Εκθειασμένος από τη Nouvelle Vague και ιδίως από τον φίλο του Φρανσουά Τρυφώ, ο αριστουργηματικός και μοναδικός Jacques Tati χωρίζει ακόμα και σήμερα τους συμπατριώτες του σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία, είναι εκείνοι που τον αναγνωρίζουν ως εξέχον μέλος μιας σχολής εξαιρετικά απαιτητικής σε επίπεδο φόρμας. Κι από την άλλη, όσοι τον αντιμετωπίζουν ως έναν ποιητή της υπαίθρου, κάποιον που ύμνησε τις αρετές της γαλλικής επαρχίας, που προτίμησε τον κόσμο του χθες από το σήμερα. Όμως, τον Τατί δεν τον ενοχλεί το μοντέρνο, αλλά η χρήση του, ο φετιχισμός του.
Γιος αστικής οικογένειας, γεννημένος στο Pecq 9 Οκτωβρίου του 1907, σιχαίνεται το σχολείο, προτιμάει τα αθλήματα και το μιούζικ χολ. Γαλλο-ρωσο-ολλανδο-ιταλικής καταγωγής, ο Jacques Taticheff είναι εγγονός ενός Ρώσου στρατηγού, στρατιωτικού ακόλουθου της πρεσβείας στο Παρίσι. Οι γονείς του έχουν ένα περιώνυμο κατάστημα με κάδρα έργων τέχνης. Το σκηνικό έχει στηθεί.
Χαμηλοί βαθμοί στην τάξη, δάφνες στα στάδια. Τένις και ιππασία του ανοίγουν τις πόρτες του Racing Club. Αντίθετα, ομολογεί πως ήταν πολύ κακός στο σκι και το κολύμπι. Μετά, στο Λονδίνο, ανακαλύπτει το ράγκμπι. Στην εξέδρα, ο Τριστάν Μπερνάρ δεν χάνει αγώνα για αγώνα. Εκλεκτό κοινό. Στα αποδυτήρια, ο Ζακ κάνει τους συμπαίκτες του να σκάνε στα γέλια μιμούμενος προπονητές, αθλητές, οπαδούς.
Τον εντοπίζει η Colette. Το 1936, θα βρεθεί στο ABC, το καλύτερο παρισινό μιούζικ χολ. Εντωμεταξύ, έχει αρχίσει να κερδίζει κάποια ρολάκια ώσπου να τον τσιμπήσει ο Ρενέ Κλεμάν για το Soigne ton gauche. Μετά τον πόλεμο, θα βρεθεί στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Φώτα, κάμερα, πάμε… Χωρίς, όμως, να πάψει να υποδύεται.
Ψηλόλιγνη σιλουέτα με μια πίπα μονίμως καρφωμένη στο στόμα να περιφέρεται εν απορία, ο Τατί είναι τέλειος στο ρόλο του αδέξιου, σαρκάζει δίχως να εκστομίζει κουβέντα τα στραβά του μοντερνισμού. Υπάρχει μπόλικος Μπάστερ Κίτον σ’ όλο αυτό. Με ελάχιστους ή καθόλου διαλόγους. Όπως ο Γκοντάρ ή ο Ρομπέρ Μπρεσόν, δεν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον ομιλούντα κινηματογράφο και επινοεί ένα είδος που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κινηματογράφο ηχηρά βωβό». Ήταν φορές που τον Τρυφώ τον τσάτιζε αυτό, αλλά γιατί; Όταν όλα γύρω σου είναι θόρυβος, ο Τατί παίζει τη δική του παρτιτούρα.
Στο πλατό, τα πάντα είναι άψογα και σχολαστικά επιμελημένα. Το συνεργείο τον αποκαλεί «Monsieur Tatillon». Τα σκηνικά είναι εφευρετικά, ο φωτισμός μελετημένος, τα χρώματα τονισμένα, η αρχιτεκτονική ψαγμένη –α, η βίλα Αρπέλ… Με τον ροδακινί καναπέ της που μετατρέπεται σε sun-bed, τα ρομποτικά της, τις φοντάνες της σε σχήμα ψαριού και τους στρογγυλούς προβολείς μιας τεράστιας Cadillac που κάνει τα γλυκά μάτια στο Solexάκι… Ένα τσακ χρειάζεται για να καταπιεί η πρόοδος τα πάντα. Ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων.
