Δύο άνθρωποι έλκονται, ζουν έναν παράνομο έρωτα, χωρίζουν και ζουν με τη σφοδρότητα των αναμνήσεων.

Πέραν της μαεστρίας της να παίζει στην επιφάνεια των εικόνων και των φετιχιστικών της τάσεων, η «Ερωτική Επιθυμία» (In the mood for love) είναι μια γεννήτρια χρόνου, αισθημάτων και βάθους. Βγήκε στις αίθουσες το 2000 και άφησε εποχή. Την υπέγραφε ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι, ο σκηνοθέτης του «2046», και είναι ίσως η ωραιότερη ταινία του ασιατικού κινηματογράφου.

Βρισκόμαστε στο Χονγκ-Κονγκ του χρυσού 1962, όπου Boy meets girl ή, εν προκειμένω, Man meets woman. Εκείνη είναι παντρεμένη κι αυτός το ίδιο. Μένουν σε διπλανά διαμερίσματα. Διασταυρώνονται, αγγίζονται, συναντώνται, μιλάνε (λίγο), ερωτεύονται, διστάζουν, κλαίνε, ονειρεύονται, υποφέρουν, χωρίζουν, επιστρέφουν στους τόπους της ανολοκλήρωτης αγάπης τους κι ύστερα κατακλύζονται από τις αναμνήσεις εκείνου του ελάχιστου χρόνου που έζησαν μαζί.

Αυτό είναι όλο, πρόκειται για την πιο παλιά ιστορία του κόσμου, την πιο απλή, την πιο γνωστή, την πιο βιωμένη, πάντα, παντού. Την αφηγήθηκαν μυριάδες φορές, κάτω απ’ όλες τις γωνίες, σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, από τον Σιντ του Κορνέιγ ώς τη Σύντομη Συνάντηση του Ντέιβιντ Λην και Τις Γέφυρες του Μάντισον του Κλιντ Ίστγουντ. Το να κάτσεις να κάνεις μια ταινία σήμερα πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι σκέτη πρόκληση.

Η αισθητική παραπέμπει στα έργα του Ελ Γκρέκο και του Παρμετζανίνο.

Γιατί αυτήν την αιώνια ιστορία του αρσενικού και του θηλυκού που δεν επιτρέπεται ν’ αγαπηθούν οι σκηνοθέτες του παρελθόντος, αυτούς που αγαπάει ο Καρ-Γουάι –ο McCarey, ο Sirk, ο Ray, ο Kazan, οι μεγάλοι δραματικοί-, την περιέγραψαν καθένας με τη ρητορική του. Οι πιο ιδιοφυείς από τους διαδόχους –από τον Αντονιόνι στον Φασμπίντερ, περνώντας από τον Γκοντάρ και τον Eustache, τη σχολίασαν, την αμφισβήτησαν, τη μείωσαν, γιατί ήξεραν ότι αδυνατούσαν να υποστηρίξουν πια την αθωότητά της.

Ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι αυτό που έκανε είναι να κρατήσει τον αφρό της, να κάνει πέρα τον κυνισμό, να αναδείξει τη χάρη και την ευγένεια της αιδημοσύνης. Σε μια εποχή όπου όλα είναι επιφανειακά, εμπορεύσιμα, ενίοτε κανιβαλιστικά, εκείνος προτίμησε να ποντάρει στο αγνό αίσθημα, κινηματογραφώντας το με ραλαντί και αξελερέ, με στοπ καρέ, με κορεσμένα χρώματα, σε μια ατμόσφαιρα υπό βροχήν και τη μεγάλης φινέτσας μουσική του Michael Galasso.

Από μια άποψη, η ματιά είναι μεταμοντέρνα. Το αίσθημα της χωροχρονικής διασποράς εμφανίζεται μόνο μόλις επιβεβαιωθεί η αποτυχία. Πριν από τον σπαρακτικό επίλογο, το φιλμ οργανώνεται αποκλειστικά και θρησκευτικά γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές μαζί με κάποια διακοσμητικά στοιχεία (τα φορέματα της πανέμορφης Μάγκι Τσενγκ και το τσιγάρο του Τόνι Λιούνγκ) και χώρους περιορισμένους και τετριμμένους (δυο δωμάτια, διάδρομος, σκάλα, δυο γραφεία, μια γωνιά δρόμου, ένα ταξί, ένας τοίχος).

Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς μια εξαίσια διαχρονική ταινία, αλλά κι ένα μουσικό έργο μεγάλης πλαστικής ομορφιάς.

Όμως, η αισθητική παραπέμπει στα έργα του Ελ Γκρέκο και του Παρμετζανίνο, αναγνωρίζεις το contrapposto των μανιεριστών στην κίνηση της κάμερας και τα άλικα χείλη της Μάγκι παραπέμπουν στη Μέριλιν του Γουόρχολ, υπογραμμίζοντας την ευθραυστότητά της.

Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς μια εξαίσια διαχρονική ταινία, αλλά κι ένα μουσικό έργο μεγάλης πλαστικής ομορφιάς. Ο WKW ενορχηστρώνει τη διαδοχή των πλάνων του σαν μια ερωτική συγχορδία, με τις επαναλήψεις της (που ποτέ δεν είναι ακριβώς), τον ασύγκριτο ρυθμό της, τις σιωπές της, τα φτερουγίσματα και τα αγκομαχητά της.

Οι δύο πρωταγωνιστές, ανίκανοι να διαπράξουν μια μπανάλ μοιχεία («Δεν θά ‘μαστε ποτέ σαν τους άλλους»), προτιμούν να βυθιστούν σ’ ένα ανικανοποίητο όνειρο. Που, εντέλει, μέσα στην απέραντη τρυφερότητά του, για τον θεατή είναι μια κάθαρση. Ο WKW καταφέρνει να φιλμάρει το άφατο, να πει τα πάντα μ’ ένα βλέμμα κι ένα άγγιγμα, να φωλιάσει την αγάπη και τα μυστικά της στην κουφάλα ενός δέντρου. Όπως παλιά, όπως πάντα.

 

Διαβάστε ακόμα: 20 χρόνια από τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» – αλεγκρία και διαβολικό στυλάκι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top