Νίκος Φωκάς, Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο ματιού, έμμετρο αφηγηματικό ποίημα, εκδόσεις Εστία
Στις δύο τελευταίες ραψωδίες της Οδύσσειας, του επικού ποιήματος των 33.333 στίχων που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Οδυσσέας αρμενίζει προς τον Νότιο Πόλο, γυμνός πάνω σ’ ένα παγόβουνο, και εκεί καλεί όλους τους παλιούς συντρόφους της ζωής του, νεκρούς και ζωντανούς, για να τους αποχαιρετίσει πριν από το τέλος του. Στα δύο τελευταία κεφάλαια της Παρτούζας, του εκτενούς αφηγηματικού ποιήματος που έγραψε ο Νίκος Φωκάς, ο αφηγητής προσκαλείται σε μια βίλα στα βόρεια προάστια, όπου σε ένα μεγαλειώδες όργιο θα συναντήσει, αναπάντεχα, όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από την ερωτική του ζωή τα τελευταία χρόνια:
Στο μεταξύ η ατμόσφαιρα του χώρου είχε βαρύνει
Καθώς καθένας φανερά ποθούσε κάθε μία˙
Γύμνια, ποτό και μουσική δοκίμαζαν τα νεύρα
Κι ήρθε η στιγμή που χάθηκε για πάντα η ψυχραιμία.
Ελευθερία τα κορμιά παίρνοντας το ‘να απ’ τ’ άλλο
Ολοένα μεγαλύτερη με στόμα, πόδι, χέρι,
Σε γενική εξελίσσονταν το πράμα ακολασία
Χωρίς να ξεχωρίζει πια το ταίρι από το ταίρι.
Ο ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Νίκος Φωκάς γεννήθηκε το 1927 στην Κεφαλλονιά, σπούδασε στην Ελλάδα και τη Γερμανία και εργάστηκε επί δεκατρία χρόνια, στο Λονδίνο, ως δημοσιογράφος. Έχει δημοσιεύσει, από το 1954 ως το 2013, δεκατέσσερα βιβλία ποίησης, το τελευταίο από τα οποία κυκλοφόρησε ερήμην του, καθώς αιφνίδια ασθένεια τον έχει βυθίσει σε σιωπή ήδη από το 2003. Η ποίηση του είναι εξαρχής και σταθερά ειρωνική, στοχαστική, ακριβολόγα, πάντα γειωμένη με την πραγματικότητα και αναζητά διαρκώς αναλογίες μεταξύ της βιωμένης απ’ όλους μας καθημερινότητας και όσων συμβαίνουν μέσα μας.
Στη μέση περίπου αυτής της διαδρομής των πέντε δημιουργικών του δεκαετιών ο Νίκος Φωκάς θα γράψει και θα δημοσιεύσει την Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο ματιού, έργο το οποίο θα τον απασχολήσει πολλά χρόνια, από το 1976 συγκεκριμένα που θα πρωτοκαταπιαστεί με αυτό, μέχρι το 1991, που θα δημοσιευτεί σε δεύτερη και οριστική μορφή από τις «Εκδόσεις της Εστίας».
Η Παρτούζα είναι ένα εκτενές αφηγηματικό ποίημα, γραμμένο, κατά βάση, σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους με ομοιοκαταληξία – εντελώς διαφορετικό δηλαδή, στη μορφή τουλάχιστον, απ’ ό,τι ώς τότε είχε γράψει ο ποιητής. Το ποίημα θα μπορούσε, ίσως, να ενταχθεί στο ρεύμα του νεοφορμαλισμού, το οποίο εκείνα ακριβώς τα χρόνια εκδηλώνεται τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική και επιχειρεί να υπερβεί τα αδιέξοδα του μοντερνισμού, αναβιώνοντας την έμμετρη και ομοιοκατάληκτη ποίηση.
