«Ανακάλυψα την ηλεκτρονική μουσική αρκετά νωρίς, ξεκινώντας να μιξάρω σε ένα δωμάτιο με τους παππούδες μου»

Ο Johan Papaconstantino είναι ένα ατόφιο δημιούργημα της μεσογειακής κουλτούρας, έχοντας γεννηθεί στην Μασσαλία από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Έλληνα, όταν όμως τον ρωτάς για την καταγωγή του δεν ξέρει ακριβώς τί να απαντήσει. Κι όμως, αυτός ο φευγάτος και μπλαζέ τύπος κατάφερε να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον twist στο σχεδόν ξεχασμένο εν Ελλάδι και μάλλον άγνωστο διεθνώς, ρεμπέτικο. Ακούς για παράδειγμα του Βοτανικού τον Μάγκα στα γαλλικά, και φτάνει στα αυτιά σου πιο φρέσκο από ποτέ. Στο Andro δίνει την πρώτη του Ελληνική συνέντευξη.

«Από την πλευρά του πατέρα μου, ακούγαμε ελληνική μουσική. Από την πλευρά της μητέρας μου, Rnb και hip-hop».

 – Η μουσική σου συνδυάζει την ηλεκτρονική ποπ με την ελληνική λαϊκή μουσική, κυρίως ρεμπέτικο, Μπιθικώτση και Περπινιάδη. Είναι τάση και στην Ελλάδα, για μερικά συγκροτήματα να ερμηνεύουν παλιά λαϊκά με μοντέρνο τρόπο. Ωστόσο, η προσέγγισή σου φαίνεται να είναι μοναδική, αρκετά ρετρό και ταυτόχρονα πιο μοντέρνα. Αλήθεια ποιες είναι οι δικές σου αναφορές;

Στην οικογένειά μου από την πλευρά του πατέρα μου, ακούγαμε πολλή ελληνική μουσική ή γενικότερα ανατολίτικη μουσική, αλλά και πολύ funk. Από την πλευρά της μητέρας μου ακούγαμε πολύ Rnb και hip-hop. Εκτός αυτού, ανακάλυψα την ηλεκτρονική μουσική αρκετά νωρίς, ξεκινώντας να μιξάρω σε ένα δωμάτιο με τους παππούδες μου. Με ενδιέφερε από πολύ νωρίς να προσπαθήσω να συνδυάσω πολύ διαφορετικά στυλ μουσικής και θυμάμαι ότι το τραγούδι του Cut Killer όπου είχε σαμπλάρει την Edith Piaf, με είχε σημαδέψει υπό αυτή την έννοια. Ή τα μουσικά σάμπλ ομιλιών, από την jazz στην house, νομίζω ότι αυτό το κενό με σημάδεψε πολύ όταν ήμουν νέος.

Με ύφος μερακλαντάν στο βίντεο κλιπ του “Lundi”, που αποτελεί ουσιαστικά διεσκευή του κομματιού “Του Βοτανικού ο Μάγκας”.

– Ο μοντέρνος ήχος έρχεται με τη χρήση της τεχνολογίας, αλλά υπάρχει επίσης μια μελαγχολία, η αίσθηση της απώλειας στα τραγούδια σου, από πού προέρχεται;

Νομίζω ότι πρόκειται για μια αναζήτηση της ταυτότητας μου σε κάθε κομμάτι. Είναι σαν να φτιάχνω μια αυτοπροσωπογραφία, προσπαθώ να μάθω πώς μοιάζω, ανάλογα με το τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει.

– Γιατί επέλεξες σόλο καριέρα; Υπάρχει κάτι προσωπικό που θέλεις να πεις μέσω της τέχνης;

 Άρχισα να κάνω πράγματα μόνος μου γιατί δεν ένιωθα να εμπλέκομαι αρκετά σε έργα άλλων συγκροτημάτων και ήθελα να κάνω πιο ξεκάθαρες κάποιες ιδέες που είχα στο μυαλό μου.

«Είναι περίεργο, αλλά νιώθω σαν τουρίστας και ταυτόχρονα νιώθω ότι γνωρίζω τους ανθρώπους της Ελλάδας».

– Είσαι και ζωγράφος. Πώς αλλάζει η προσέγγισή σου από το ένα μέσο στο άλλο; «Ταΐζουν» το ένα το άλλο;

Πιστεύω ότι και τα δύο αλληλοτρέφονται, το ένα είναι μια ανάσα για το άλλο και προχωρά έτσι. Η προσέγγιση για εμένα είναι η ίδια, ψάχνω αυτό που νιώθω απαραίτητο για μένα, προσπαθώντας να “αγγίξω” και να προσεγγίσω τους ανθρώπους που αγαπώ και πάνω απ’όλα σέβομαι.

– Φαίνεται να πειραματίζεσαι πολύ. Σε ενδιαφέρει να «κατηγοριοποιηθείς» σε κάποιο συγκεκριμένο είδος ή θες να αποφύγεις ακριβώς αυτό;

Προσπαθώ να μην σκέφτομαι αυτήν την απάντηση. Προσπαθώ να κάνω απλή, προσβάσιμη μουσική, γιατί μου αρέσει να φέρνω περισσότερους ανθρώπους κοντά μου, αλλά μερικές φορές θέλω να κάνω και περισσότερα «παράξενα» πράγματα. Εν τέλει θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ των δύο.

