Ο 38χρονος χορευτής και χορογράφος Ιωάννης Μανταφούνης θα χορέψει για τελευταία φορά επί σκηνής στην παράσταση «Faded» που θα παρουσιαστεί στη Στέγη από τις 12 μέχρι τις 14 Απριλίου. Φωτογραφία: Gregory Batardon.

Ο Ιωάννης Μανταφούνης αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση διεθνούς Έλληνα. Γεννημένος στην Ελλάδα το 1981, είναι γιος της χορεύτριας Ιβόν Ριμπάρ και του χορογράφου Χάρη Μανταφούνη. Σπούδασε χορό με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού και χόρεψε με το Μπαλέτο της Όπερας του Γκέτεμποργκ, το Nederlands Dans Theater II και τη Forsythe Company. Στη συνέχεια, ξεκίνησε να εργάζεται ως ανεξάρτητος χορογράφος εστιάζοντας στο πείραμα, την έρευνα και τον αυτοσχεδιασμό. Στην Ελλάδα, έγραψε στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως ιπτάμενος Έρωτας στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Δεκαπέντε χρόνια μετά, απαντάει στις ερωτήσεις μας από την Ελβετία όπου βρίσκεται αυτές τις μέρες για την πρεμιέρα του τελευταίου έργου στο οποίο θα συμμετέχει ως χορευτής.

– Η παράσταση «Faded» παρουσιάζει τη σταδιοδρομία ενός χορευτή από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του μέχρι την τελευταία του υπόκλιση. Εσείς, είστε μόλις 38 ετών. Ισχύει ότι αυτή θα είναι πράγματι η τελευταία φορά που θα σας δούμε να χορεύετε;
Ναι, ισχύει. Είναι η τελευταία παράσταση που ανεβάζω με εμένα ως ερμηνευτή. Οι λόγοι είναι απλοί. Χορεύω επαγγελματικά από τα δεκαεπτά μου. Με όλα αυτά τα χρόνια επί σκηνής και όλες αυτές τις περιοδείες ανά τον κόσμο, το σώμα μου έχει καταπονηθεί. Εδώ και είκοσι χρόνια ζω με μια βαλίτσα στο χέρι. Η ζωή μου έμοιαζε κάποια στιγμή να περνάει σε ένα αεροδρόμιο, σε ένα σταθμό τρένων. Με τη μάνατζερ της ομάδας μου κάναμε μια πρόχειρη καταμέτρηση και καταλήξαμε στο ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια έδωσα περίπου 2.500 παραστάσεις. Από αυτή την άποψη, νιώθω πλήρης. Δεν πρόκειται να σταματήσω να ερευνώ το χορό, απλώς θα σταματήσω να βγαίνω στη σκηνή.

«Με τη μάνατζερ της ομάδας μου κάναμε μια πρόχειρη καταμέτρηση και καταλήξαμε στο ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια έδωσα περίπου 2.500 παραστάσεις. Από αυτή την άποψη, νιώθω πλήρης».

– Με τι θα ασχοληθείτε στη συνέχεια; Θα αφοσιωθείτε στη χορογραφία και τη διδασκαλία;
Εννοείται ότι θα συνεχίσω να χορογραφώ. Ούτως ή άλλως, έχω αφιερωθεί στη χορογραφία εδώ και πολλά χρόνια και είναι ένα επάγγελμα που έχω αγαπήσει. Κάτι που είναι μάλλον σημαντικό να μοιραστώ μαζί σας είναι το ότι όλα αυτά τα χρόνια δούλευα για να αναιρέσω όσο περισσότερο μπορούσα τη φόρμα του χορού και της χορογραφίας. Κι αυτό με έβαλε σε δύσβατα και πολύπλοκα μονοπάτια καθώς τα έργα μου κατέληξαν να μην έχουν ούτε structure ούτε κινησιολογικά εργαλεία.

