O Ivo Pogorelich είναι ένας καλλιτέχνης που δεν κρύβει την ευαισθησία του (Φωτογραφία: akriviadis.gr).

Η περίπτωση του Ivo Pogorelich επιβεβαιώνει την πραγματική σημασία των διεθνών μουσικών διαγωνισμών. Tο ζήτημα δεν είναι τόσο να κερδίσεις, όσο το να εμφανιστείς σε ένα ακροατήριο φιλόμουσων και επαγγελματιών της μουσικής· αν η επιτροπή δεν κάνει καλά τη δουλειά της, θα την κάνουν αυτοί.

Το 1980, στον 10ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Φρεντερίκ Σοπέν της Βαρσοβίας, ο «Πόγκο» έγινε διάσημος όχι επειδή κέρδισε, αλλά επειδή αποκλείστηκε από τον τελικό. Προκλήθηκε τεράστιο σκάνδαλο με ηχηρή παραίτηση από την επιτροπή της Martha Argerich, που αποχώρησε δηλώνοντας ότι ο νέος πιανίστας είναι μια ιδιοφυΐα.

Αυτό διαπίστωσα και αυτήκοος την άνοιξη του 2000, όταν τον άκουσα στο Konzerthaus της Βιέννης σε ένα πρόγραμμα εξ ολοκλήρου από σονάτες Beethoven. Αυτό που έκανε καταρχήν εντύπωση ήταν η διάρκεια των ερμηνειών του, οι οποίες κρατούσαν διπλάσιο χρόνο από αυτόν που ανέφερε το πρόγραμμα – προξενώντας μειδιάματα μεταξύ των βιεννέζων και των βιεννεζών, που χαμογελώντας επεδείκνυαν η μία στον άλλο το χρονικοδεικτικώς αναξιόπιστο φυλλαδιάκι. Κατά δεύτερον, ότι στο παίξιμό του εξωτερίκευε μια απολύτως εκτεθειμένη ευαισθησία, στοιχείο που καθιστούσε την ερμηνεία του πραγματικά συναρπαστική.

Η σταδιοδρομία του είχε πολλά σκαμπανεβάσματα με διθυράμβους αλλά και ορισμένες κριτικές να είναι τόσο κακές που να φτάνουν τα όρια της κακεντρέχειας.

Ένιωθες την παρουσία μιας μοναδικής μουσικής προσωπικότητας που εκείνη τη στιγμή τα έδινε όλα. Παρά την μεγάλη διάρκεια, οι χρόνοι που είχε επιλέξει δεν ακούγονταν καθόλου περίεργοι, αντιθέτως φαίνονταν απολύτως κανονικοί, σχεδόν αναπόφευκτοι. Ενθουσίασε όλο το ακροατήριο και εμένα μαζί. Ήταν αυτό που λέμε συμβατικά ένας ποιητής των πλήκτρων, έκφραση που παρά την κατάχρηση, εξακολουθεί πάντα να λειτουργεί ως σωστή περιγραφή εκείνης της ακροαματικής εμπειρίας.

Έκτοτε η σταδιοδρομία του είχε πολλά σκαμπανεβάσματα – χρειάζεται μια περίεργη μίξη μουσικής ευαισθησίας και ανθρώπινης απάθειας για να γίνεις διεθνής σολίστ – με διθυράμβους αλλά και ορισμένες κριτικές να είναι τόσο κακές που να φτάνουν τα όρια της κακεντρέχειας. Πραγματικά ένας καλλιτέχνης αμφιλεγόμενος. Αλλά τι καλύτερο από το να πηγαίνεις στη συναυλία χωρίς προϋποθέσεις και συνειδητά αφήνοντας ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα; Είναι ήδη ένα κέρδος.

Δεύτερο και μεγαλύτερο κέρδος ήταν φυσικά η μουσική. Την Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021, είκοσι χρόνια μετά από την πρώτη και ως τότε μόνη μου ακρόαση, τον άκουσα και πάλι, στην αίθουσα Χρήστος Λάμπρακης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, σε ένα πρόγραμμα με έργα εξολοκλήρου της ωριμότητας του Frédéric Chopin, γραμμένα την τελευταία από τις τέσσερις δεκαετίες της ζωής του συνθέτη. Έργα μεγάλα από κάθε άποψη, που ο γιγαντόσωμος πιανίστας απέδωσε με ερμηνείες που ανήκουν στον χώρο του υψηλού.