Ο Κύριος Ιλό, σύγχρονος ιθαγενής που δραπέτευσε από την Αυλή του βασιλιά Μπετόν Αρμέ, περιφέρει το ψευδώς αφελές βλέμμα του πάνω στις ψευδαισθήσεις του καταναλωτισμού. Οι Γάλλοι τον λάτρεψαν. Είναι η σκόνη στο μηχάνημα, προκαλεί καταστροφές. Αδέξιος κι ευγενικός, προσεκτικός και ενίοτε χαζός, συχνά ξεπερασμένος. Είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ βωβού και ομιλούντος, μεταξύ μιούζικ χολ και σύγχρονης εποχής. Πεθαίνοντας, στις 4 Νοεμβρίου 1982, ο Τατί αφήνει πίσω του ένα έργο ισχνό -μόλις 6 ταινίες και 3 μικρού μήκους- αλλά αφάνταστα πυκνό.
Ο Ζακ Τατί δεν ήταν ένας ηθικολόγος, αλλά ένας ονειροπόλος ανθρωπιστής. Χλευάζει, αλλά δεν δαγκώνει. Υμνεί μάλιστα την ομορφιά μορφών και σχημάτων, δίνοντάς τους την πρέπουσα θέση ως αξεσουάρ του ζητούμενου. Το παιδί με τη μπαλίτσα, το σκυλί που σκάβει την άμμο, η ωραία με το γελοίο γυαλί πασαλειμμένη με αντηλιακό δεν θα πάψουν ποτέ να μας κάνουν θλιμμένα να χαμογελάμε.
Ποια δώρα κομίζει στον κινηματογράφο; Ενώ συνεχίζει στο δρόμο που χάραξαν οι μεγάλοι σκηνοθέτες-ερμηνευτές του βωβού –ο Τσάπλιν, ο Κίτον, ο Λόιντ- και έχοντας, όπως και κείνοι, επιβάλλει στο συλλογικό φαντασιακό μια φιγούρα άμεσα αναγνωρίσιμη όπως ο Κύριος Ιλό, ο Τατί δομεί ένα ανανεωτικό μπουρλέσκ που στο μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται στην εκφραστική χρήση του ήχου, ανάλογο σ’ ένα πρώτο επίπεδο με τα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ. Αυτή είναι και η σπουδαιότερη ιδιαιτερότητά του. Δεν ήταν αυτονόητο.
Συνθέτοντας ηχητικά περιβάλλοντα παράξενα και ριζοσπαστικά, ο Τατί δημιούργησε μια ποιητική καθαρά οπτικο-ακουστική, εντός της οποίας η ηχητική ζωή των ατόμων και των αντικειμένων γίνεται, τουλάχιστον όσο οι κινήσεις και οι οπτικές τροχιές τους, πηγή gags και έκπληξης. Η ιδιοφυΐα του running gag της αόρατης σφήκας στο Μέρα γιορτής (1949) ή εκείνο της δίφυλλης πόρτας που χτυπάει στο εστιατόριο στις Διακοπές του Κυρίου Ιλό (1953) σ’ αυτό έγκειται. Όπως και ο ήχος των τακουνιών της κυρίας Αρπέλ (Ο Θείος μου, Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, 1958) που παρήγαν δυο μπαλάκια του πινγκ-πονγκ.
Όσο για τις ανθρώπινες φωνές, ελάχιστες και μιξαρισμένες, λειτουργούν κι αυτές ως θόρυβοι παρά ως δομημένη γλώσσα. Εξάλλου τα πρόσωπα εκφράζονται μέσω ιδιωματισμών, βορβορυγμών, αυτοματισμών, επιφωνημάτων…. Τον Τατί δεν τον ενδιαφέρει τόσο το τι διαμείβεται –εξάλλου οι διάλογοι σε ξένη γλώσσα του Playtime (1967) και του Trafic (1971) ποτέ δεν υποτιτλίζονται –όσο το πώς εκφέρεται, η δυναμική του και το τι αποκαλύπτει για το χαρακτήρα των προσώπων, την ουσία της κατάστασης στην οποία εμπλέκονται.
Το κωμικό δυναμικό στα όρια του παράλογου και η καυστικότητα της κοινωνικής σάτιρας του Τατί έτσι προκύπτουν. Κι είναι όχι μόνο μεγαλειωδώς σκηνοθετημένα, αλλά η ομορφιά των ρακόρ της κίνησης στις Διακοπές του Κυρίου Ιλό ή οι αντανακλάσεις του δρόμου πάνω στις καρότσες των αυτοκινήτων στο Trafic κόβουν την ανάσα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα μια οξεία αίσθηση της αφαίρεσης. Οι ταινίες του Τατί περισσότερο ακούγονται παρά βλέπονται.
