O θρυλικός Jeff Beck, ένας από τους σημαντικότερους κιθαρίστες της ροκ, πέθανε σε ηλικία 78 ετών (φωτογραφία: deadline.com).

Πριν από πολλά χρόνια, όταν δούλευα στη διαφήμιση, μία συνάδελφος αποφάσισε να μετακινηθεί σε άλλη εταιρεία. Στο αποχαιρετιστήριο email που έστειλε σε όλους και αναφερόταν στον καθένα ξεχωριστά, έγραψε για την αφεντιά μου: «Στον Μωρίς εύχομαι να χαίρεται πάντα τη μουσική του αγαπημένου του Jeff Beck».

Η ιστορία του Beck είναι λίγο-πολύ γνωστή. Μέλος της θρυλικής τριπλέτας των Yardbirds, αντικατέστησε τον Eric Clapton και συνέπεσε με τον Jimmy Page (κατά δική τους ομολογία, ήταν ανώτερος και των δύο). Σχημάτισε το Jeff Beck Group, με τραγουδιστή τον Rod Stewart και μετά ήταν μέλος του βραχύβιου συγκροτήματος Beck, Bogert & Appice.

Ο Jeff Beck αποχαιρετάει τη σκηνή (φωτογραφία: telegraph.co.uk).

Για 45 χρόνια, ο Beck δεν επαναπαύθηκε ποτέ. Σε μια συνεχή μουσική αναζήτηση, πέρασε από όλα τα είδη μουσικής.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις μέρες μας, ακολούθησε μια εξαιρετική σόλο καριέρα. Για 45 χρόνια, ο Beck δεν επαναπαύθηκε ποτέ. Σε μια συνεχή μουσική αναζήτηση, πέρασε από όλα τα είδη μουσικής, από τα blues στο heavy metal και από το funk στη jazz και την κλασική. Αυτή του η ευελιξία τον έκανε περιζήτητο και ως session man: εάν ανατρέξετε στο ίντερνετ σε ποιους δίσκους έχει παίξει, εκτός των δικών του, είναι πολύ πιθανό ότι θα βρείτε κάποιον που έχετε στη δισκοθήκη σας.

Ανακάλυψα τον Jeff Beck στο γυμνάσιο μέσα από ξένα μουσικά περιοδικά. Η πρώτη μου ανάμνηση μάλιστα από αυτόν είναι μια φωτογραφία του στο γερμανικό Pop το οποίο δεν μπορούσα καν να διαβάσω, αλλά το είχα πάρει δυο-τρεις φορές για να δω τις νέες κυκλοφορίες. Και όταν διάβασα γι αυτόν και αγόρασα τον πρώτο μου δίσκο του, έγινα αμέσως πιστός – ο όρος fan δεν επαρκεί.

Οπως αποδεικνύουν και τα σχετικά εισιτήρια, ο Μωρίς Σιακκής ακολούθησε αρκετές φορές τις… νότες του Beck.

Ακολούθησαν όλοι οι δίσκοι του, και από ένα σημείο και μετά, οι συναυλίες του που αποτελούν όλες σημείο αναφοράς. Το 1981 ήμουν στο Λονδίνο για τουρισμό και είδα τυχαία ότι δίνει συναυλία μια μέρα πριν φύγω. Τηλεφώνησα στην Αθήνα, πήρα άδεια από τη δουλειά μου, και άλλαξα το αεροπορικό εισιτήριο.

Εγκατέλειψα για άλλη μια φορά την παρέα («Κι άλλη συναυλία; Δεν σου φτάνουν οι δύο που είδες;») με τη δικαιολογία ότι δεν είναι μια συναυλία σαν τις άλλες και πήγα και έγινα μάρτυρας μιας πανδαισίας. Όντως δεν ήταν σαν τις άλλες. Μέχρι τότε, δεν είχα δει καλύτερη συναυλία στη ζωή μου. Και για να δέσει το γλυκό, εμφανίστηκε επί σκηνής στο encore και ο Jimmy Page για να παίξουν μαζί το “Going down”.

