Ο Guillaume Apollinaire στο στούντιο του Pablo Picasso, φθινόπωρο του 1910. (Credits: Musée Picasso)

Στις αρχές του 20ου αι., το μέλλον υπόσχεται έναν Προμηθέα φορέα θαυμάτων και νέων κόσμων: Τα πρώτα αεροπλάνα και οι πρώτες κινηματογραφικές προβολές, αλλά και η ανακάλυψη του υποσυνείδητου από τον Freud και της σχετικότητας από τον Einstein.

Κι ύστερα είναι ο Apollinaire. Στην αναφορά αυτού του ηλιόφωτου ονόματος ζωντανεύει ένα σύμπαν εν βρασμώ, κοσμοπολίτικο, συνεπαρμένο απ’ την ταχύτητα και την καινοτομία, όπου οι μηχανές διαθέτουν ένα ποιητικό και πλαστικό δυναμικό. Ένα σύμπαν του οποίου οι επινοήσεις ακτινοβολούν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, αποτίοντας φόρο τιμής στη μοντερνικότητα.

Γεννημένος στη Ρώμη το 1880, νόθος γιος ενός Ιταλού αγνώστου ταυτότητας (πιθανώς αξιωματικού ή επισκόπου) και μιας Πολωνής αριστοκράτισσας ελευθερίων ηθών, ο Guillaume Apollinaire, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Wilhelm Albert Apollinaris de Waz-Kostrowitzky, περνάει το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων στην Ιταλία, μετά στη Γαλλική Ριβιέρα όπου φοιτά στα λύκεια του Μονακό, των Καννών και της Νίκαιας.

Ο Apollinaire μαζί με την συγγραφέα -και τότε αρραβωνιαστικιά του- Madeleine Pagès στο Οράν. (Φωτογραφία: Fine Art Images / Heritage Images / Getty Images / Ideal Image)

Φθάνοντας στο Παρίσι το 1899, κάνει διάφορες δουλειές για να βγάλει το ψωμί του, προτού προσληφθεί ως δάσκαλος στη Ρηνανία. Αυτή η διαμονή τού ενός χρόνου στη Γερμανία (1901-1902) του επιτρέπει να γνωρίσει μια νεαρή Αγγλίδα γκουβερνάντα, την Annie Playden, την οποία και ερωτεύεται σφόδρα, αλλά εκείνη θα τον απορρίψει. Από την εμπειρία αυτή, θα εμπνευστεί το «La Chanson du mal-aimé», το οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1909.

Άμα τη επιστροφή του στο Παρίσι, γίνεται φίλος με τον Alfred Jarry και συνεργάζεται με πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών, προτού εκδώσει το δικό του, το Festin d’Ésope (1903-1904), στο οποίο δημοσιεύει έναν πρώτο σχεδιασμό του «Enchanteur pourrissant», ποιητικού έργου σε πρόζα, με έντονες τις επιδράσεις του ορφισμού.

Για να βγάλει τα προς το ζην και εξαιτίας της αγάπης του για την πορνογραφική λογοτεχνία, αρχίζει να γράφει ερωτικά μυθιστορήματα, με πιο γνωστό τις Έντεκα χιλιάδες βέργες (εκδ. Ερατώ), ενώ επιμελείται ανθολογίες του Aretino, του Sade ή του Mirabeau.

Αν κάποιος επιχειρήσει μια αναλυτική μελέτη του έργου του,  θα χάσει όλη αυτή την αυθόρμητη γοητεία της ποίησής του, αυτή τη φρεσκάδα της οπτικής και των συναισθημάτων του, την τρυφερότητά του για τους ανθρώπους, την ταπεινότητά του.

Το 1907, ο Apollinaire αποφασίζει να βιοποριστεί αποκλειστικά από την πένα του. Έχοντας γίνει δεκτός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτοπορίας, γίνεται γρήγορα θαμώνας του χώρου τεχνών Bateau-Lavoir και φίλος με τους Vlaminck, Derain, Picasso, Braque, Matisse και Douanier Rousseau. Αλλά κυρίως γνωρίζει τη ζωγράφο Marie Laurencin, σχέση θυελλώδη και χαοτική, με την οποία θα αποτελέσουν το μυθικό προπολεμικό ζευγάρι της Μονμάρτρης. Από δω και πέρα, το έργο του συνδέεται αναπόσπαστα με τη ζωγραφική πρωτοπορία, της οποίας γίνεται εξάλλου ο υπερασπιστής σε μια σπουδαία ομιλία του το 1908 στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων.

