Drip, drip, dripping. Αν υπάρχει ένας ζωγράφος που έσταξε πάνω στους καμβάδες του το οργανωμένο χάος αυτού του κόσμου και που νοηματοδότησε εικαστικά το απείρως περίπλοκο σχήμα που μας περιβάλλει, αυτός είναι ο Τζάκσον Πόλλοκ.
Ποτέ άλλοτε η τυχαιότητα δεν πήρε σχήμα σε μια σταλιά χρώματος που έπεφτε πάνω σε αρίφνητες άλλες δημιουργώντας έναν δαίδαλο, ένα fractal, έναν λαβύρινθο όπου στο κέντρο του (αθέατος, αλλά υπαρκτός) κυκλοφορούσε η ψυχή του νέου κόσμου, ένας Μινώταυρος ξεδοντιασμένος, αλλά και πάντα επικίνδυνος.
Ο Πόλλοκ γεννήθηκε σαν σήμερα, 28 Ιανουαρίου 1912 και πέθανε στις 11 Αυγούστου 1956 σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Φέρεται πως οδηγούσε μεθυσμένος. Μια μικρή, αλλά πυκνή ζωή που του πρόσφερε έντονες συγκινήσεις, πολλαπλά ψυχολογικά κατάγματα (ήταν καταθλιπτικός και εθισμένος στο αλκοόλ), αλλά και μια εκστατική ενατένιση του κόσμου που τον περιέβαλλε μέσω της ζωγραφικής.
Εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, επινοεί την τεχνική του dripping. Οι αδαείς θα αποφανθούν πως τέτοιους πίνακες θα μπορούσε να φτιάξει ένα παιδί, ένας τρελός, ένας ερωτευμένος. Λογικά, ο Πόλλοκ κουβαλούσε και τις τρεις ιδιότητες, αλλά μέσα σε ένα απόλυτα συγκροτημένο πνεύμα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στους ευμεγέθεις πίνακές του. Αντιθέτως, θαυμαζόταν για τη σχολαστικότητά του.
Σύμφωνα με τον E.H.Gombrich στο «Χρονικό της Τέχνης», ο Πόλλοκ όντας επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό, σιγά σιγά αρχίζει να ασκεί την αφηρημένη τέχνη και μακριά από τις συμβατικές τάσεις, έφτασε στον παρακάτω δημιουργικό συλλογισμό. Με τον καμβά στο πάτωμα στάλαζε την μπογιά πάνω του και το αποτέλεσμα ήταν οι δημιουργίες του να αποκτούν φράκταλ δομή (ήτοι: ένα γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης, κι έτσι συχνά αναφέρεται σαν «απείρως περίπλοκο»), τόσο που αποτελούν μια μοναδικότητα που είναι δύσκολο να τη μιμηθεί κάποιος. Αυτό βέβαια προκάλεσε διχογνωμία στους μελετητές και πλήθος απόψεων έχουν σχηματιστεί για τα έργα του ζωγράφου.
Ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος ο Πόλλοκ, κυνηγημένος από δαίμονες. Έπινε πολύ, συχνά γινόταν βίαιος με θύμα τη γυναίκα του, ενώ μια φορά ούρησε σε μια εκδήλωση όπου παραβρίσκονταν σεπτά μέλη της αμερικανικής κοινωνίας. Ήταν ένας αναρχικός του πνεύματος, μια φιγούρα που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τα τραύματά της.
Ο πατέρας του τον εγκατέλειψε πολύ νωρίς και ο Τζάκσον έμεινε μόνος με τη μητέρα του. Στο σχολείο, αδιαφορούσε για όλα τα μαθήματα, εκτός από τα καλλιτεχνικά, ίσως γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός του, Τσαρλς, είχε πάει στη Νέα Υόρκη για να γίνει ζωγράφος.
Όταν ο Τζάκσον αποβλήθηκε από το σχολείο, ο Τσαρλς τον ενθάρρυνε να τον ακολουθήσει στη μεγαλούπολη. Ο Πόλλοκ μπήκε στην Ένωση Σπουδαστών Καλών Τεχνών, αλλά εκτός από τις δυσκολίες του με το σχέδιο, είχε και τη συνήθεια να πίνει. Παρά την ποτοαπαγόρευση στη Νέα Υόρκη, ήταν εύκολο να βρει αλκοόλ και δεν έχανε ευκαιρία.
Έπινε πολύ, πιανόταν στα χέρια με άγνωστους και προκαλούσε τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Κάποτε όρμησε με τσεκούρι στους πίνακες του Τσαρλς. Συχνά παρενοχλούσε άγνωστες γυναίκες. Η οικογένεια τον έβαλε σε ψυχιατρείο, αλλά ο Πόλλοκ αρνούνταν να παραδεχτεί πως ήταν αλκοολικός. Σταδιακά κατάφερε να κόψει το αλκοόλ για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να του δώσουν εξιτήριο.