– Ποια είναι η σημασία των in situ δημιουργιών σου; Μπορείς να εξηγήσεις τον όρο στους αναγνώστες;

Το in-situ αναφέρεται σε πίνακες ζωγραφικής ή γεγονότα του δρόμου όπως ένα γκράφιτι που δεν μπορούν να μετακινηθούν, μπορούν να παρατηρηθούν μόνο στον τόπο που έγιναν. Οι πίνακες σε εξωτερικό χώρο μπορούν να επιτρέψουν ενδιαφέρουσες κλίμακες και μια πολύ πλούσια αλληλεπίδραση με το φως και το τοπίο που το περιβάλλει. Η ζωγραφική σε εξωτερικούς χώρους μου επέτρεψε να κατανοήσω τη ζωγραφική μεγάλου μεγέθους και απαιτεί πολλή δημιουργικότητα για να εκτελεστεί.

«Πριν από δύο χρόνια γνώρισα τον Γιώργο Μαζωνάκη στο Παρίσι μέσω ενός κοινού φίλου, ο οποίος με προσκάλεσε στην Αθήνα».

– Ποια είναι η σχέση σου με την Ελλάδα; Έχεις αναμνήσεις ως παιδί ή ως έφηβος από την Ελλάδα;

Είμαι πολύ συνδεδεμένος με την Ελλάδα μέσω του πολιτισμού της οικογένειας του πατέρα μου, της μουσικής, των τοπίων, του φαγητού και της ατμόσφαιρας. Έχω πολλές αναμνήσεις από οικογενειακά ταξίδια και προσπαθώ να επιστρέφω όσο πιο συχνά μπορώ. Είναι περίεργο γιατί νιώθω σαν τουρίστας και ταυτόχρονα νιώθω ότι γνωρίζω τους ανθρώπους.

– Έχοντας γεννηθεί στη Μασσαλία, τι σημαίνει για εσένα η μεσογειακή κουλτούρα; Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά, εάν υπάρχουν, που συναντάς μεταξύ των ανθρώπων σε όλη τη Μεσόγειο;

 Δεν μπορώ να πω ακριβώς τι σημαίνει, αλλά βρίσκω ότι υπάρχει μια κοινή στάση, ένα παρόμοιο στυλ στον τρόπο έκφρασης, μια μεγάλη εκφραστικότητα.

«Θα ήθελα πολύ να συμμετάσχω σε ένα ελληνικό φεστιβάλ».

– Θα συμμετείχες σε ένα θερινό ελληνικό φεστιβάλ;

Θα ήθελα πολύ να συμμετάσχω σε ένα φεστιβάλ, έστω και αν πρέπει να πω ότι βρίσκομαι λίγο υπό πίεση για το πώς μπορεί να προσληφθεί η μουσική μου στην Ελλάδα, το ότι παίζω μπουζούκι τραγουδώντας στα γαλλικά… Αλλά πραγματικά ελπίζω να μπορέσω. Είναι σημαντικό για μένα να μην χάνω τον σεβασμό για τις επιρροές μου, ακόμη και αν πρέπει να τις ξεπεράσω για να προσπαθήσω να κάνω κάτι νέο.

«Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι να μην μπορώ να πω κάτι».

– Με ποιον θα ήθελες να μοιραστείς τη σκηνή; Γνωρίζεις Έλληνες σύγχρονους καλλιτέχνες που θαυμάζεις το έργο τους;

Δυστυχώς, γνωρίζω πολύ λίγους νέους Έλληνες καλλιτέχνες αφού ακούω πολλή ελληνική μουσική από τη δεκαετία του ’60 έως τη δεκαετία του ’90. Εκτός από αυτό, γνωρίζω λίγα, αλλά προφανώς είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί νέοι καλλιτέχνες. Πριν από δύο χρόνια γνώρισα τον Γιώργο Μαζωνάκη στο Παρίσι μέσω ενός κοινού φίλου, ο οποίος με προσκάλεσε στην Αθήνα για να παρακολουθήσω μια συναυλία του και έχω υπέροχες αναμνήσεις από αυτήν.

 – Πώς επηρέασε η πανδημία την εργασία και τη δημιουργική σου διαδικασία; Σου έλειψαν τα live και οι εκθέσεις ή το βρήκες σαν μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση;

Χρησιμοποιώ αυτήν την περίοδο για να εμβαθύνω στα πράγματα και να εξασκηθώ όσο το δυνατόν περισσότερο ώστε να ανταποκριθώ στις ιδέες που με απασχολούν.

– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου, να μην έχεις κάτι να πεις ή να χάσεις το ενδιαφέρον για καλλιτεχνική έκφραση;

Να μην μπορώ να πω κάτι.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Πουλόπουλος, ένας σοφιστικέ αρχιτέκτονας στην Κοπεγχάγη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top