«Έγραψα το μεγαλύτερο μέρος της Δίψας στο Όσλο, στο καφέ όπου συχνάζω τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια και το οποίο, σαν επιστρέψω από αυτό μου το ταξίδι, δεν θα υπάρχει πια».

Ο Jo Nesbo για τη Δίψα, τον Harry Hole και την γραφή

Τι σκέφτομαι όταν ξεκινώ να γράψω ένα βιβλίο; Στην αρχή σκέφτομαι ότι είναι αδύνατον. Είναι αδύνατον να μετατρέψω όλα όσα σκέφτομαι κι αισθάνομαι σε γράμματα και να τα μεταδώσω στον αναγνώστη δίχως να τους στερήσω τα σημαντικότερα στοιχεία τους. Κι ότι είναι αδύνατον, έτσι κι αλλιώς, αυτά τα ασαφή, ηχοποιητικά σύμβολα να μπορέσουν να αποπλανήσουν έναν αναγνώστη και να τον κάνουν να μ’ ακολουθήσει εκεί που τον πάω. Υπό αυτήν την έννοια, είμαι ένας πιλότος που κάθεται πίσω από το χειριστήριο ενός τζάμπο τζετ, με τον διάδρομο απογείωσης εμπρός του, και ξέρει ότι, παρόλο που έχει καταφέρει το εν λόγω θαύμα στο παρελθόν, η κοινή λογική λέει πως δυο φτερά κι ένας πρόθυμος κινητήρας δεν μπορούν από μόνα τους ν’ απογειώσουν ένα αεροπλάνο. Ή να το κάνουν να διασχίσει τους αιθέρες. Ή να το προσγειώσουν ακριβώς εκεί που σχεδίαζε ο πιλότος να προσγειωθεί. Παρεμπιπτόντως, θα επιστρέψω σε αυτή την ιδέα της σχεδιασμένης προσγείωσης αργότερα.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει το αεροπλάνο να απογειωθεί; Προφανώς όχι μόνο ο δύσπιστος και τρομοκρατημένος πιλότος. Έτσι κι ένας συγγραφέας δεν γράφει από μόνος του μια ιστορία. Στην αρχή κατασκευάζει ιστορίες που μπορούν να ιδωθούν μέσα από ένα πλαίσιο, μια υπάρχουσα λογοτεχνική παράδοση. Αυτό, τουλάχιστον, κάνω εγώ. Οι συγγραφείς παντός είδους, κι ανεξαρτήτως αν το συνειδητοποιούν ή όχι, συνομιλούν με τους προκατόχους αλλά και τους σύγχρονους συναδέλφους τους. Ως συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας δεν έχω μόνο χρέος απέναντι στον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον Κόναν Ντόιλ, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και τον Τζιμ Τόμσον· ούτε διαβάζομαι μόνο υπό το δικό τους πρίσμα. Αλλά κι απέναντι στον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορ, τον Τζον Ίρβινγκ, την Άστριντ Λίντργκρεν, τον Τσαρλς Ντίκενς και, εδώ που τα λέμε, μέχρι πολύ πίσω, τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Και διαβάζομαι –επιμένω– και υπό το δικό τους πρίσμα. Οι συγγραφείς δεν γράφουν απαραιτήτως εντός ενός λογοτεχνικού πλαισίου. Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν και συγγραφείς που δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο πριν γράψουν το δικό τους. Όμως το αναγνωστικό κοινό που θα διαβάσει το βιβλίο σου, θα το ερμηνεύσει εντός των δικών του πλαισίων, σύμφωνα με το ηχόχρωμα των εμπειριών του στη ζωή και στην ανάγνωση, ανάλογα με την αισθητική και τα γούστα του, τις ηθικές του αξίες, τις προσδοκίες που έχει από τη λογοτεχνία γενικά και το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος ειδικότερα. Αν, λοιπόν, ο συγγραφέας είναι ο πιλότος, τότε η λογοτεχνική παράδοση είναι τα φτερά, και οι αναγνώστες ο κινητήρας του αεροσκάφους.

Έτσι, τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω κάθε φορά που έχω φέρει το αεροπλάνο σε ταχύτητα απογείωσης και βλέπω το τέλος της πίστας ολοένα να πλησιάζει.