Ο ρωμαλέος ήχος έφτανε με αμεσότητα σε όλη την αίθουσα επιτρέποντας την απόλαυση των δυναμικών διαβαθμίσεων (Φωτογραφία: akriviadis.gr).

Πρώτη ήταν η τετραμερής τρίτη σονάτα σε σι ελάσσονα, έργο 58. Το έργο ξεκινά με ένα καθοδικό σχήμα που οι περισσότεροι πιανίστες αντιμετωπίζουν κάπως βιαστικά, σαν ποίκιλμα που καταλήγει στη βασική νότα. Όχι ο Πογκορέλιτς. Ένα αργό, βαρύ, ηχηρό παίξιμο έδωσε σε κάθε μία νότα την πρέπουσα σημασία της, δίνοντας το στίγμα μιας ερμηνείας όπου τίποτε δεν θα έμενε στο σκοτάδι ή το ημίφως – θυμίζοντάς μου αυτοστιγμεί γιατί μου είχε κάνει τόση εντύπωση εκείνη η παλαιά πρώτη μου ακρόαση της Βιέννης.

Όχι μόνο η πρώτη, αλλά κάθε νότα είχε τη δική της ύπαρξη και θέση μέσα στην αρχιτεκτονική του έργου, που εκτυλισσόταν μπροστά μας με απαράμιλλη διαύγεια. Η τρίτη σονάτα του Σοπέν είναι ένα έργο εξαιρετικά σύνθετο και εγκεφαλικό, όμως εδώ τα θέματα τραγουδούσαν, οι μελωδίες έρεαν, οι αρπισμοί χόρευαν, οι διαφορετικές φωνές αναδεικνύονταν ευκρινώς, και ο χρόνος αποκτούσε μια άλλη διάσταση. Μολονότι αν υπολογίσουμε με το ρολόι τη διάρκεια της συναυλίας οι ρυθμοί ήταν αντικειμενικά αργοί, η αίσθηση ήταν αυτή της ταχύτητας και η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ο Πογκορέλιτς είχε πραγματικά κατορθώσει να επιβάλει τον χρόνο της μουσικής σε αυτόν της πραγματικότητας.

Eλλείψει διαλείμματος και παύσεων δεν έμενε και χρόνος να χωνέψει κανείς αυτό που είχε ακούσει, στο τέλος αισθάνθηκα μια ελαφρά ακροαματική δυσπεψία.

Ο ρωμαλέος ήχος έφτανε με αμεσότητα σε όλη την αίθουσα επιτρέποντας την απόλαυση των δυναμικών διαβαθμίσεων, από τις οποίες είναι γεγονός ότι απουσίαζε το πραγματικό πιανίσσιμο. Στον τομέα του ήχου εντοπίζονταν και ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα, καθώς η ψηλή περιοχή του πιάνου πραγματικά αγκομαχούσε κάτω από το στιβαρό άγγιγμα του μουσικού.

Ο ήχος εκεί ήταν σαφώς κατώτερος από αυτόν που παραγόταν στη μέση και χαμηλή περιοχή, που ήταν γεμάτος και όμορφος. Επιπλέον, ορισμένα περάσματα δεν ήταν πολύ καθαρά με αποτέλεσμα να μην ακούγονται με σαφήνεια κάποιες μεταβάσεις από τη μία υποενότητα στην επόμενη, και λίγο πριν το τέλος του φινάλε πολλές συγχορδίες ακούγονταν κάθε άλλο παρά ακριβείς…  Έχω πάντως την αίσθηση ότι σε ένα όργανο με μεγαλύτερες αντοχές πολλά από αυτά τα προβλήματα θα αποφεύγονταν.

Ο πιανίστας έπαιξε τα τέσσερα μέρη της σονάτας χωρίς μεταξύ τους παύση και ουσιαστικά έτσι προχώρησε και στα επόμενα έργα του προγράμματος, τη Φαντασία σε φα ελάσσονα, έργο 49 και την Πολωνέζα-Φαντασία σε λα ύφεση μείζονα, έργο 61, στο τέλος της οποίας μόνο σηκώθηκε για πρώτη φορά από το πιάνο για να υποκλιθεί ανταποκρινόμενος στα χειροκροτήματα του κοινού, προτού ερμηνεύσει το τελευταίο έργο του προγράμματος, τη Βαρκαρόλα σε φα δίεση μείζονα, έργο 60.

