Ορισμένα πράγματα καταγράφονται στο φαντασιακό (ιδιαιτέρως αν απευθύνονται σ΄αυτή την περιοχή της ανθρώπινης φύσης) ακόμη κι αν η σκόνη του χρόνου προσπαθήσει να τα μουτζουρώσει. Ο περίβλεπτος Χέλμουτ Νιούτον έπαιζε κατεξοχήν με τις φαντασιώσεις. Ήξερε να τις φετιχοποιεί (sic), άρα είχε και τον τρόπο να τις κάνει να μοιάζουν αναλλοίωτες.
Το 1999 με την εκδοτική και καλλιτεχνική επίρρωση του γνωστού οίκου Taschen εξέδωσε ένα λεύκωμα που έμελλε να γράψει ιστορία και να αφήσει τέτοιο στίγμα που πλέον, ανέτως, μιλάμε για τη φωτογραφική ζωή πριν από το Sumo και μετά α’ αυτό.
Αυτός ακριβώς ήταν ο τίτλος του: «Sumo». Ένα μνημειώδες έργο τέχνης, μια ξέφρενη ίντριγκα του φωτογραφικού φακού με σκοπό να ερεθίσει τους οφθαλμούς, να διεγείρει το συναισθηματικό τοπίο, αφού προηγουμένως το σκάψει ως το κόκαλο.
Το λεύκωμα κυκλοφόρησε σε εξαιρετικά μεγάλη διάσταση, 70 x 50 εκ. με βάρος 35,4 κιλά, σε 10.000 αντίτυπα, όλα υπογεγραμμένα προσωπικά από τον γερμανό φωτογράφο και συνοδευόμενα από μεταλλική βάση σχεδιασμένη από τον Φίλιπ Σταρκ. Κοντολογίς: το άπαν του σπάνιου στιλ.
Αργότερα, ένα αντίγραφο του τόμου υπογράφηκε από πολλές προσωπικότητες και σε φιλανθρωπική δημοπρασία έγινε το πιο ακριβό βιβλίο του 20ού αιώνα.
Το 2009, το «Ίδρυμα Χέλμουτ Νιούτον» (Helmut Newton Foundation) στο Βερολίνο διοργάνωσε μια ασυνήθιστη, αλλά ταυτόχρονα συναρπαστική έκθεση, αφιερωμένη σε αυτόν θρυλικό τόμο: και οι 460 σελίδες του βιβλίου ήταν κρεμασμένες με πλαίσιο στον τοίχο, δίπλα-δίπλα, σε τρεις σειρές, η μία ψηλότερα από την άλλη.
Οι επισκέπτες της έκθεσης ήταν σε θέση να δουν τα πάντα με τη σειρά που ήταν στο βιβλίο, τις 400 αισθησιακές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αμέτρητων αστέρων της μόδας, του κινηματογράφου και της τέχνης.
Το 2019, με αφορμή τη συμπλήρωση μίας δεκαετίας από τη διοργάνωση της πρώτης έκθεσης και 20 χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου, η έκθεση Sumo επέστρεψε στο Ίδρυμα Χέλμουτ Νιούτον στο Βερολίνο. Στην έκθεση «Sumo» περιλαμβάνονταν τα πιο αγαπημένα έργα του, φωτογραφίες, από την αμίμητη καμπάνια του για τον Yves Saint Laurent «Le Smoking suit» του 1979, έως τη γυμνή φωτογράφηση της Πίνα Μπάους, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ φωτογραφημένη το 1989 για το Vanity Fair.
Παράλληλα, ο εκδοτικός οίκος Taschen επανέφερε το λεύκωμα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με μια XL έκδοση για τα τιμήσει την επέτειο της πρώτης έκδοσης. Οσο ζούσε ο Νιούτον είχε μελετήσει το project, αλλά τελικά δεν πρόλαβε να το δει ολοκληρωμένο. Την επιμέλεια αυτής της έκδοσης ανέλαβε, εντέλει, η γυναίκα του, June.
Η νέα έκδοση περιλάμβανε, πέραν των 464 σελίδων, και ένα επιπλέον βιβλίο, στο οποίο υπήρχε το making-of της τότε έκδοσης (το πώς και το γιατί έως τη στιγμή που βγήκε στον «αέρα»).
Οι γυναίκες του Νιούτον εξακολουθούν να συνεγείρουν, παρότι οι φωτογραφίσεις μόδας και η αισθητική πλευρά των πραγμάτων έχουν προχωρήσει, επειδή ακριβώς φέρουν ένα σύμβολο, ένα χθόνιο έμβλημα. Είναι αισθησιακές, θηλυκές δίχως την πεζή τρωτότητα του φύλου τους, είναι γεμάτες σεξουαλικούς χυμούς. Ομοίως επικίνδυνες και απειλητικές για την ανδρική έπαρση. Πάνω από όλα μαγνητικά ακαταμάχητες.
Ο Νιούτον έγινε γνωστός κατά τη δεκαετία του 1970, ενώ εργαζόταν κυρίως για τη γαλλική Vogue, και υμνήθηκε για τα αμφιλεγόμενα σενάρια, τον έντονο φωτισμό και τις εντυπωσιακές συνθέσεις σε δρόμους ή εσωτερικούς χώρους και όχι σε στούντιο.
Οι φωτογραφίες του για διάφορα περιοδικά μόδας ήταν μερικές από τις πρώτες που απροκάλυπτα παρουσίαζαν τη γυναικεία γύμνια με θριαμβευτικό και δυναμικό τρόπο. Ωστόσο, στις τολμηρές του εικόνες, υποβόσκουσα είναι η παρακμή και η σκληρότητα που μπλέκονται σε πολύπλοκες ιστορίες σεξ και δύναμης. Είναι αυτή η ποιότητα στην τέχνη του που έμεινε στον χρόνο και έχει αφήσει το σημάδι του στην ιστορία της φωτογραφίας της μόδας.
«Ο Χέλμουτ δεν έβαλε ποτέ τον εαυτό του σε βάθρο. Μας μιλούσε, όπως μιλούσε στον καθένα, παρόλο που ήμασταν απλώς οι μαθητευόμενοι και ήταν ο δάσκαλος. Αλλά στη δουλειά, όλα ήταν σοβαρά. Ήταν ο δρ. Τζέκιλ και ο κ. Χάιντ. Απαιτούσε πολύ βαθιά συγκέντρωση από εμάς – ο φωτισμός έπρεπε να είναι τέλειος, όλα έπρεπε να είναι σωστά. Ήταν ένα καλό μάθημα για μας. Μου άρεσε το πνεύμα του Χέλμουτ, ειδικά η προσέγγισή του στη μόδα. Μου έλεγε πάντα: “Ποτέ μην ξεχνάς γιατί είσαι εκεί. Είσαι εκεί για να δείξεις τα ρούχα”. Και είναι τόσο αλήθεια – νομίζεις ότι έκανε φωτογραφίσεις έξω, άγρια πλάνα, αλλά αν κοιτάξεις τις φωτογραφίες του, μπορείς να δεις κάθε κουμπί» ανέφερε ο Mark Arbeit στο another, με αφορμή την έκθεση το 2019.
Διαβάστε ακόμα: Νίκος Δήμου: «Έχουν τα αυτοκίνητα ψυχή;»