»Ακολουθώ μια μεθοδολογία την οποία ανέπτυξα στην πορεία και αυτή είναι που με παρακινεί, τόσο στο στούντιο όσο και επί σκηνής. Η προσέγγιση αυτή είναι, όμως, πολυεπίπεδη. Και μου είναι σχεδόν αδύνατον να συνεχίσω με τον ίδιο τρόπο χωρίς να μου ξεφύγει κάτι. Ενώ μέχρι ένα σημείο η δυσκολία του να είμαι ταυτόχρονα ερμηνευτής και χορογράφος μου έδινε περισσότερη ελευθερία, τώρα, εκεί που έχει πάει η χορογραφική μου δουλειά έχει γίνει τόσο περίπλοκη που δεν μπορώ να χορεύω και να χορογραφώ ταυτόχρονα. Αν συνεχίσω, κάτι θα χάσει: ή η χορογραφία ή ο χορός μου.

»Έπειτα, πολύς κόσμος μέσω των έργων ή των διδασκαλιών μου αρχίζει να αγγίζει τη μεθοδολογία αυτή. Θέλω να τους τη δώσω, να την αναπτύξουν και αυτοί όπως θέλουν. Να δω κι εγώ απ’ έξω μια φορά τι μας δίνει όλο αυτό το κομμάτι της μεθόδου.

Με την πολυτάλαντη ηθοποιό Αντιγόνη Φρυδά η οποία τον συνοδεύει μουσικά επί σκηνής. Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλί.

– Η μητέρα σας Ιβόν Ριμπάρ και ο -γνωστότερος, στη χώρα μας- πατέρας σας Χάρης Μανταφούνης είναι άνθρωποι του χορού. Πιστεύετε ότι μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η πορεία σας στο χορό ήταν μονόδρομος; Είχατε κάποια στιγμή άλλα σχέδια;
Δεν ξέρω αν ήταν μονόδρομος, αλλά σίγουρα ο δικός μου δρόμος ήταν ο χορός.

– Η καθημερινότητα της χορευτικής πράξης, τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης όσο και σε επίπεδο παραστάσεων, υπήρξε σκληρή για εσάς; Στερηθήκατε πράγματα τόσο σημαντικά που να πιστεύετε ότι κάνατε πραγματικά θυσίες για την τέχνη σας;
Ναι, για μένα προσωπικά μπορώ να πω πως ήταν δύσκολη. Δεν είναι έτσι για όλους. Αλλά για μένα, όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες στο στούντιο μέχρι να πει το σώμα ή το έργο «φτάνει, πια». Τι άλλο να χωρέσει δίπλα σε αυτό; Φυσικά, δεν θα μπορούσα κάνω κάτι άλλο γιατί ο χορός είναι αυτό που αγαπώ. Ήταν δύσκολα, γιατί νομίζω ότι δεν χωρούσε τίποτα άλλο στο σώμα και το μυαλό μου. Ήταν λίγο σαν να ήμουν μονοδιάστατος, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο. Δυσκολεύτηκα πολύ να ανοίξω τα μάτια μου και να δω μια άλλη πραγματικότητα. Όλα τα έβλεπα υπό το πρίσμα του χορού και της χορογραφίας. Ήταν σαν μια πώρωση ή σαν ένας εθισμός. Σήμερα κάτι αλλάζει και θέλω να ζήσω αυτήν την αλλαγή.

– Ο τίτλος «Faded» -θαμπός, ξεθωριασμένος- αποτελεί μια αναφορά στη λαβωμένη ζωτικότητα της νεανικής ηλικίας ή σε κάτι άλλο; Σας απασχολεί ο χρόνος που περνά;
Πιστεύω πως είναι απλώς η δική μου πορεία. Εγώ εξαφανίζομαι σιγά-σιγά. Και να σας πω την αλήθεια, μου αρέσει η ιδέα πως σιγά-σιγά κάτι χάνεται και δίνει τη θέση και το χώρο του σε κάτι καινούργιο. Πάντα μου άρεσε η ιδέα αυτή. Κάτι πεθαίνει, ενώ κάτι άλλο έρχεται στη ζωή. Δεν με απασχολεί περισσότερο από αυτό. Απλώς μου άρεσε η λειτουργία αυτή. Βάζει τα Εγώ μας στη σωστή τους θέση. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να σταματάς και πότε να το κάνεις. Δίνεις έτσι χώρο και στους νέους ερμηνευτές που είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι.