Αλλού, ωστόσο, φαίνεται να στοχεύει ο Νίκος Φωκάς και όχι στην επαναφορά των αυστηρών μορφών στη νεοελληνική ποίηση. Εξάλλου, και πριν και μετά από την Παρτούζα λίγα μόνο έμμετρα ή/και ομοιοκατάληκτα δικά του ποιήματα δημοσίευσε (περισσότερες μεταφράσεις ωστόσο). Γιατί ο στόχος του, όπως δηλώνει και στο σύντομο εισαγωγικό σημείωμά του, ήταν η αντίδραση στη μιμητικότητα, την εγκεφαλικότητα και τον κομφορμισμό του μεγαλύτερου μέρους της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής και η άρνηση όλων των σύγχρονων ποιητικών πρακτικών: της αφαίρεσης, της αραίωσης, της υπαινικτικότητας, του ερμητισμού, της αποσπασματικότητας και, πάνω απ’ όλα, της σοβαροφάνειας.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη διαφορά της Παρτούζας από την υπόλοιπη ποίηση των καιρών μας: στο ότι ο ποιητής γράφοντάς τη διασκέδαζε. Διασκέδαζε, οπωσδήποτε, από τη βωμολοχική του ευχέρεια και την αθυρόστομη στιχουργία του, από τις τροπές της αφήγησης και τον ευφάνταστο ερωτισμό του˙ αλλά, επίσης, διασκέδαζε σίγουρα και με τις αναμενόμενες αντιδράσεις των κριτικών, των αναγνωστών και, ακόμη περισσότερο, των ομοτέχνων του, καθώς η Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο ματιού έρχεται σε κόντρα με ό,τι ώς τότε και για δεκαετίες θεωρούνταν συμβατό με τη μοντέρνα ποιητική τέχνη.
Παρασκευή τη βάφτισαν μα τη φωνάζουν Εύη –
Μια χωρισμένη που ‘χε πριν κάποιο μυστήριο Τσέχο.
Δυο χρόνια που τη χαίρομαι˙ με πάθος και με δόλο
Θέλει δε θέλει την κρατώ, πουτάνα μου την έχω.
Της χωρισμένης το φιλί, που λέει και το τραγούδι,
Εγώ το γεύτηκα, εγώ και θα τ’ ομολογήσω.
Κι όχι μονάχα το φιλί της χωρισμένης όλα
Θα ομολογήσω και θα πω τα μπρος και τ’ από πίσω.
Έτσι ξεκινάει η αφήγηση στο πλαίσιο της οποίας θα μάθουμε για τη γνωριμία και τη σχέση του αφηγητή με την Εύη, την επιμονή του μέχρι τελικά να την κερδίσει, τη συνάντησή τους, στην ελληνική εξοχή, μ’ έναν ηδονοβλεψία και ποικίλα άλλα ερωτικά παραλειπόμενα:
Παράξενη καμιά φορά που σου ‘ναι αυτή η κοπέλα!
Τίποτα δεν τη φχαριστεί, τίποτα δεν τη φτάνει˙
Σ’ ό,τι κι αν κάνω ή φανταστώ μένι ψυχρή και ξάφνου
Ανάβει από ‘να τόσο δα, κοχλάζει σαν καζάνι…
Εξαντλημένος κάποτε με τις πολλές προσπάθειες
Που ωστόσο δεν απέδωσαν ας πούμε ως συνήθως
Κι αφού όλα πια της τα ‘κανα την άκουσα να λέει
Παρακαλεστικά σχεδόν «Αχ πιάσε μου το στήθος!»
Μόλις της το ‘πιασα άρχισε σαν άρρωστη να βόγγει
Κι απ’ τις πλατιές της συστροφές δεν την αρκούσε ο χώρος˙
Σαν να ‘παθε συμφόρεση τής στράβωσε το στόμα
Και σαν ψωμί τής φούσκωνε τ’ Αφροδίτης τ’ όρος.
Μ’ όση της έμενε φωνή σχεδόν μ’ εκλιπαρούσε
Να μη σταθώ –«αχ να χαρείς»– το στήθος να της πιάνω
Και τέτοιον είχε πυρετό που πριν το καταλάβω
Τη βρήκε ο τέλειος οργασμός στο πιάσιμό μου απάνω.