Ένα χρόνο αργότερα, το «Enchanteur pourrissant» εκδίδεται σε βιβλίο, εικονογραφημένο με γκραβούρες του Derain. Πρωταγωνιστές τα μυθικά πρόσωπα των ρομάντζων της Στρογγυλής Τραπέζης (Μέρλιν, Βίβιαν, Μοργκάνα). Αυτό το νεανικό έργο, του οποίου αργότερα οι σουρεαλιστές θα πλέξουν το εγκώμιο, είναι ένας ύμνος στους μύθους της Δύσης. Ωστόσο, υποκρύπτονται θέματα πολύ προσωπικά, όπως το μυστήριο της καταγωγής του και το μυστικό της δύναμης του γητευτή-ποιητή, ο οποίος ταυτόχρονα απειλείται και εμπνέεται από τον έρωτα.

Το 1910, ο Apollinaire δημοσιεύει το «Hérésiarque et Cie» (συλλογή 16 υπέροχων παραμυθιών) κι ύστερα, το 1911, τα σύντομα ποιήματα «Le Bestiaire ou Cortège d’Orphée» (Το Συναξάρι των Ζώων ή Ορφέως Ακολουθία, εκδ. Διάττων), εικονογραφημένο με γκραβούρες του Raoul Dufy. Ενώ η σχέση του με τη Marie Laurencin παίρνει τέλος, εκδίδει ένα δοκίμιο για τη σύγχρονη τέχνη, το «Οι Κυβιστές ζωγράφοι, στοχασμοί πάνω στην αισθητική» (1913).


Διαβάστε ακόμα: 90 χρόνια Ηλίας Πετρόπουλος


Δεν τυγχάνει καλής αποδοχής, αλλά το κείμενο αυτό είναι λιγότερο μια ανάλυση πάνω στον πρωτοεμφανιζόμενο κυβισμό όσο μια συγκριτική μελέτη των νεότευκτων λογοτεχνικών και απεικονιστικών αισθητικών που τρέφουν τη δική του ποιητική. Στη συνέχεια, ο Apollinaire θα υποστηρίξει τόσο το φουτουρισμό του Marinetti όσο και τη «μεταφυσική» ζωγραφική του De Chirico.

Ο Apollinaire μέσα από τα μάτια του Jean Metzinger. (Wikipedia)

Δεν υπάρχουν βασικές όψεις της γαλλικής ποίησης που να μην κατοπτρίζονται στο έργο του: η ποιητική παράδοση του 16ου και του 17ου αι., οι αναφορές στα κλασικά έργα, ο Baudelaire και ο Verlaine, οι εικόνες, τα θέματα και οι μουσικές του συμβολισμού του 19ου αι., ενίοτε μέσα στην ίδια συλλογή, το ίδιο ποίημα, με έναν έκδηλο μοντερνισμό που συμπεριλαμβάνει χυδαιότητες, καλαμπούρια και ασύστολους νεολογισμούς.

Αν κάποιος επιχειρήσει μια αναλυτική μελέτη του έργου του Apollinaire, θα χάσει όλη αυτήν την αυθόρμητη γοητεία της ποίησής του, αυτή τη φρεσκάδα της οπτικής και των συναισθημάτων του που δεν είναι άλλο από μια φυσική ευγένεια και τη γοητεία που εκτιμούσαν όλοι οι φίλοι του, την οικειότητά του στις συζητήσεις, τη λαιμαργία του, την τρυφερότητά του για τους ανθρώπους, ακόμα και τα πράγματα, την ταπεινότητά του.

Αυτό που κυρίως τον διακρίνει  είναι η σπαρακτική ειλικρίνεια των μεγάλων λυρικών, των μεγάλων ποιητών του έρωτα. Τα Poèmes à Lou, Le Guetteur mélancolique ή το Poèmes secrets à Madeleine συνδυάζουν θλιμμένα τον έρωτα και τον πόλεμο, το φλογερό πόθο με τις αγωνίες της ώρας, την καθημερινή ζωή και τις μυστικιστικές ονειροπολήσεις. Η προφανής περιπλοκότητα μιας τέτοιας ποίησης δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον αναβρασμό της ζωής.

Αν ο Apollinaire τράφηκε από το θέαμα του πολέμου, ήταν για να το μεταμορφώσει. Και για να συνεχίσει να πιστεύει σ’ ένα μέλλον που ονειρεύτηκε σε μια εκπληκτική σύνθεση διαφορετικών τεχνών, την ώρα που οι βόμβες έσκαγαν γύρω του.

Αμέσως μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή Alcools το 1913 θεωρήθηκε το μανιφέστο της μοντέρνας ποίησης. Τα ποιήματα αυτά, τα οποία γράφτηκαν μεταξύ του 1898 και του 1912, κεφαλαιοποιούν πάνω από δέκα χρόνια εμπειρίας. Με τα φαντάσματα της Annie Playden και της Marie Laurencin να πλανώνται μαζί με τις αναμνήσεις από τη Γερμανία, πρόκειται για μια σύνθεση που παραπέμπει σε κυβιστικό πίνακα, γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, χωρίς στίξη, ανανεώνοντας de profundis τη γαλλική ποίηση, η οποία οδηγείται για πρώτη φορά «στα όρια της απεραντοσύνης και του μέλλοντος». Τα Alcools εγκαινιάζουν μια νέα πρόσληψη του κόσμου και προαναγγέλλουν το 1918 την επικείμενη ανάδυση του σουρεαλισμού.