– Στη σκηνή σας συνοδεύει μουσικά η Αντιγόνη Φρυδά. Πόσο σημαντικό είναι το στοιχείο του ήχου και της μουσικής στις παραστάσεις σας;
Η Αντιγόνη είναι μια ηθοποιός την οποία γνώρισα πέρυσι. Συμμετείχε στο έργο «MayaBuff» το οποίο σκηνοθέτησα για το Εθνικό Θέατρο. Παίζει εξαιρετικά καλά φλάουτο και είναι καταπληκτική στο χορευτικό αυτοσχεδιασμό. Είναι μία από αυτές τις προσωπικότητες που σε εκπλήσσουν με τα πολλά τους ταλέντα. Στη σκηνή, είναι η κινητήριος δύναμή μου. Με πλαισιώνει, με στηρίζει, με υποστηρίζει και είναι η πηγή του χορού. Δίνει τον τόνο του έργου.

«Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να σταματάς και πότε να το κάνεις».

– Το «μεγάλο κοινό» σας γνώρισε ως ιπτάμενο Έρωτα στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Με μια χρονική απόσταση 15 ετών, πως αξιολογείτε αυτή την εμπειρία;
Το μεγάλο κοινό δεν με γνωρίζει ως ιπτάμενο Έρωτα – αυτό ισχύει μόνο στην Ελλάδα. Το μεγάλο κοινό με γνωρίζει ως χορευτή και χορογράφο. Αναλογικά με τα χρόνια μου σε αυτό το επάγγελμα, έχω δουλέψει ως χορευτής και χορογράφος πολύ περισσότερα χρόνια στο εξωτερικό από ότι στην Ελλάδα. Αλλά και το κοινό που με στηρίζει στην Ελλάδα δεν είναι το κοινό που με είδε στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι το κοινό που ερχόταν πριν και μετά από αυτήν στις παραστάσεις μου. Άρα, θα ήταν λάθος να βάλουμε το βάρος σε αυτόν το ρόλο.

»Σε προσωπικό επίπεδο, η εμπειρία της Ολυμπιάδας ήταν για μένα πολύ όμορφη και μου έδωσε μεγάλη χαρά. Αλλά δεν μπορώ να πω πως «βοήθησε» στην καριέρα μου γιατί στο εξωτερικό που κατά βάση έζησα και δούλεψα δεν υπήρχε ως αναφορά. Τώρα, κατά πόσο είχε αντίκτυπο στην καριέρα μου στην Ελλάδα, δεν το γνωρίζω, δεν το συζήτησα ποτέ με κάποιον του επαγγέλματος. Μπορεί να με βοήθησε αλλά να μην το ξέρω. Αυτό που μπορώ να πω, όμως, είναι ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ακόμα και μετά την Ολυμπιάδα, στήριξε προσωπικά εμένα και τη δουλειά μου, αλλά και τους συνεργάτες μου εδώ στην Ελλάδα. Και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.

Στιγμιότυπο από την παράσταση «Faded». Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλί.