Το 1990, μαθαίνοντας ότι κάνει περιοδεία, αποφάσισα να ξεσηκώσω έναν «ομοιοπαθή» φίλο μου να πάμε να τον δούμε στο Λονδίνο. Επειδή όμως δουλεύαμε και οι δύο, πετάξαμε χωριστά και δώσαμε ραντεβού εκεί. Όταν φτάσαμε, μας περίμενε η απόλυτη ψυχρολουσία στη μορφή μιας πινακίδας: “Jeff Beck Concerts Postponed”. Αφού ρωτήσαμε λεπτομέρειες στο γκισέ, καθίσαμε για μια ώρα έξω από το θέατρο κοιτάζοντας την πινακίδα με την ελπίδα ότι θα εξαφανιστεί αυτή και θα εμφανιστεί αυτός.

Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, τα κοινωνικά μέσα κατακλύζονται από αναρτήσεις συναδέλφων του όπως ο Carlos Santana, ο Warren Haynes, ο Ronnie Wood, ο Mick Jagger.

Κάποια στιγμή, πιάσαμε κουβέντα με άλλους περίλυπους και ένας πήγε να παρηγορήσει την ομήγυρη: «Θα ανακοινώσει νέα ημερομηνία και θα τον δούμε τότε, τα εισιτήρια ισχύουν». Τον ρώτησα πού μένει, μου είπε στο Λονδίνο και όταν του απάντησα ότι εμείς ήρθαμε από την Ελλάδα με κοίταξε σαν εξωγήινο.

Εννιά χρόνια μετά, το επιχειρήσαμε ξανά, αφού προηγήθηκε το σχετικό lobbying πρώτα στη γυναίκα του («παίζει ο Jeff και λέω να πάω, να του το πω;») και έπειτα η παρότρυνση στον φίλο μου: «Mα δεν μπορεί να ακυρώσει ξανά, δεν γίνονται αυτά», αν και η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε και πολύ πίεση. Αυτή τη φορά μας αποζημίωσε με το παραπάνω. Και ακόμα παραπάνω, αποζημίωσε τον Θοδωρή – δεν του έφτανε η μία φορά, αγόρασε άλλο ένα εισιτήριο, τον είδε και δεύτερη φορά και ισοφάρισε την προηγούμενη νίλα.

Μέλος της θρυλικής τριπλέτας των Yardbirds, αντικατέστησε τον Eric Clapton και συνέπεσε με τον Jimmy Page (φωτογραφία: Roger Ressmeyer/Corbis Historical).

Το 2004, δώσαμε ραντεβού στο Λονδίνο με τέσσερις “Beckolics” από Αθήνα (Λάκης και Ανέστης) και Θεσσαλονίκη (Γιώτης και Χάρης) για να δούμε live τον Jeff την ημέρα των 60ών γενεθλίων του. Ενώ περπατούσα στον διάδρομο που συνδέει το μπαρ του Albert Hall με το θέατρο, είδα τον Γιώτη, πρόεδρο του άτυπου ελληνικού Jeff Beck Club, να μιλάει με έναν λιγνό Μαύρο που ήταν ο τότε ντράμερ του Beck.

Αφού μιλήσαμε για λίγο, μας αποχαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς τα ενδότερα. Ένα λεπτό μετά, σε άλλον διάδρομο, είδα μπροστά μου φάντη μπαστούνι τον Jimmy Page. Στο τέλος δε της συναυλίας, είχαμε και το σχετικό “Happy Birthday” του Ronnie Wood προς τιμήν του φίλου του.

Ήταν από τους λίγους που πήγαν την κιθάρα «εκεί που δεν την είχε πάει κανείς».

Και επειδή ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται με τίποτα, η ad hoc παρέα συνευρέθηκε διευρυμένη, το καλοκαίρι του 2007 στο φεστιβάλ του Montreux, για να τον ξαναδεί. Μετά το τέλος της, περιμέναμε για μία ώρα έξω από το artists’ entrance μπας και του πούμε καμία κουβέντα, αλλά δεν σταθήκαμε τυχεροί. Ο πιο επίμονος όμως της παρέας τον πέτυχε το άλλο πρωί, πριν φύγει από το ξενοδοχείο του.

Από το 1976 έως το 2011 ήταν σχεδόν μόνιμα υποψήφιος για Grammy.