Ο μόνος άνθρωπος που τον υποστήριξε όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη ήταν ο καλλιτέχνης-ιμπρεσάριος Τζον Γκρέαμ, που τον κάλεσε να συμμετάσχει σε μια έκθεση που οργάνωνε. Στον κατάλογο του Γκρέαμ βρισκόταν επίσης μια νεαρή ζωγράφος, η Λι Κράσνερ. Είχε ξανασυναντήσει τον Πόλλοκ σε ένα πάρτι το 1936, όταν εκείνος είχε σκοντάψει κι της είχε ψιθυρίσει στο αυτί: «Σ’ αρέσει το γα***ι;» Η Κράνσκερ τον χαστούκισε. Φαίνεται πως δεν είχε μάθει το όνομά του, γιατί τον Νοέμβριο του 1941, όταν άκουσε ότι ο Πόλλοκ έκανε έκθεση με τον Γκρέαμ, αποφάσισε ότι έπρεπε να τον γνωρίσει.
Οντως, πήγε στο στούντιό του, όπου τον βρήκε σε κακή κατάσταση μετά από μεθύσι, αλλά πρόθυμο να της δείξει τα έργα του. Συγκλονίστηκε περισσότερο με τον καλλιτέχνη, παρά με την τέχνη. Τον κυνήγησε ερωτικά και σύντομα άρχισαν να συζούν. Η Κράσνερ, που δεν είχε μαγειρέψει ποτέ και ξόδευε όλη της την ενέργεια στη ζωγραφική, ξαφνικά έγινε υποδειγματική νοικοκυρά, εξαίρετη μαγείρισσα και πρώτης τάξεως γραμματέας.
Με τη βοήθεια της Κράσνερ και έχοντας ένα λόγο να κρατηθεί μακριά από το ποτό, ο Πόλλοκ έγινε μεγάλο όνομα. Το 1942, η Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ πρότεινε να τον χρηματοδοτήσει, αν ζωγράφιζε αποκλειστικά για την γκαλερί της κι έφτιαχνε μια τοιχογραφία για το διαμέρισμά της. Όταν, ένα χρόνο αργότερα, άνοιξε η πρώτη του ατομική έκθεση, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των καλύτερων κριτικών. Όμως δεν είχε τελειώσει την τοιχογραφία. Τη νύχτα πριν τελειώσει η προθεσμία, ο Πόλλοκ άρχισε να ζωγραφίζει και δούλεψε για 15 ώρες σερί. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Είχε φτιάξει κάτι πρωτοφανές. Μια πλειάδα από βαριές μαύρες κατακόρυφες γραμμές με περιδινούμενα τιρκουάζ, κίτρινα και κόκκινα.
Μόλις στέγνωσε το χρώμα, αυτός και η Κράσνερ δίπλωσαν τον μουσαμά και τον πήγαν στο διαμέρισμα της Γκούγκενχαϊμ, όπου διαπίστωσαν έντρομοι ότι παραήταν μακρύς. Η Γκούγκενχαϊμ έστειλε τον Μαρσέλ Ντυσάν να βοηθήσει. Εκείνος πρότεινε να κόψουν 20 εκατοστά από το έργο. Ο Πόλλοκ, που στο μεταξύ είχε ανακαλύψει την κάβα της Γκούγκενχαϊμ, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί λογικά, οπότε κατέληξαν να κόψουν τον πίνακα, για να χωρέσει.
Μετά ο καλλιτέχνης όρμησε στο σαλόνι της Γκούγκενχαϊμ, όπου είχε καλεσμένους, κατευθύνθηκε τρικλίζοντας στο μαρμάρινο τζάκι, ξεκούμπωσε το φερμουάρ και ούρησε. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα. Η Κράσνερ τον έπεισε να την παντρευτεί μήπως και κατάφερνε να τον λογικεύσει. Κατόπιν βρήκαν σπίτι σε μια αγροτική κοινότητα στο Λονγκ Άιλαντ και οι δυο τους έφυγαν από την πόλη. Σιγά σιγά, η ηρεμία της εξοχής επηρέασε ευεργετικά τον Πόλλοκ. Μετρίασε το ποτό κι άρχισε να ζωγραφίζει.
Ο μύθος που περιβάλλει το έργο του είναι ακόμη και σήμερα ενεργός. Εχουν γραφτεί πολλά για το πώς εφηύρε την τεχνική του. Κάποιοι λένε ότι μια μέρα, κατά λάθος, αραίωσε πολύ το χρώμα του και θυμωμένος κλώτσησε ένα δοχείο με μπογιά στον απλωμένο καμβά του. Αυτές ήταν οι πρώτες του ακούσιες πιτσιλιές.