Οι ερμηνείες του είχαν τις ίδιες αρετές και προβλήματα με τη σονάτα, αν και σε αυτά τα πιο ελεύθερα έργα μια αντίστοιχα πιο λυρική προσέγγιση θα ήταν ευπρόσδεκτη. Επιπλέον, όταν στο πρόγραμμα σωρεύονται ομοειδή έργα του ίδιου συνθέτη και η ερμηνεία δεν διαφοροποιείται έστω και ως διάθεση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αρχίσει ο ακροατής να προσέχει περισσότερο αυτό που είναι κοινό και επαναλαμβανόμενο ανάμεσα στα έργα, παρά αυτό που είναι μοναδικό και πρωτότυπο, και φοβάμαι ότι αυτό δεν αποφεύχθηκε. Eλλείψει διαλείμματος και παύσεων δεν έμενε και χρόνος να χωνέψει κανείς αυτό που είχε ακούσει, στο τέλος αισθάνθηκα μια ελαφρά ακροαματική δυσπεψία.

Ανταποκρινόμενος στα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του ακροατηρίου, ο Πογκορέλιτς μας χάρισε ένα ακόμα έργο επιλεγμένο από το πλούσιο απόθεμα σύντομων συνθέσεων του πολωνού δημιουργού, προτού μας αποχαιρετήσει, παραπατώντας σχεδόν από κούραση, αλλά υποκλινόμενος ευγενώς προς όλες τις κατευθύνσεις.  Ίσως εγώ να παραπατούσα λιγάκι με ένα μικρό κουδούνισμα στα αυτιά και μια υποψία αρχής πονοκεφάλου· ήσσονες παρενέργειες και μικρό τίμημα για την παρακολούθηση μιας σπουδαίας ερμηνείας.

Το πρόγραμμα εντάσσεται σε περιοδεία που θα διαρκέσει τουλάχιστον ως τον Ιούνιο του 2022. Δεν νομίζω να αξιωθώ να τον παρακολουθήσω και πάλι, αλλά ελπίζω να διαβάσω ενδιαφέρουσες κριτικές.

ΥΓ 1: Φτάνοντας στο Μέγαρο βρήκαμε επί σκηνής την κοκκινοσκουφίτσα να δοκιμάζει το πιάνο. Αυτή την εντύπωση έδινε από μακριά ο εύσωμος μασκοφόρος με το κόκκινο μπλουζάκι και το ασορτί σκουφί που καθόταν στο Steinway και φυσικά δεν ήταν άλλος από τον Πογκορέλιτς. Λίγο πριν τις οκτώμισι έφυγε για τα παρασκήνια, από όπου ξαναβγήκε στις εννιά παρά είκοσι φορώντας το παραδοσιακό μαύρο φρακ με μαύρο παπιγιόν και μωβ ζωνάρι. Αντί για το συνηθισμένο τελετουργικό ρύθμισης ύψους του καθίσματος, ο πιανίστας εξετέλεσε ένα μικρό σκετς μέχρι να τοποθετήσει βολικά το κάθισμα της κοπέλας που γύριζε τις σελίδες, αφού ο Πογκορέλιτς παίζει από την παρτιτούρα.

Η ψηλή περιοχή του πιάνου αγκομαχούσε κάτω από το στιβαρό άγγιγμα του μουσικού. Στη μέση και χαμηλή περιοχή ο ήχος ήταν γεμάτος και όμορφος (Φωτογραφία: akriviadis.gr).

ΥΓ 2: Από το προηγούμενο Σάββατο και για τις επόμενες δύο εβδομάδες διεξάγεται ο 18ος Διεθνής Διαγωνισμός Πιάνου Φρεντερίκ Σοπέν της Βαρσοβίας (Międzynarodowy Konkurs Pianistyczny im. Fryderyka Chopina), εξ αναβολής από το 2020, και μπορείτε να τον παρακολουθήσετε ολόκληρο στο διαδίκτυο.

 

Διαβάστε ακόμα: Καλλιόπη Τσουπάκη. «Ο Καποδίστριας έζησε μια από τις τραγικότερες ιστορίες αγάπης».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top