Αριστερά: «Θα έρθουν στιγμές που οι άνθρωποι θα σας πουν ότι ‘‘το χρήμα είναι σκληρό’’. Σκληρές είναι και οι τσακμακόπετρες, μα μέσα τους δεν έχουνε μέταλλο», γράφει στον Μπλέικ ο Θορώ. (Fabrizio Cassetta, «Henry David Thoreau»). Δεξιά: «Ο αναγνώστης παρατηρεί τη φιλοσοφική διάσταση των λόγων του Θορώ, που εφάπτεται με τις υπαρξιακές του ενατενίσεις για τα πράγματα, όπως αυτές αποκαλύπτονται μέσα από τις επιστολές του», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

[…] Οι έμποροι και οι εταίροι περιφρονούσαν ανέκαθεν τον υπερβατισμό, τους υψηλούς νόμους κ.ο.κ., γκρινιάζοντας: «Φτάνει πια με τις ανοησίες σας», σαν να ήταν γαντζωμένοι από κάτι όχι απλώς συγκεκριμένο, αλλά βέβαιο κι απαράλλαχτο. Αν υπήρχε ένα ίδρυμα που διατυμπάνιζε ότι έθετε τις βάσεις του σε έδαφος γερό κι ασφαλές, και περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο απέπνεε τούτη την αλαζονική κοινή λογική, σύνεση και πρακτικότητα, δεν είναι άλλο από την τράπεζα – οι ίδιες τράπεζες που τώρα θυμίζουν τους καλαμιώνες όταν τους μαστιγώνει ο άνεμος. Ζήτημα είναι αν έστω και μία κράτησε τις υποσχέσεις της σε τούτο τον τόπο… […] Οι δύσκολοι καιροί, πιστεύω, έχουν μεταξύ άλλων την παρακάτω αξία: μας δείχνουν το κύρος αυτών των υποσχέσεων – δηλαδή, πού να βρούμε αξιόπιστες τράπεζες. […]

Θα έρθουν στιγμές που οι άνθρωποι θα σας πουν ότι «το χρήμα είναι σκληρό». Αυτό δείχνει ότι δεν είναι για φάγωμα, λέω εγώ. Μονάχα φανταστείτε έναν άνθρωπο σε αυτό τον καινούργιο κόσμο, μέσα στην ξύλινη καλύβα του, ανάμεσα στα καλαμπόκια και τις πατάτες του, με μια στάνη από τη μία μεριά, να λέει ότι το χρήμα είναι «σκληρό»! Σκληρές είναι και οι τσακμακόπετρες, μα μέσα τους δεν έχουνε μέταλλο. Τι σχέση έχει αυτό με την καλλιέργεια του φαγητού του, το κόψιμο των ξύλων του (ή το πελέκημα), με το να μένει μέσα όταν βρέχει, κι άμα το φέρει η ανάγκη, να πλέκει ή να υφαίνει τα ρούχα του; […] Τους βλέπω να κολυμπάν μέσα στα ρούχα τους, εισπράττοντας τα ενοίκια, παίρνοντας πράγματι αυτό που δικαιωματικά τους ανήκει, πίνοντας μπύρες πικρές που μόνο αυξάνουν τη δίψα τους, μουσκεύοντας όλο και περισσότερο τους εαυτούς τους, μέχρι που στο τέλος φτάνουν στον πάτο του βαρελιού. Αρκετά όμως με αυτά. […]

«Φανταστείτε έναν άνθρωπο, μέσα στην ξύλινη καλύβα του, ανάμεσα στα καλαμπόκια και τις πατάτες του, να λέει ότι το χρήμα είναι ‘‘σκληρό’’»!

Θα πρέπει να νιώθετε άλλος άνθρωπος ύστερα από τη μοναχική σας βόλτα στα βουνά. Θεωρώ πως όταν βρίσκομαι στις κορφές τους αισθάνομαι το ίδιο δέος με εκείνων που μπαίνουν σε μια εκκλησία. Να βλέπεις πάνω σε τι γη έχτισες το σπίτι σου και, ενδεχομένως, έναν κήπο! Είναι σαν το πέρασμα χρόνων και χρόνων. Πρέπει να ανεβείτε ένα βουνό για να μάθετε τι σας συνδέει με την ύλη, κι απωτέρως με το ίδιο σας το κορμί, αφού αυτό ανήκει εκεί, ενώ εσείς όχι. Αυτό ίσως να πλάστηκε εκεί, και δεν το έχει σε τίποτα να ξαναγυρίσει πίσω, παρά μες στον κήπο σας, προκειμένου να γίνει στάχτη· αλλά το πνεύμα σας, αναπόφευκτα, φεύγει μακριά και παρασέρνει μαζί του και το σώμα – εάν αυτό ζει. […]

«Αν τυχόν βρεθήκατε στην κορφή του όρους Ουάσινγκτον, σας ερωτώ, τι βρήκατε εκεί πάνω; Βλέπετε, μόνο έτσι αποδεικνύει κανείς την εμπειρία του. Το να ανεβείτε εκεί πέρα κι απλώς να σας φυσήξει ο άνεμος δεν είναι τίποτα». (William Frederick de Haas, «Mount Washington, New Hampshire»).

Δεν σας πήρε πολύ για να ανεβείτε στο βουνό – έτσι σκεφτήκατε· μα ανεβήκατε πράγματι; Αν τυχόν βρεθήκατε στην κορφή του όρους Ουάσινγκτον, σας ερωτώ, τι βρήκατε εκεί πάνω; Βλέπετε, μόνο έτσι αποδεικνύει κανείς την εμπειρία του. Το να ανεβείτε εκεί πέρα κι απλώς να σας φυσήξει ο άνεμος δεν είναι τίποτα. Την περισσότερη ορειβασία δεν την κάνουμε εκεί (αφού κυρίως κολατσίζουμε κ.ο.κ.), αλλά σαν είμαστε πίσω στο σπίτι. Αφού γυρίζουμε πίσω είναι που σκαρφαλώνουμε πράγματι στο βουνό, αν συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Τι είπε το βουνό; Τι έκανε το βουνό; […]

 

Σημ.: «Ο Χάρρισον Ότις Γκρέι Μπλέικ (1816-1898) υπήρξε ο πρώτος μαθητής και ‘‘ακόλουθος’’ του Θορώ, υπό την έννοια ότι τον έκανε να αισθάνεται ότι ο λόγος του είχε κάποιον άξιο αποδέκτη κι ότι τα λόγια του δεν χάνονταν στο κενό. Και τι σημαντικότερο από αυτή την αίσθηση για έναν συγγραφέα, έναν φιλόσοφο! […] Ο Θορώ και ο Μπλέικ παρέμειναν φίλοι ως τον θάνατο του πρώτου, τον Μάρτιο του 1862, και πολλές φορές επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο ή ταξίδευαν μαζί». (Από την Εισαγωγή της μεταφράστριας Ελένης Αγγέλου).

 

// Απόσπασμα από μια επιστολή του Henry David Thoreau (Κόνκορντ, 16 Νοεμβρίου 1857) στον Harrison G. O. Blake, από το βιβλίο του «Γράμματα ενός υπερβατιστή». Εισαγωγή-Μετάφραση: Ελένη Αγγέλου. Επιμέλεια: Κώστας Αντωνίου. Εκδόσεις Ροές, σειρά microMEGA, 2020.

 

Διαβάστε ακόμα: Θορώ: «Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top