Το εντυπωσιακό είναι ότι από τις τέσσερις συναυλίες που τον έχω δει live, και από άλλες τόσες σε DVD, δεν μπορώ να επιλέξω κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή κάποιο κομμάτι. Κάτι η μόνιμη υψηλή ποιότητα σύνθεσης και εκτέλεσης, κάτι ο instrumental χαρακτήρας τού μεγαλύτερου μέρους του έργου του, κάθε συναυλία του ήταν σαν ένα ακουστικό όνειρο που στην αρχή το παρακολουθείς, αλλά μετά χάνεσαι σε αυτό και το αφήνεις να σε πάει. Κάποια στιγμή ξυπνάς και έχει τελειώσει. Χαίρεσαι όμως γιατί σε αντίθεση με τα όνειρα ήταν αληθινό.

Για τον Beck έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν περισσότερα από συναδέλφους και ειδικούς, ενώ το συνάφι του τον έχει πολύ ψηλά. Ήδη, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, και λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, τα κοινωνικά μέσα κατακλύζονται από αναρτήσεις συναδέλφων του όπως ο Carlos Santana, ο Warren Haynes, ο Ronnie Wood, ο Mick Jagger…

Σε επίπεδο διακρίσεων, από το 1976 έως το 2011 ήταν σχεδόν μόνιμα υποψήφιος για Grammy (8 βραβεία σε 16 υποψηφιότητες), ενώ έχει εισαχθεί στο Rock N Roll Hall of Fame, τόσο με τους Yardbirds όσο και ατομικά. Εάν δε με ρωτούσε κάποιος «ποια είναι αυτά που τον έχουν κάνει μεγάλο;» θα έλεγα τέσσερα πράγματα.

Το πρώτο, ότι ήταν «ανήσυχος» συνθετικά και τέλειος εκτελεστικά. Το δεύτερο, ότι ενώ ήταν από τους λίγους που πήγαν την κιθάρα «εκεί που δεν την είχε πάει κανείς», το έκανε αυτό στην υπηρεσία της μουσικής και όχι στο πλαίσιο ενός trip επιδειξιακής δεξιοτεχνίας.

Το τρίτο, ότι άλλαξε στυλ μουσικής με απίστευτη ευκολία και το τέταρτο, ότι ακολούθησε πεισματικά τον δικό του μοναχικό δρόμο, αλλάζοντας συνεργάτες με την ίδια ευκολία, αλλά και παίρνοντας αποφάσεις που συχνά επηρέασαν αρνητικά την αναγνωρισιμότητά του και την εμπορική του επιτυχία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την άρνησή του να προσχωρήσει στους Rolling Stones.

Το παίξιμό του έδωσε άλλη διάσταση στα κιθαριστικά σόλο (φωτογραφία: people.com).

Βέβαια, αν το είχε κάνει, δεν ξέρω πόσο χρόνο θα είχε να αφιερώνει στα αγαπημένα του hot-rods, τα οποία «έφτιαχνε» ο ίδιος, να παίζει σε δίσκους τόσων άλλων καλλιτεχνών, να γράφει μουσική για ταινίες ή να εμφανίζεται και σε ρόλους cameo σε κάποιες άλλες. Τελικά, he did it his way. Ευτυχώς γι αυτόν και για μας.

Ακούστε:

Blow by blow (1975)
Who else (1999)
Emotion & Commotion (2010)
Tina Turner – Private dancer (1984)
Jon Bon Jovi – Blaze of glory (1990)
Roger Waters – Amused to death (1992)
Kate Bush – The red shoes (1993)
Seal – Seal (1994)
Imelda May – Life love flesh blood (2017)

Και δείτε:

– Εμφάνιση των Yardbirds στην ταινία Blow-Up (1966) – YouTube
– Έμφάνιση στην ταινία Twins (1988) – YouTube
– Performing this week: Live at Ronnie Scott’s (2008)

 

//Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω» και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει τη σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών «Ροκ Ιστορίες» στο ΒΗΜΑ FM, έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη του ροκ: “Let the rock stories roll” (Εκδόσεις Ποταμός) και “448 μίλια, εκατομμύρια νότες” (Εκδόσεις Μαριλού).

 

Διαβάστε ακόμα: Τζόνι Κας. Ο μαυροφορεμένος πρίγκιπας που περπάτησε στη φωτιά.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top