Όσο για το περίφημο Playtime: είναι μια ταινία πολυεπίπεδη και υπερθετική, τα γυρίσματα της οποίας κράτησαν 2 χρόνια, η προετοιμασία 3. Κάποιοι κριτικοί την αποκάλεσαν «ταινία-τέρας», «καταραμένη» ή ακόμα «νοσηρό μεγαλούργημα». Θα έπρεπε να είναι το opus magnum του Τατί. Μια κολοσσιαία παραγωγή που απαίτησε την κατασκευή των πιο φαραωνικών σκηνικών στην ιστορία του σινεμά, αφού το φουτουριστικό Παρίσι της ταινίας χτίστηκε εξ ολοκλήρου πάνω σε μια παρθένα έκταση των 15.000 τετραγωνικών στο Joinville, με την έγκριση του Μαλρώ. Εντέλει, ήταν μια εμπορική αποτυχία που έτσουξε πολύ τον δημιουργό της και έβαλε ταφόπλακα στην καριέρα του, έστω κι αν κατάφερε να γυρίσει μετά ακόμα δύο μεγάλου μήκους.
Πρόκειται ωστόσο για ένα πρωτοποριακό μπουρλέσκ blockbuster, μέσα από το οποίο ο Τατί ριζοσπαστικοποιεί ακόμα περισσότερο την τέχνη του. Και σ’ αυτήν την ταινία-μπαλέτο, ο χώρος είναι το βασικό διακύβευμα. Ο ίλιγγος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με τις γωνίες και τις προοπτικές της, με τις μεταλλικές και γυάλινες επιφάνειές της, εμπνέει στον Τατί gags απίστευτα σοφιστικέ και στοχαστικά για τη θέση του ατόμου μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον στο πλαίσιο μιας μπανάλ καθημερινότητας. Γίνεται ένας μοντέρνος, τρυφερός Δον Κιχώτης.
Παρά την τεράστια καλλιτεχνική αξία του, αν απέτυχε το Playtime ήταν γιατί η οπτική του για την εποχή της υπερ-μοντερνικότητας ήταν πολύ πεσιμιστική και αγωνιώδης. Γιατί ο αγαπημένος Κύριος Ιλό γίνεται κι αυτός άλλος ένας κομπάρσος ανάμεσα σε τόσους άλλους. Μπορεί το θέαμα να είναι απολαυστικό, αλλά είναι ταυτόχρονα μια ταινία σκληρή, ανατρεπτική και ανήσυχη για την τεχνολογική πρόοδο και την ομογενοποίηση του κόσμου.
Η επίδραση που άσκησε και η κληρονομιά που άφησε ο Ζακ Τατί σε άλλους σκηνοθέτες είναι συζητήσιμη. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να αναφέρει τον Τζέρι Λούις ή τον Μπλέικ Έντουαρντς. Το Πάρτι, για παράδειγμα, μπορείς να το δεις ως μια προέκταση του δείπνου στο Royal Garden (Playtime). Σήμερα, ίχνη του, με λίγη καλή θέληση, μπορείς να βρεις στις ταινίες του Aki Kaurismaki, του Elia Suleiman, του Abbas Kiarostami ή του Wes Anderson. Αλλά και πάλι, το στυλ του είναι τόσο διακριτό και μοναδικό που δύσκολα μπορείς να μιλήσεις για συνοδοιπόρους ή πόσω μάλλον διαδόχους.
Αν θαυμάζουμε σήμερα το διανοητικό και συναισθηματικό βάθος του έργου του Τατί είναι γιατί διαχειρίστηκε τη θεματολογία του (τη μετριότητα των μικροαστών, τη χαρούμενη αυθεντικότητα των λαϊκών στρωμάτων, τις διαστροφές ενός κόσμου σε μετάλλαξη) με ένα τρόπο φορμαλιστικά ριζοσπαστικό μέσα από αφηγηματικές καταστάσεις που, μεταξύ των πλέον ατάλαντων, θα μπορούσαν να κυοφορήσουν το χειρότερο ακαδημαϊσμό. Κατά βάθος, ο σκηνοθέτης που βρίσκεται πιο κοντά στον Τατί είναι ο Φελίνι. Αρκεί κάποιος να συγκρίνει τις Διακοπές και του Κυρίου Ιλό και τους Βιτελόνι.
Διαβάστε ακόμα: Ο Λουκίνο Βισκόντι κι οι υποσχέσεις του λυκόφωτος.