– Πριν 12 χρόνια, το 2007, λίγο πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση, χορεύατε με την ομάδα του Γουίλιαμ Φορσάιθ και παρουσιάζατε τη δική σας παράσταση «P.A.D». Τότε, πήρα από εσάς την πρώτη μου συνέντευξη. Τι κερδίσατε ως καλλιτέχνης στη διάρκεια αυτής της δωδεκαετίας, αλλά και από την αρχή της καριέρας σας; Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πλούτος που αποκτήσατε εργαζόμενος στο χώρο του χορού;
Από το «P.A.D» έχουν όντως αλλάξει πολλά. Πλέον, χορογραφώ και χορεύω με εντελώς άλλο τρόπο. Πλέον, έχω άλλους συνεργάτες. Ζω στην Ελβετία όπου η ομάδα μου έχει την έδρα της. Θυμάμαι πως τότε με το συνάδελφό μου Φαμπρίς Μαζλιά προσπαθούσαμε να βρούμε τον τρόπο να έχουμε τη δική μας φωνή, τη δική μας γραφή, το δικό μας χορό. Αν κοιτάξω πίσω, θα έλεγα πως ήταν πολύ σημαντική στιγμή. Για δέκα χρόνια με τους τότε συνεργάτες μου δουλέψαμε σκληρά για ένα ιδανικό που είχαμε στο χορό και τη χορογραφία. Σήμερα, όμως, αυτά έχουν αλλάξει. Ο χορός μου είναι εντελώς αλλού. Απελευθερωμένος, πλέον, από τις τότε μορφές κίνησης και «σκεπτομορφές» που μας διείπαν στη χορογραφία, έχω στραφεί εντελώς στον αυτοσχεδιασμό με ένα δικό μου, προσωπικό τρόπο ο οποίος μου έδωσε πραγματικά άλλες εμπειρίες. Σαν το ζητούμενο να ήταν άλλο τότε και άλλο σήμερα. Η μάχη, πλέον, γίνεται σε άλλο επίπεδο και με μεγαλύτερη ευαισθησία. Τότε ήμασταν λίγο σκληροί. Φαίνεται το είχαμε ανάγκη, μπορεί να το είχαν και οι άλλοι. Δεν ξέρω…

– Για μένα, τα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν διαμόρφωσαν ένα εντελώς διαφορετικό χορευτικό τοπίο από αυτό που υπήρχε πριν. Εσείς, θα μπορούσατε να το περιγράψετε με όρους «πριν» και «μετά» ή πιστεύετε ότι τα πράγματα στην τέχνη εξελίχθηκαν «ομαλά»;
Δεν εξελίχθηκαν ομαλά τα πράγματα… Όντας μέσα και εκτός από όλο αυτό, κάποιες φορές το κοίταζα απ’ έξω και κάποιες άλλες ήμουν κι εγώ μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία της αλλαγής. Βασικά, πιστεύω πως η κρίση βοήθησε σε γενικές γραμμές. Μας πίεσε να βγούμε περισσότερο στο εξωτερικό, να αναμετρηθούμε χορευτικά και χορογραφικά με άλλους και αλλού. Έτυχε και ένα απίστευτα σημαντικό γεγονός που δεν είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα, με το Γιώργο Λούκο που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και αρχίσαμε να βλέπουμε και στην Ελλάδα έργα και καλλιτέχνες που δεν βλέπαμε πριν. Όλο αυτό βοήθησε πολύ.

»Επίσης, από τότε που το Υπουργείο Πολιτισμού σταμάτησε να δίνει επιχορηγήσεις -τότε, γιατί τώρα ξανάρχισε- έπρεπε να βρούμε πολλές λύσεις, να κινηθούμε αλλού και αλλιώς και αυτό μας ταρακούνησε. Η Στέγη έδωσε και αυτή τη δική της μάχη υποστηρίζοντας κάποιους χορογράφους με το δικό της τρόπο, βάζοντάς τους π.χ. στο χάρτη των φεστιβάλ του εξωτερικού. Τώρα βλέπω πως το ίδιο με άλλον τρόπο θέλει και έχει αρχίσει να κάνει και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Επίσης, έχει αρχίσει το Υπουργείο Πολιτισμού να υποστηρίζει ξανά το χορό. Και ας μην ξεχνάμε προσπάθειες από οργανισμούς όπως το Κέντρο Μελέτης Χορού Ι. & Ρ. Ντάνκαν, αλλά και από μεμονωμένους ανθρώπους που δίνουν τη δική τους μάχη καθημερινά.

»Όλη αυτή η κινητικότητα δεν υπήρχε πριν σε τέτοιο βαθμό. Κάτι μας κίνησε. Δεν θέλαμε να σβηστούμε από το χάρτη. Και τελικά γίναμε πιο δυνατοί. Δεν λέω ότι ζούμε καλύτερα οι χορογράφοι και οι χορευτές. Μάλλον πιο δύσκολα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, όμως, η πρόοδός μας έγινε πιο δυναμική.