Επειδή, όμως, τα πάντα έχουν ειπωθεί και φτιαχτεί σ’ αυτόν τον κόσμο, ο Πόλλοκ δεν έκανε τίποτα άλλο από αυτό που έκαναν πριν από τον ίδιο, άλλοι μοντερνιστές που επίσης είχαν πετάξει μπογιά σε πίνακές τους ή τους χτυπήσει, πιτσιλίσει ή είχαν στάξει μπογιά πάνω τους. Αυτό που κάνει διαφορετικό τον Πόλλοκ είναι ο μαξιμαλισμός του. Άπλωσε το χρώμα σε όλο το μήκος και το πλάτος των καμβάδων του, ενώ η τεχνική του αποδείχθηκε πιο ολοκληρωμένη. Όταν έσταζε την μπογιά ήξερε ακριβώς πού θα πέσει. Σαν τους επαγγελματίες του μπιλιάρδου που έχουν προϋπολογίσει την πορεία της στεκιάς τους.
Η αρχική αντίδραση στη ζωγραφική του υπήρξε διστακτική, αλλά σε λίγα χρόνια άρχισαν οι εγκωμιαστικές κριτικές. Αποφασιστικής σημασίας ήταν ένα αφιέρωμα του περιοδικού «LIFE» τον Αύγουστο του 1949. Το κοινό λάτρεψε τον Αμερικάνο καλλιτέχνη και ενθουσιάστηκε με την ιδέα μιας τέχνης που δεν είχε καμία σχέση με την Ευρώπη.
Οι δαίμονες του Πόλλοκ άρχισαν να σιγούν έως την επόμενη κραυγή. Το 1948 έπεσε από το ποδήλατο ενώ προσπαθούσε να οδηγήσει σ’ ένα χωματόδρομο, κρατώντας μια κάσα από μπύρες στη μασχάλη. Ο γιατρός που τον φρόντισε του είπε ότι το αλκοόλ λειτουργούσε μέσα του σαν δηλητήριο. Ζώντας μεταξύ φθοράς και θανάτου, ο Πόλλοκ σταματάει το ποτό για δύο ολόκληρα χρόνια.
Το χειμώνα του 1951 όμως, ξανακύλησε. Άρχισε να απειλεί ότι θα αυτοκτονούσε ή θα σκότωνε την Κράσνερ. Την είχε χτυπήσει κι άλλοτε, τότε όμως έγινε ρουτίνα. Στην αρχή η Κράσνερ προσπάθησε να αγνοήσει αυτό που συνέβαινε. Επέστρεψε στη ζωγραφική, κάτι που εξόργισε τον Πόλλοκ, ο οποίος ζήλευε το ταλέντο της.
Ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος, αν και έγινε με μια παράξενη αφορμή. Ο Πόλλοκ που δεν την απατούσε ποτέ, βρήκε μια άλλη γυναίκα: τη Ρουθ Κλίγκμαν, μία πληθωρική μελαχρινή που τον κυνηγούσε πιο επίμονα απ’ όσο η Κράσνερ. Ο Πόλλοκ της ανακοίνωσε τη σχέση του και η Κράσνερ του έδωσε τελεσίγραφο: ή τη διώχνεις ή φεύγω.
Ο Πόλλοκ της έδειξε την πόρτα και η Κράνσερ την διάβηκε, έφυγε για την Ευρώπη και η Κλίγκμαν έπιασε στασίδι στο σπίτι του. Για μια βδομάδα όλα πήγαν καλά, μέχρι που ο Πόλλοκ ξέσπασε πάνω της. Έμεινε μακριά μια βδομάδα κι ο Πόλλοκ ήταν πιο απομονωμένος από ποτέ. Το Σαββατοκύριακο η Κλίγκμαν επέστρεψε με μια φίλη της, αλλά ο Πόλλοκ δεν είχε κέφια.
Στις 11 Αυγούστου 1956 οι τρεις τους πήγαν σε ένα πάρτι, αλλά όταν ο Πόλλοκ κάθισε στο τιμόνι, ήταν ήδη μεθυσμένος και στην πρώτη στροφή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο ανατράπηκε. Η Κλίγκμαν έζησε, αλλά η φίλη της και ο Πόλλοκ πέθαναν ακαριαία. Το επόμενο πρωί η πρώην συζυγός του, η Κράσνερ, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα στο Παρίσι. Λες και το περίμενε αυτό το πικρό τέλος και κάπως να το είχε συναισθανθεί είπε στον συνομιλητή της «Ξέρω, ο Τζάκσον είναι νεκρός». Δυστυχώς, είχε πέσει μέσα.
Διαβάστε ακόμα: Μark Rothko, ο ζωγράφος που αγάπησε τα παιδιά.