**********

Στις 10/4 κυκλοφορεί «Η Δίψα» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το μυθιστόρημα Η Δίψα ξεκίνησε το 2015. Μιας και είναι το ενδέκατο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Χάρι Χόλε, είχα να κάνω μ’ έναν χαρακτήρα τον οποίο γνώριζα ήδη πολύ καλά. Τόσο καλά, που οι ερωτήσεις κατά πόσο τον έχω βαρεθεί κι αν συνεχίζω να έχω πράγματα να πω γι’ αυτόν είναι μονίμως επίκαιρες. Όπως κι η ερώτηση του κατά πόσο συνεχίζω να γράφω γι’ αυτόν μόνο και μόνο επειδή το εξώφυλλο ενός βιβλίου όπου φιγουράρει η φράση «μία περιπέτεια του Χάρι Χόλε» έχει πολλές πιθανότητες ν’ αποκτήσει ευρύ κοινό. Θέτω ο ίδιος στον εαυτό μου αυτές τις ερωτήσεις· είναι σημαντικές γιατί ξέρω ότι, από τη στιγμή που θα γράψω έστω και μία αράδα, όχι επειδή μ’ ενδιαφέρει πραγματικά, αλλά για κάποιο άλλο λόγο, θα είναι σαν την πρώτη φορά που κάνεις σεξ με τη σύντροφό σου από συνήθεια: θα είναι, δηλαδή, η αρχή του τέλους. Ο λόγος για τον οποίο ο Χάρι Χόλε συνεχίζει να μ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ είναι ακριβώς επειδή τον γνωρίζω τόσο καλά. Όπως δεν βαριέται κανείς τους παλιούς του κολλητούς και καταλήγει, μάλιστα, να ενδιαφέρεται πραγματικά μόνο για εκείνους ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους φίλους του. Η αιτία είναι, φυσικά, η ολοένα και βαθύτερη αντίληψη που αποκτώ για τις πολυεπίπεδες πτυχές της προσωπικότητας του Χάρι και το πόσο πολύ αντικατοπτρίζουν τις δικές μου, αλλά και το γεγονός ότι, αντί να κατευνάζει την περιέργειά μου, αυτή η κατανόηση την οξύνει ακόμα περισσότερο: τι υπάρχει πίσω από την κουρτίνα πίσω από την κουρτίνα; Όχι ότι δεν με κουράζει ποτέ ο Χάρι και ο κόσμος του: είναι και οι δυο τους σκοτεινοί και μου χρειάζεται και λίγο φως πού και πού. Αλλά έχοντας βγει για λίγο στο εκτυφλωτικό φως της μέρας, πάντα αποζητώ να επιστρέψω στη μελαγχολία και τον απαισιόδοξο μηδενισμό του Χάρι.

Γι’ αυτό κι είναι παράδοξο το γεγονός ότι Η Δίψα ξεκινά με τον Χάρι ευτυχισμένο. Δεν έχω συνηθίσει τον Χάρι ευτυχισμένο και δυσκολεύτηκα λίγο στο γράψιμο. Παντρεύτηκε τη Ράκελ στο τέλος του προηγούμενου μυθιστορήματος (Αστυνομία) και διδάσκει τώρα στην Αστυνομική Ακαδημία, όπου σπουδάζει και ο γιος της Ράκελ, Όλεγκ. Ο ίδιος ο Χάρι περιγράφει αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα ευτυχίας ως την αίσθηση του να περπατάει κανείς πάνω σε λεπτό στρώμα πάγου. Ξυπνάει καθημερινά ευχόμενος να μην αλλάξει τίποτα, να περάσει η μέρα σαν μια απλή επανάληψη της προηγούμενης· να αντέξει ο πάγος. Αλλά την ίδια στιγμή που ο ιδιώτης Χάρι Χόλε αποζητά μια αιώνια, αρμονική μέρα της μαρμότας, ο αστυνομικός κι ερευνητής ανθρωποκτονιών μέσα του κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ο μοναδικός δολοφόνος που του ξέφυγε κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος. Η αρμονία κι η ανησυχία έρχονται σε μετωπική σύγκρουση, όπως κι η ευθύνη που νιώθει ο οικογενειάρχης Χάρι για τον μικρό του κύκλο απέναντι στην ευθύνη του αστυνομικού για τον μεγαλύτερο κύκλο της κοινωνίας.

Την κόντρα θα κερδίσει –τι ειρωνεία– η κοινωνία, ο κύκλος μέσα στον οποίο ο Χάρι ένιωθε πάντα παρίας. Κι αυτό θέτει το εξής ερώτημα (στο πλαίσιο που η μυθοπλασία μπορεί να θέτει ερωτήματα): Αν το κυνήγι της ευτυχίας δεν είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη κάποιου σαν τον Χάρι, τι είναι; Αν η ανάγκη ν’ ανήκουμε στο κοπάδι ξεπερνά την αγάπη προς τη σύντροφο και τα παιδιά μας, μήπως είμαστε αγελαία ζώα; Μήπως ακόμα κι ένας παρίας σαν τον Χάρι χρειάζεται την αναγνώριση περισσότερο απ’ ό,τι την οικογένειά του; Μήπως η «ιδιωτική» ευτυχία είναι υπερτιμημένη;

