διαβρωτικά σύγχρονο πυροκλαστικό μελό. Πήραν το space sound κατά Καρλχάιντς Στοκχάουζεν και κατά Πινκ Φλόιντ και το έκαναν ψυχοδηλωτικό sound space, ύψιστη τέχνη ambient. Έσπευσαν σουρεαλιστικά να δώσουν σε έναν Στοκχάουζεν του μελό, έναν Φριτς Λανγκ του τέκνο, έναν Μπάιρον του Ίντερνετ και έναν Καντίνσκι του Στάρτρεκ, ραντεβού στο ίδιο τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον καθένα μας και για τον καθένα από τους επιγόνους μας, «καλωδιωμένου» στο τεχνοσύμπαν. Στις περισσότερες από τις ηχογραφήσεις τους ακούει κανείς μηχανικά μεταλλαγμένους ή ηλεκτρονικά προσομοιωμένους ήχους σειρήνων και τουρμπινών, ηλεκτρικών γεννητριών και ολόκληρων βιομηχανιών, ρομποτικών και διαστημικών εργαστηρίων, εξ ου και η ιδεολογία της μηχανοκίνητης και τηλεκινητικής έμπνευσης που ποτίζει άλλοτε με πλήρως αποανθρωποποιημένο και άλλοτε με ενδοσπλαχνικό ζωοαντανακλαστικό ρυθμό το έργο τους. Ήταν οι πρώτοι που εκπλήρωσαν με άψογο τρόπο τον πόθο των πρωτοπόρων Ιταλών φουτουριστών να ακούσουν τις μηχανές να τραγουδούν και, ακόμη περισσότερο, να κάνουν το τραγούδι των μηχανών (και του αυτοματικού παρασυμπαθητικού ζωικού σύμπαντος ή των μηχανιστικών δομών της ρητορικής, που αμφότερα προϋπήρξαν των μηχανών) ώριμη τέχνη, μια άκρως δυναμική τέχνη ποπ αμεσότητας, που να γιορτάζει τον άνθρωπο ενθουσιωδώς εναρμονισμένο με τις τεχνολογικές προεκτάσεις του και όχι τεχνοφοβικά αποστασιοποιημένου από αυτές.

BTlfdCgCAAA1hRw.jpg large

Στις περισσότερες από τις ηχογραφήσεις τους ακούει κανείς μηχανικά μεταλλαγμένους ή ηλεκτρονικά προσομοιωμένους ήχους σειρήνων και τουρμπινών, ηλεκτρικών γεννητριών και ολόκληρων βιομηχανιών, ρομποτικών και διαστημικών εργαστηρίων…

Οι Κράφτβερκ έκαναν κάτι σπουδαιότερο από το να αναβαθμίσουν σε τέλειο βαθμό κάτι που προϋπήρχε και να ανακαλύψουν κάτι που δεν υπήρχε. Εμψύχωσαν οτιδήποτε έμοιαζε «απάνθρωπο», «μηχανικό», «κρύο», «αυτόματο», «άψυχο», «απόκοσμο», ως γνήσιοι ρομαντικοί σε καιρούς αποξένωσης και εσωστρέφειας, σαν τους εξπρεσιονιστές του Μεσοπολέμου. Ξεκινώντας με παγερά απόκοσμα χίπικα κοάν για φλάουτο, κρουστά και ηλεκτρονικά, κατάφεραν να συλλάβουν και να ηχοποιήσουν ρομαντικά ηλεκτροφόρα ιερογλυφικά που διάβρωσαν με λέιζερ οξύτητα τη φαντασία μας, χορόπληκτα τραγούδια που από σώμα σε σώμα ακόμη εξακολουθούν να μεταλλάσσονται, διαχρονικά διαβατήρια της ηλεκτρονικής ποπ φιλοσοφίας προς κάθε μουσικό γκέτο του σήμερα και του αύριο. Έγραψαν όντως μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές μουσικές στιγμές του αιώνα που έφυγε σοκαρισμένος από την ταχύτητα των αλλαγών, και μερικές από τις πιο ευφυείς προκλήσεις για τον αιώνα που ήρθε να μας πείσει ότι είμαστε ήδη cyborgs, βιολογικές προεκτάσεις της τεχνολογίας μας. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος πως οι Κράφτβερκ χρειάστηκε να μεταμορφωθούν οι ίδιοι σε ρέπλικες προκειμένου να μας μυήσουν διονυσιακά σε αυτό το τρομακτικό, αλλά και πολλά υποσχόμενο, ενδεχόμενο – κάθε εργαλείο όμως, από την προϊστορία μέχρι σήμερα, δεν είναι προέκταση του εαυτού μας σε καινούργιες δυνατότητες και ιδιότητες;

Simon Zirkunow

Αυτό θα πει μουσική ιδιοφυία: αποκαλύπτει και εμψυχώνει ό,τι βαθύτερο φοβάται και ονειρεύεται μια κοινωνία, διευκολύνοντας (με καταλύτες, σοκ και ιάματα) την ψυχολογική προσαρμογή και πραγματιστική ανέλιξή της.

Τα τρία σημαντικότερα άλμπουμ των Kraftwerk:
The Man-Machine
Computer World
Trans Europe Express

Διαβάστε εδώ οn line συνεντεύξεις και άρθρα για τους Kraftwerk

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top