Ο αφηγητής, καθώς το ποίημα προχωράει κι εξελίσσεται, εκμεταλλευόμενος την απουσία της Εύης στο Παρίσι, θα ριχτεί και στη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Φρόσω: Μ’ άρεσε αλήθεια πάντοτε με τα ψηλά της πόδια / Που κάμποσες φορές θα πω μου ‘χανε χρησιμεύσει / Για φαντασιώσεις σαρκικές τη νύχτα στο κρεβάτι / Και την παράνομη ηδονή με τη διπλάσια γεύση. Κι η Εύη όμως, στο μεταξύ, θα έχει συναντήσει τον Τσέχο της στο Παρίσι και ο αφηγητής τη μεγαλύτερή του σε ηλικία Φωτεινή, τη γυναίκα του γέρου Δήμου, ο οποίος αργότερα θα κατορθώσει να ρίξει στο κρεβάτι, ή μάλλον στο πάτωμα, την Εύη. Θα ακολουθήσει η Αντέλα από την Ελβετία, ένας ακόμα Τσέχος, η Τζάκη, η οικιακή βοηθός από τις Φιλιππίνες, ο προϊστάμενος της Εύης, κεφάλι αντιπνευματικό με χτυπητή φαλάκρα, η αναχώρηση της Εύης που πια δεν αντέχει όλα αυτά, μια μυστηριώδης μασκοφόρος και ξανά η Φωτεινή και ο Δήμος, αλλά και η κόρη τους, ή μήπως η ίδια η θεά Αφροδίτη που τον καλεί να της πλύνει τα πόδια;
Κι όπως στα γόνατα έπεσα σαν για να προσκυνήσω
Μ’ ευγένεια εκείνη ανέσυρε μια ιδέα το χιτώνα
-Τα μάτια της απ’ ομορφιά ν’ αστράφτουν σαν πελέκια-
Και βάδισε μες στο νερό και στάθηκε κολώνα.
Η στύση στο αναμεταξύ μου ‘χε ανεβεί ως τη μέση…
Στο τέλος, απογοητευμένος και κουρασμένος, θα φύγει κι ο αφηγητής για το Λονδίνο και, εκεί, θα το ρίξει στην ποίηση, και τον αυνανισμό ίσως: Τέσσερις μήνες είχα πια που ήμουν στο Λονδίνο˙ / Τα θηλυκά δεν έλειπαν κι ας ήταν ό,τι βρέξει˙ / Μα τελικά βαρέθηκα τους πάντες και τα πάντα / Κι επέστρεψα στην ποίηση και την κακή την έξη. Ώσπου θα συναντήσει τη Μίλυ (και αργότερα, αναπόφευκτα, τον φίλο της τον Μπογάτσα):
Τότε ξεντύθηκα κι εγώ˙ σε πλήρη ήμουνα στύση.
Την πόρτα σπρώχνω, προχωρώ προς τα λευκά της κάλλη˙
Κι όπως τ΄ αμφίβιο αποζητά μες στο νερό να πέσει
Έτσι έπεσα μες στο νερό, σχεδόν με το κεφάλι.
Με δέχτηκε όπως δέχεται το χέλι τ’ άλλο χέλι
Παίρνει τη στύση μου παντού και δίχως παρακάλια.
Πιο ελεύθερη μες στο νερό μοιάζει, σαν γνήσια νύμφη,
Το υγρό στοιχείο τής έδινε μια παραπάνω ασφάλεια.
Μες στο νερό την κράτησα στην αγκαλιά μου για ώρα
Και σαν ποιητής, όχι εραστής μιας νύχτας, τη γαμούσα.
Ναι, το τονίζω, σαν ποιητής˙ κι αυτό γιατί στ’ αλήθεια
Ήταν σαν να ‘κανα έρωτα στην ίδια μου τη Μούσα.
Εδώ ας σταθούμε λίγο πριν απ’ το τέλος του ποιήματος. Κι ας αναλογιστούμε αν η ποίηση είναι μόνο αυτό που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε ή μήπως ο χώρος της είναι πολύ πιο ευρύς και μπορεί να περιλαμβάνει και την αφήγηση και το χιούμορ και την καύλα και την απόλαυση. Την ερωτική απόλαυση και την αναγνωστική απόλαυση.
Διαβάστε ακόμα: Αιμίλιος Μπερτιέ και Mihály Zichy, δύο ζωγράφοι που ύμνησαν το σεξ.