tabloid

«…άκουσα τους εμπόρους σε πάγκους με βιβλία, και περιοδικά, σκέφτηκα Αστερίξ, Λούκυ Λουκ, Τεν Τεν, και άλλα, και άνοιξα το βήμα στο ύψος του Ορφέα…»

«Εγώ ήμουν κάποτε όνομα».
«Το κάποτε δεν μετράει».

– W. R. Burnett, Το Τέλος της Διαδρομής

Μετά τη δεύτερη συνάντησή μας με τον Γαλανομάτη, άφησα να περάσουν μερικές μέρες χωρίς να ασχοληθώ με την Υπόθεση της Αθήνας.
Το έριξα στα μερεμέτια.
Ανακάλυψα την υπαρξιακή αιτία θανάτου του λήσταρχου Νταβέλη. Εξερεύνησα το υπόγειο της Δούκισσας της Πλακεντίας, και στοχάστηκα πάνω από το καμένο σώμα της ταριχευμένης της κόρης. Ερωτεύτηκα διάφορες κυρίες της αυλής και, κυρίως, τη δεσποινίδα Μαυρομιχάλη.
Μετά, άλλαξα μια λάμπα στο σπίτι, και η Έλσα με αντάμειψε με μια πολύτιμη συμβουλή. Συγκεκριμένα, όταν με είδε με τον καμένο γλόμπο στο χέρι, είπε: «Αφού το έχεις πάρει τόσο προσωπικά, γιατί δεν αρχίζεις από την αρχή;»
Προς στιγμήν, νόμισα ότι ήθελε να αλλάξω πάλι τη λάμπα. Όμως, η λάμπα έλαμπε. Έτσι, πήγα να πω στην Έλσα ότι μόνο προσωπικά μπορείς να πάρεις κάτι σ’ αυτή τη ζωή, δι’ αντιπροσώπου δεν γίνεται –αλλά δεν το έκανα.
Είπα: «Τι εννοείς;»
«Τι να εννοώ…; Την αρχή, αγάπη μου. Τη δική σου αρχή στην Αθήνα».
Δεν είχα ιδέα τι εννοούσε. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Μου συμβαίνει όλη την ώρα με τις γυναίκες. Κοίταξα την Έλσα συνωμοτικά, και έφυγα για το γραφείο.
Το σπίτι μας είναι στο Θησείο. Θησέα με λένε, δεν θα έμενα στο Ερέχθειο. Βάδισα προς το Μοναστηράκι, έριξα ένα βλέμμα στην Ακρόπολη, και αναρωτήθηκα αν αυτήν εννοούσε η Έλσα.
Ν’ αρχίσεις από την αρχή –μπα. Η Ακρόπολη έμοιαζε περισσότερο με τέλος. Το έχουν αυτό, οι κορυφές. Βγήκα στην Αιόλου, και ανηφόρισα προς την Ομόνοια. Στο ύψος της Πανεπιστημίου, αποφάσισα ότι η Έλσα πρέπει να εννοούσε ακριβώς αυτό.
Η αρχή της διαδρομής μου στην Αθήνα. Η οδός Πανεπιστημίου, που κάποτε ήταν οδός Βουλεβάρτου, και οδός Ελευθερίου Βενιζέλου, και ποιος ξέρει ποιο άλλο παρατσούκλι. Άναψα ένα τσιγάρο, έξω απ’ το καφεκοπτείο του Λουμίδη, και κοίταξα κάτι σαν ορίζοντα.
Αυτή η λεωφόρος, καρικατούρα παριζιάνικου βουλεβάρτου, το χαμένο στοίχημα της νεοκλασικής μεταμφίεσης, το ανατολίτικο κέρδος, το περίσσευμα σε στοές, και άσπρα μάρμαρα, πλακέτες, και πανό ξεσκισμένα στα Προπύλαια.
Ωραία.
Αφού ο Γαλανομάτης δεν είχε αποφασίσει να περπατήσει μαζί μου, θα το έκανα για λογαριασμό του.

Έξω απ’ το Άττικα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος προέτρεπε ένα νέο ποιητή: «Εγαμήσατε τη δεσποινίδα; Όχι; Ε, τότε να την γαμήσετε, αγαπητέ, να την γαμήσετε πάραυτα».

