Σπάνια αποχωρίζεται τα πούρα του (Φωτογραφία: closermag.gr).

Ενας εύμορφος νεανίας που αγάπησε το αμερικανικό ροκ εν ρολ. Ένας γλυκύτατος ηλικιωμένος boulevardier που υπήρξε εφηβικό είδωλο για να εξελιχθεί σε… grand fromage της γαλλικής μουσικής με τεράστια επιρροή. Αυτός είναι εν ολίγοις ο Jacques Dutronc.

Για κάποιο ανεξήγητο τρόπο δεν κατάφερε να κάνει το όνομα του Γκενσμπούρ ή του Τζόνι Χάλιντεϊ. Ή, μάλλον, σωστότερα: δεν κατάφερε να κάνει όνομα εκτός των γαλλικών συνόρων όπως οι προαναφερθέντες, καθώς εντός της Γαλλίας το όνομά του είναι κάτι παραπάνω από οικείο.

Ο Dutronc, όπως και τόσοι άλλοι, εμπνεύστηκε από τον ανερχόμενο ήχο του rock’n’roll που έβγαινε από τις ΗΠΑ.

Εχουν γραφτεί αρκετές βιογραφίες για έργα και τις ημέρες του, ενώ με σκωπτικό τρόπο συχνά αναφέρονται σ΄αυτόν ως Monsieur Françoise Hardy. Εστω και αν είναι ο τραγουδιστής που έχει πει το γλυκύτατο «Les femmes des autres» («Οι γυναίκες των άλλων»). Αν και η δική του καρδιά ήταν δοσμένη σε μια γυναίκα, την Françoise Hardy. Άρχισε να βγαίνει με τη γαλλίδα τραγουδοποιό το 1967 και παντρεύτηκαν το 1981, και αν και εξακολουθούν να είναι παντρεμένοι, τώρα είναι χωρισμένοι.

Με την Françoise Hardy σε νεαρή ηλικία (Φωτογραφία: msn.com).

Η άνοδος του παριζιάνου που σήμερα γιορτάζει τα 78α γενέθλιά του (γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1943) σε εφηβικό είδωλο δεν έγινε εν μία νυκτί. Έσκασε σαν έτοιμος από καιρό (καίτοι μόλις 23 ετών) την εποχή που το yé-yé έφτανε στο τέλος του. Εφτασε στα charts με το garage R&B «Et Moi Et Moi Et Moi Et Moi» το 1966. Μέχρι τότε, ήταν γνωστός ως εξαιρετικός session κιθαρίστας για άλλους καλλιτέχνες όπως ο Eddy Mitchell, ο Micky Amline και ο Gene Vincent.

Ως έφηβος, ο Dutronc, όπως και τόσοι άλλοι, εμπνεύστηκε από τον ανερχόμενο ήχο του rock’n’roll που έβγαινε από τις ΗΠΑ και το 1959 έπιασε για πρώτη φορά κιθάρα, την οποία σύντομα προτίμησε από το γιουκαλίλι του- είχε επίσης μάθει να παίζει βιολί και πιάνο ως νεαρός. Μετά το σχολείο εκπαιδεύτηκε ως γραφίστας, αλλά εγκατέλειψε το κολέγιο με στόχο να γίνει μουσικός πλήρους απασχόλησης. Κάνοντας παρέα στο μπαρ Le Calypso με τον Mitchell και τον Johnny Hallyday, δημιούργησε το συγκρότημα που αργότερα θα ονομαζόταν El Toro et les Cyclones με τον συμμαθητή του στο μπάσο Hadi Kalafate και τον τραγουδιστή Daniel Dray.

Nέος, στυλάτος και ρόκερ.

Η Disques Vogue υπέγραψε γρήγορα το γκρουπ του νεαρού κιθαρίστα και κυκλοφόρησε μερικά μη θεαματικά EP το 1962. Πιο επιτυχημένο ήταν ένα ορχηστρικό κομμάτι που έγραψε ο Dutronc για τους Les Fantômes (Méfie-Toi), το οποίο, με την προσθήκη στίχων, έγινε το Le Temps de l’amour, μια επιτυχία για μια άλλη καλλιτέχνιδα της Vogue, τη Françoise Hardy, επίσης το 1962. Πάνω που φαινόταν ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα σερί επιτυχιών, ο Dutronc κλήθηκε στο στρατό και το συγκρότημα έπεσε στο κενό.

Ακολούθησε το στυλ του μπουλβάρ, για να κρατήσει τις μαμάδες στο πλευρό του, δίχως όμως να ξεχνάει και τους Ντυλανισμούς του.

Οταν απολύθηκε από τον στρατό, η Vogue του προσέφερε ρόλο καλλιτεχνικού διευθυντή, επιβλέποντας τους μουσικούς του ρόστερ της. Τότε ήταν που ο Dutronc ξεκίνησε τη συνθετική του συνεργασία με τον Jacques Lanzmann, αφού τους έφερε κοντά η εταιρεία. Γεννημένος το 1927, ο Lanzmann είχε ήδη ζήσει μια περιπετειώδη ζωή- έχοντας δραπετεύσει από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετακόμισε στη Χιλή, όπου έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. το «La glace est rompue» που εκδόθηκε με εντολή του Jean Paul Sartre και της Simone de Beauvoir, όταν επέστρεψε στη Γαλλία το 1954, και έγινε μπεστ σέλερ. Όταν ο Lanzmann συνάντησε τον Dutronc το 1965, ήταν επίσης εκδότης του ανδρικού περιοδικού Lui.

Με την Ρόμι Σνάιντερ. Η ομορφιά τους ξεχειλίζει (Φωτογραφία: closermag.gr).