To 1914, λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου, ο Apollinaire ερωτεύεται τη Louise de Coligny-Châtillon, γνωστή απλώς ως Lou. Το ειδύλλιο δεν κρατάει πολύ και ο ποιητής, ο οποίος έχει πάντα τη ρωσική υπηκοότητα (παίρνει τη γαλλική το 1916 παρασημοφορημένος) κατατάσσεται ως εθελοντής στο γαλλικό στρατό. Πληγώνεται στον κρόταφο από το θραύσμα μιας οβίδας. Απαθανατίζεται κατ’ επανάληψη από τον Picasso. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του δημοσιεύεται το Le Poète assassiné, συλλογή μιας σειράς από νουβέλες και αφηγήσεις μυθικές και αυτοβιογραφικές ταυτόχρονα.

Αριστερά: Ο Apollinaire, ενώ αναρρώνει σε νοσοκομείο του Παρισιού τον Αύγουστο του 1916, μετά τον τραυματισμό του στον κρόταφο από το θραύσμα μιας οβίδας. (Φωτογραφία: Apic / Getty Images / Ideal Image) Δεξιά: Το σκίτσο του Picasso με τον τραυματισμένο Apollinaire.

Αμέσως μετά την αποθεραπεία του, αφιερώνεται ξανά στο γράψιμο. Το 1917, ανεβαίνουν επί σκηνής οι Μαστοί του Τειρεσία, μια φαρσοκωμωδία και δράμα μαζί, στον πρόλογο του οποίου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος «σουρεαλισμός». Το 1918, εκδίδονται τα Calligrammes (Καλλιγράμματα), με υπότιτλο «ποιήματα για την ειρήνη και τον πόλεμο», μέσα από τα οποία διαφαίνεται το πάθος του για τη Lou και η εμπειρία του από το μέτωπο.

Μετά το γάμο του με τη Jacqueline Kolb, την «όμορφη κοκκινομάλλα» (το τελευταίο ποίημα των Calligrammes), συνεχίζει την αδιάκοπη δραστηριότητά του στο 202 της λεωφόρου Σεν-Ζερμέν, στο φτωχικό «περιστερεώνα» του, ώσπου να νικηθεί στις 9 Νοεμβρίου του 1918 -100 χρόνια πριν- από την επιδημία της ισπανικής γρίπης που θέρισε την Ευρώπη. Είναι μόλις 38 ετών.

Αριστερά: Ποίημα του Apollinaire από το έργο του «Calligrammes». Δεξιά: Ο Apollinaire μέσα από τα μάτια του Picasso.

Τα Calligrammes, ένας νεολογισμός που συνδυάζει τις λέξεις «καλλιγραφία» και «ιδεόγραμμα» είναι ένα ποιήμα του οποίου η γραφική διάταξη δημιουργεί ένα σχέδιο, συνήθως σε σχέση με το θέμα του ποιήματος και άλλοτε με αντικρουόμενο νόημα. Αυτό επιτρέπει τη διασύνδεση της οπτικής φαντασίας με κείνη που παράγουν οι λέξεις.

Αυτού του είδους ποιήματος-σχεδίου συνδυάζει το παιχνίδι των λέξεων με εκείνον της φόρμας. Οι σχέσεις σχεδιάζουν εδώ ένα πούρο, αλλού ένα ρολόι ή ένα περιστέρι. Διασχίζουν τις σελίδες σαν σταγόνες βροχής ή τρένων που φεύγουν για το μέτωπο. Αν ο Apollinaire τράφηκε από το θέαμα του πολέμου, ήταν για να το μεταμορφώσει. Και για να συνεχίσει να πιστεύει σ’ ένα μέλλον που ονειρεύτηκε σε μια εκπληκτική σύνθεση διαφορετικών τεχνών, την ώρα που οι βόμβες έσκαγαν γύρω του.

Με καταβολές από τη γενιά των συμβολιστών, σχέση που από κάποιο σημείο και μετά δεν καρποφόρησε, ο Apollinaire όρισε τις νόρμες της μοντέρνας ποίησης. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, κέρδισε το θαυμασμό των νέων και φασαριόζικων ποιητών που αποτέλεσαν τη μαγιά του υπερρεαλιστικού κινήματος (Breton, Aragon, Soupault) και με το έργο του, παρά τους άτυχους έρωτές του, παντρεύει την αισιοδοξία των αρχών του αιώνα και υμνεί την τεχνολογική πρόοδο, προαναγγέλλοντας τους μεγάλους λογοτεχνικούς και ποιητικούς επαναπροσδιορισμούς του Μεσοπολέμου.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζιάκομο Λεοπάρντι – Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να γευθεί την ευτυχία

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top