Άγγιξα τα στριμμένα χαρτάκια στις τσέπες, που με βοηθούσαν να χαλαρώνω, και άρχισα να ιχνογραφώ τη μυστική γεωγραφία ενός δρόμου, του πρώτου που είχα γνωρίσει στην Αθήνα.
Λίγο ακόμα, και θα ένιωθα ότι ακολουθούσα τους γονείς μου, οχτώ ή εννιά χρονών, όταν μέναμε στο Τιτάνια, και βγαίναμε χαράματα στην πόλη, για τυρόπιτα, για να χαζέψει η μάνα μου τη βιτρίνα του Στράντζαλη και να πάρουμε βιβλία από τον Παπαδήμα, στην Ιπποκράτους.
Άφησα πίσω το κουφάρι του Μετρόπολις, πέρασα από το Ρεξ, κοίταξα τον ανδριάντα του Παναγούλη απέναντι, που είχε ένα ηρωικό απόφθεγμα, αντί, όπως θα έπρεπε, εκείνη την αποστροφή, το ανάθεμα ενάντια στους «επαναστάτες του κώλου» ‒δεν βαριέσαι, στο στόμα των νεκρών, διαλέγει ο καθένας τι θα βάλει.
Έριξα μια ματιά στο Ιντεάλ, εκεί όπου κάποτε μας έπιασε με την μπουκιά στο στόμα ένας πρωθυπουργός (ο Σημίτης, ή ο Καραμανλής Τζούνιορ;), σταμάτησα, στριφογύρισα, και χαμογέλασα κοιτώντας το δισκάδικο της Τζίνας, που μου έφερε στο νου έναν πρωινό καφέ με τον Μιχάλη Μυτακίδη, δηλαδή τον B. D. Foxmoor, να κοιτάζει τα τατουάζ του, και να μας μιλά για τα παιδιά που ντύνονταν φασίστες στο Πέραμα.
Πέταξα το τσιγάρο, άκουσα τους εμπόρους σε πάγκους με βιβλία, και περιοδικά, σκέφτηκα Αστερίξ, Λούκυ Λουκ, Τεν Τεν, και άλλα, και άνοιξα το βήμα στο ύψος του Ορφέα, γιατί είχε κλείσει το καφενείο, και ήμουν έτοιμος να αρχίσω το μοιρολόι για μια μηλόπιτα, και κάτι ζεστές σοκολάτες από τη δεκαετία του ενενήντα.
Χαιρέτησα τη Νεοκλασική Τριλογία, είδα απ’ την αρχή τη βράβευση μιας φίλης ακαδημαϊκού, την ορκωμοσία στη Φιλοσοφική, και το απραγματοποίητο όνειρο να μπω κάποτε στη βιβλιοθήκη, και προσπάθησα να θυμηθώ αν ο ανδριάντας του Ρήγα Φεραίου ήταν όντως ο πρώτος που είχε φτιαχτεί στην Αθήνα.
Μπορεί να έκανα λάθος, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Σίγουρα, όμως, ο πεζόδρομος ανάμεσα Πανεπιστήμιο και Ακαδημία ήταν ο πρώτος στην ιστορία της πόλης, κι αυτό, για ένα λόγο μυστήριο, μου έφτιαξε τη διάθεση.
Στη στοά Πεσμαζόγλου αντηχούσε η λύρα του Ξυλούρη, και ο βηματισμός του Συκουτρή που πήγαινε σε κάποιο φαρμακείο, για να αγοράσει το δηλητήριο που τον βοήθησε να ξεμπερδέψει.
Ο Ελευθερουδάκης ψυχορραγούσε, και δεν είχε σχέση με την εποχή που τον επισκεπτόμουν, στις εξόδους από την εκπαίδευση Κυπρίων αξιωματικών στο Χαϊδάρι, πριν από έναν αιώνα.
Σταμάτησα στον Άγιο Διονύση των Καθολικών, είδα μια γυναίκα να σταυροκοπιέται ανάποδα, απομακρύνθηκα, χάιδεψα τις σβάστικες του Νομισματικού Μουσείου, και έριξα μια ματιά στις ζωγραφιές της οροφής (που μου έφεραν τον Σλήμαν στο μυαλό) και ύστερα μου φάνηκε ότι άκουσα ένα άδειο μπουκάλι ούζο να κυλά στις πλάκες.
Ο χρόνος μεταμορφώθηκε, έσπασε ο κύκλος, και η γραμμή, και έγιναν όλα σταυρός, μια συνάντηση αιωνιότητας και παρόντος.
Μια συνάντηση Κάποτε και Τώρα. Εδώ και τώρα.
Ναι.
Σταυροκοπήθηκα και απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, είδα τον Καρούζο να βγαίνει από το Ζώναρς (μαζί όλο το μυστικό θίασο), αναζήτησα το Κλεμέντε, το Μπραζίλιαν, του Απότσου, και τα σχετικά, και όλα ησύχασαν, γιατί κάπου εκεί, έξω απ’ το Άττικα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος προέτρεπε ένα νέο ποιητή: «Εγαμήσατε τη δεσποινίδα; Όχι; Ε, τότε να την γαμήσετε, αγαπητέ, να την γαμήσετε πάραυτα».
Έξοχα, σκέφτηκα, και ένας άνεμος μέγας, ανατολικός, με πήρε και με σήκωσε ως το Θησείο, στο σπίτι μας, εκεί όπου η Έλσα δεν χρειαζόταν να ξέρει σε ποιον χρωστούσε τον οίστρο μου, και πόσο μετρούσε το κάποτε, γι’ αυτό που συνέβαινε τώρα στον καναπέ, στο κρεβάτι, και σε διάφορα άλλα έπιπλα του σπιτιού.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top