Το πρώτο τραγούδι του διδύμου, Cheveux Longs, ήταν μια επιτυχία για τον τραγουδιστή Beatnik Benjamin, αλλά κάτι στα φωνητικά του δεν ταίριαζε απόλυτα. Ο Dutronc μπήκε στον θάλαμο ηχογράφησης και ένα αστέρι γεννήθηκε. Με το EP «Et Moi Et Moi Et Moi Et Moi», κυκλοφόρησε επίσης τα «J’ai Mis un Tigre dans Ma Guitare» («Έβαλα μια τίγρη στην κιθάρα μου»), «Mini Mini Mini», και το τρανταχτό, ευφορικό «Les Gens Sont Fous, Les Temps Sont Flous» («Οι άνθρωποι είναι τρελοί, οι καιροί είναι θολοί»).

Ο Dutronc ήταν απίστευτα όμορφος και ευγενικός. Ακολούθησε το στυλ του μπουλβάρ, για να κρατήσει τις μαμάδες στο πλευρό του, δίχως όμως να ξεχνάει και τους Ντυλανισμούς του για να δείχνει και μια πιο αλήτικη πλευρά του. Το ιδιοφυές φωνητικό του στυλ, συνδυασμένο με τους έξυπνους, σαρδόνιους στίχους του Lanzmann, τον προώθησε στη μεγάλη κατηγορία με την πρώτη του σόλο κυκλοφορία. Μέσα σε λίγους μήνες είχε άλλες δύο μεγάλες επιτυχίες, με το «Les Play Boys» – βασισμένο στις εμπειρίες του Lanzmann στο Lui, να παραμένει έξι εβδομάδες στο Νο1 και να πουλάει 600.000 αντίτυπα. Ακολούθησε το κωμικό Les Cactus («Όλος ο κόσμος είναι ένας κάκτος / Είναι αδύνατο να καθίσεις»).

Mε τον Serge Gainsbourg και την Jane Birkin.

Οι επιτυχίες συνέχισαν να έρχονται, και το 1968 σημείωσε άλλο ένα Νο 1 με το «Il Est Cinq Heures, Paris s’Éveille» («Είναι πέντε η ώρα, το Παρίσι ξυπνάει»), ενώ το άλμπουμ περιείχε το «Hippie Hippie Hourrah», ένα καυστικό σχόλιο για τους χίπηδες του Σαββατοκύριακου με ένα επεκτατικό ψυχεδελικό groove.

Φωτογραφίζεται συχνά καπνίζοντας ένα πούρο με αλήτικη χάρη.

Ο Dutronc συνέχισε να έχει επιτυχίες -όπως το L’Arsène το 1971- αλλά η παραγωγή του έγινε πιο σποραδική καθώς επικεντρώθηκε στην καριέρα του ως ηθοποιός, με τη συμμετοχή του ως Sébastien στη γαλλική ταινία «Antoine et Sébastien» (1974) να του χαρίζει επαίνους. Ο Dutronc ήταν έκτοτε υποψήφιος για πολλά βραβεία César και τελικά κέρδισε ένα το 1992 για τον καλύτερο ηθοποιό, παίζοντας τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία του Maurice Pialat.

Μετά από ένα πενταετές διάλειμμα από την ηχογράφηση, κυκλοφόρησε το 1980 το «Guerre et Pets», γραμμένο κυρίως με τον φίλο του Serge Gainsbourg (ήταν το όγδοο άλμπουμ του Dutronc). Ο Lanzmann είχε ξεκινήσει τις συνθέσεις για το δίσκο, αλλά σύντομα έκανε πίσω, αποθαρρημένος από τη νέα δυναμική της ομάδας.

Η πιο σικ εκδοχή της γαλλικής ποπ (gala.fr).

Θα συνεργαζόταν ξανά με τον Dutronc, αλλά έπειτα από αρκετά χρόνια. Σε εκείνο το άλμπουμ υπάρχουν μερικά αξιοπρεπή κομμάτια, συμπεριλαμβανομένου του εναρκτήριου «L’Hymne à l’Amour (Moi l’Nœud)», το οποίο ήταν αμφιλεγόμενο στίχων που περιείχαν υποτιμητικούς φυλετικούς χαρακτηρισμούς. Υπάρχει επίσης στον εν λόγω δίσκο μια αλαφροΐσκιωτη ηλεκτρονική απόδοση του «Le Temp de l’Amour», ασφαλής ένδειξη ότι ο Dutronc είχε κλείσει μουσικά τον κύκλο του.

Υπάρχουν λίγες αξιοσημείωτες στιγμές στη δισκογραφία του μετά το 1980, αλλά αυτές οι πρώιμες μελωδίες της δεκαετίας του ’60 εξακολουθούν να ακούγονται το ίδιο θρασύτατες και φρέσκες και γεμάτες joie de vivre όπως σίγουρα ακούγονταν κατά την κυκλοφορία τους πριν από μισό αιώνα. Στη Γαλλία, ο Dutronc είναι συνώνυμος με εκείνη τη δεκαετία όσο και οι Beatles.

Φωτογραφίζεται συχνά κρατώντας ή καπνίζοντας ένα πούρο. Πάντα με χάρη, πάντα με στυλ. Ο Dutronc είναι η πραγματική ενσάρκωση της γαλλικής ποπ στην πιο σικ εκδοχή της. Αν οι Αγγλοσάξωνες έχουν τον Bryan Ferry, οι Γάλλοι έχουν τον Dutronc. Ισοπαλία στο στυλ.

 

Διαβάστε ακόμα: Malcolm “Mac” John Rebennack (aka Dr John): 1941–2019

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top