Η εικόνα του ως ιπτάμενου Έρωτα, πέρασε στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο. Πριν και μετά από αυτόν τον ρόλο, το κοινό ξεχώρισε τον Ιωάννη Μανταφούνη ως χορευτή και χορογράφο, τόσο μέσα από τις συνεργασίες του όσο και μέσα από τη δική του ανεξάρτητη πορεία. (Φωτογραφία από την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004).

– Πιστεύετε ότι το κοινό των παραστάσεων χορού στη χώρα μας είναι αυτό που του αξίζει ή ότι θα μπορούσε να διευρυνθεί;
Πάντα παίρνουμε ό,τι μας αξίζει. Αν θέλουμε κάτι άλλο, είναι στο χέρι μας να το διαμορφώσουμε. Κι αυτό θέλει δουλειά. Αλλά πάντα, ευχαριστούμε το κοινό μας.

– Είστε μισός Έλληνας και μισός Ελβετός και ζείτε ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες. Πως βλέπετε τις διαφορές σε επίπεδο καθημερινότητας και σε επίπεδο χορευτικής κουλτούρας;
Η καθημερινότητα στην Ελβετία είναι εντελώς αντίθετη θα έλεγα με την καθημερινότητα που ζούμε στην Ελλάδα. Δεν συγκρίνονται γιατί είναι άλλα τα ζητούμενα στην Ελβετία και άλλα στην Ελλάδα. Άλλες οι ανάγκες. Άλλες οι συζητήσεις.

»Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκριθούν αυτές οι δύο χώρες, γιατί ο σύγχρονος χορός στην Ελβετία, όπως και στην Ελλάδα, δεν έχει μακρά ιστορία. Άρα, η χορευτική μας κουλτούρα δεν απέχει και τόσο. Εκτός του ότι τα στυλ είναι διαφορετικά. Η έμπνευση, επίσης, είναι διαφορετική. Τα βήματα ήταν αρκετά αργά μέχρι πρόσφατα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει κινηθεί και εδώ πολύ ο χορός. Φυσικά, η υποστήριξη είναι μεγάλη, το κράτος δίνει το παρόν δυναμικά, όπως και διάφοροι οργανισμοί.

»Αυτό που διαφέρει, όμως, πραγματικά είναι η οργάνωση. Για παράδειγμα, στην Ελβετία είμαστε «κλεισμένοι» ένα χρόνο πριν. Και το γεγονός πως κάποιος μπορεί να προβάλει τι θέλει να κάνει και που θέλει να φτάσει μέσα στα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, αυτό είναι πιο δύσκολο.

»Η Ελλάδα είναι συνδεδεμένη πολύ περισσότερο με την Ελβετία από ό, τι ξέρουμε. Θυμηθείτε πως ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο εμπνευστής της λειτουργίας του ελβετικού κράτους. Ο ίδιος άνθρωπος που ήρθε στην Ελλάδα να αναλάβει τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Όλοι ξέρουμε την ιστορία του και ειδικά το τέλος του. Δείτε πως εξελίχθηκε η μία χώρα και πως η άλλη.

»Για όσους ξέρουν, η Ελβετία ήταν τότε η πιο φτωχή χώρα στην Ευρώπη. Ο κόσμος έφευγε στο εξωτερικό γιατί δεν είχε να φάει. Και οι Ελβετοί ήταν ανέκαθεν μισθοφόροι σε στρατούς ξένων χωρών. Δείτε, λοιπόν, πόσο κοντινές είναι οι ιστορίες μας. Μια άλλου είδους σκλαβιά στην Ελβετία, μια άλλου είδους στην Ελλάδα. Άλλη μορφή, αλλά όχι και τόσο μακριά η μία από την άλλη. Αυτά τα στοιχεία λένε πολλά από μόνα τους. Το πώς διαχειρίζεται ένας λαός ή ένας άλλος τα θέματά του διαφέρει πολύ τελικά. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τις συγκυρίες, έχει να κάνει με τον ίδιο.

 

INFO:

Η παράσταση «Faded» παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, από τις 12 έως τις 14 Απριλίου. Όλες οι πληροφορίες αναλυτικά εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Κοτσιφάκης: «Δεν διάλεξα εγώ το χορό. Αυτός με διάλεξε».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top