Έγραψα το μεγαλύτερο μέρος της Δίψας στο Όσλο, στο καφέ όπου συχνάζω τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια και το οποίο, σαν επιστρέψω από αυτό μου το ταξίδι, δεν θα υπάρχει πια. Μα ήταν εκεί, στο συνηθισμένο τραπέζι μου στο βάθος, δίπλα στον τοίχο, λίγο μετά την απογείωση του τζάμπο τζετ Η Δίψα, που αποφάσισα ν’ αλλάξω πορεία. Οι αφορμές ήταν δύο: Η πρώτη ήταν μια συζήτηση που έτυχε ν’ ακούσω μεταξύ ενός άνδρα και μίας γυναίκας στο διπλανό τραπέζι, την οποία πέρασα αρχικά για συνέντευξη εργασίας («Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια από τώρα; Ποια πιστεύεις ότι είναι τα βασικά σου προτερήματα;») πριν καταλάβω ότι επρόκειτο για ραντεβού που είχε κλειστεί μέσω κάποιας διαδικτυακής πλατφόρμας γνωριμιών («Αν μου αρέσουν περισσότερο οι σκύλοι ή οι γάτες; Χμ… Εσένα τι σου αρέσει περισσότερο;»). Δεν με ιντρίγκαραν τόσο οι πιθανοί κίνδυνοι μιας γνωριμίας μέσω Tinder, όσο η οδυνηρά ντροπιαστική συζήτηση του ζευγαριού. Έμοιαζαν κι οι δυο να ψάχνουν ματαίως να κρυφτούν πίσω από κοινωνικές συμβάσεις και κοινοτοπίες, προβάλλοντας μια πασιφανώς ψιλοψεύτικη εικόνα του εαυτού τους, τη στιγμή που στέκονταν ολόγυμνοι κάτω από το εξεταστικό βλέμμα ο ένας του άλλου. Ήταν, εναλλάξ, ο συγγραφέας κι ο αναγνώστης του. Και οι ιστορίες που διηγήθηκαν ο ένας στον άλλο, μεταμορφωμένες στο πιο κοντινό λογοτεχνικό τους πλαίσιο, βρέθηκαν από μόνες τους ν’ αποτυπώνονται στο πληκτρολόγιό μου.

«Η “Δίψα” ξεκινά με τον Χάρι ευτυχισμένο. Δεν έχω συνηθίσει τον Χάρι ευτυχισμένο και δυσκολεύτηκα λίγο στο γράψιμο».

Η δεύτερη αλλαγή στην πορεία μου με οδήγησε –και τους ενδεχόμενους αναγνώστες μου– να προσγειωθούμε σε διαφορετικό μέρος απ’ ό,τι στην αρχή σχεδίαζα, κι έχει να κάνει με τον βαμπιρισμό. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έψαχνα, αλλά ήταν σίγουρα κάτι από τα βαθύτερα και σκοτεινότερα υπόγεια της ψυχιατρικής. Κι όταν ξάφνου έπεσα πάνω στις ιστορίες του Πέτερ Κέρτεν, του βρικόλακα του Ντίσελντορφ, και του Ρίτσαρντ Τρέντον Τσέις, κατάλαβα μεμιάς ότι ακριβώς αυτό μου έλειπε για να χτίσω τη γέφυρα που θα ένωνε όλα τα θέματα του βιβλίου και θ’ αντικατόπτριζε τον Χάρι. Συνήθως δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτό που ονομάζουμε «true crime» –αληθινές ιστορίες εγκλημάτων–, αλλά ο ανθρώπινος (κι όχι τόσο ο εγκληματολογικός) παράγοντας των ιστοριών που βρήκα ήταν ιδιαίτερα ανατρεπτικός και προκλητικός. O βαμπιριστής και δολοφόνος ενεργεί ψυχαναγκαστικά, από μια φανταστική ανάγκη να πιει αίμα, παρόλο που κινδυνεύει με δηλητηρίαση λόγω της υψηλής κατανάλωσης σιδήρου. Κάτι που κάνει περίπου κι ο αλκοολικός Χάρι Χόλε. Και όπως και ο Χάρι, έτσι κι ο βαμπιριστής ψάχνει να βρει τα πιο ιδιωτικά, τα πιο εσωτερικά κομμάτια των ανθρώπων – με λίγο πιο κυριολεκτικό τρόπο, βεβαίως. Πάντα περιέγραφα τον Χάρι ως έναν εν δυνάμει εγκληματία· ποτέ ως εν δυνάμει πότη αίματος. Αλλά δεν βαριέστε, ορίστε ένα spoiler: στη Δίψα ο Χάρι θα πιει αίμα.

**********

Τι σκέφτομαι λοιπόν έχοντας τελειώσει τη συγγραφή ενός βιβλίου, έχοντας προσγειώσει, ως εκ θαύματος, το τζάμπο τζετ κι έχοντας επιζήσει από την όλη εμπειρία; Τότε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά και ακούραστα, σκέφτομαι το επόμενο σκάφος που θα θελήσω να απογειώσω. Μπορείτε να το πείτε και «δίψα»· βλέπετε, μπορεί όντως ο συγγραφέας να μοιάζει στους χαρακτήρες του. Ίσως κάτι τέτοιο να πρέπει ν’ αρχίσει να με ανησυχεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά σαν τον Χάρι και σαν τον βαμπιριστή, πολλοί συγγραφείς αδυνατούν να σταματήσουν. Έχουν ανάγκη να γράφουν, έχουν ανάγκη να πετούν.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Σοφικίτης – Η φωτογραφική του ματιά τον οδηγεί στην κορυφή του κόσμου

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top