Ανδριάντας του Βίνκελμαν στην Winckelmannplatz της πόλης Stendal της Γερμανίας, όπου γεννήθηκε το 1717. (Πηγή: Wikipedia).

[…] Ο Φραντσέσκο Αρκάντζελι συνελήφθη στο δρόμο προς την Πλανίνα, επειδή δεν είχε διαβατήριο. Τον οδήγησαν στην Ποστούμια και τον ρώτησαν αν ήταν λιποτάκτης ή αν ήταν αυτός που είχε διαπράξει το φόνο στην Τεργέστη. Εκείνος ομολόγησε αμέσως πως ήταν ο δολοφόνος. Κατόπιν τον οδήγησαν στην Τεργέστη.

Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1768, ο Μπαρτζέλλο Τζοβάννι Τζανάρτι κατέθεσε στο Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο την εξής γραπτή αναφορά: «Σήμερα το απόγευμα στις 15.30 η Φρουρά της πόλεως της Τεργέστης έλαβε τη διαταγή να παραλάβει τον άνθρωπο που δολοφόνησε με αποτρόπαιο τρόπο τον Τζοβάννι Βίνκελμαν στις 8 Ιουνίου του ενεστώτος έτους. Ονομάζεται Φραντσέσκο Αρκάντζελι και γεννήθηκε στο Τζαμπίλλι της περιοχής της Φλωρεντίας. Ο δολοφόνος οδηγήθηκε στο κελί 2 των φυλακών». Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο ζήτησε να προσαχθεί αμέσως ο κατηγορούμενος ενώπιόν του.

Ο Αρκάντζελι συνελήφθη στο δρόμο προς την Πλανίνα. Τον οδήγησαν στην Ποστούμια και τον ρώτησαν αν ήταν αυτός που είχε διαπράξει το φόνο. Εκείνος ομολόγησε αμέσως πως ήταν ο δολοφόνος.

Όταν ο Αρκάντζελι οδηγήθηκε στο δικαστήριο, είπε: «Κατάγομαι από το χωριό Τζαμπίλλι, που βρίσκεται στην επαρχία της Φλωρεντίας. Ο πατέρας μου ήταν μέτοχος τριών καραβιών στο Λιβόρνο. Όταν φαλίρισε, επέστρεψε στο Τζαμπίλλι και ασχολήθηκε με τα κτήματά του. Ήμασταν πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Εγώ είμαι τώρα τριάντα οχτώ χρονών. Η γυναίκα μου ονομάζεται Τζοάννα και ζει στη Βενετία. Δεν έχουμε παιδιά. Το επάγγελμά μου είναι μάγειρας και είμαι καθολικός. Ήρθα στην Τεργέστη με σκοπό να βρω εργασία.

» Συνδέθηκα φιλικά με τον κύριο Τζοβάννι, του οποίου το επίθετο δεν γνωρίζω, ή, μάλλον, για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι. Επειδή έμενε στην ίδια λοκάντα μ’ εμένα, και μάλιστα δίπλα στο δωμάτιό μου, βλεπόμασταν συχνά. Τρώγαμε το μεσημέρι μαζί στην τραπεζαρία και τα βράδια πάντα στο δωμάτιό μου. Κάναμε πολλούς περιπάτους και δυο τρεις φορές την ημέρα πηγαίναμε σε διάφορα καφενεία για να πιούμε καφέ. Μετά συνέβη ό,τι συνέβη».

Δυο σχέδια του Αλέξανδρου Ίσαρη, από τις σελίδες του βιβλίου του. Αριστερά: Πορτραίτο του Βίνκελμαν, που βασίζεται στην προσωπογραφία του Anton Raphael Mengs, 1761. Δεξιά: Τεργέστη. Το Canal Grande και η εκκλησία S. Antonio nuovo.

Όταν τον ρώτησαν τι συνέβη ακριβώς, εκείνος είπε: «Σας λέω την αλήθεια. Δεν επιδίωξα εγώ να συνδεθώ μαζί του, αλλά εκείνος ήθελε να γίνει φίλος μου. Κάποια μέρα είχαμε βγει να κάνουμε έναν περίπατο, και του είπα πως ο πανδοχέας με είχε ρωτήσει ποιος ήταν. Ισχυρίστηκε πως ήταν άνθρωπος με πολύ καλή φήμη. Μετά γυρίσαμε στην οστερία. Σε λίγο ήρθε στο δωμάτιό μου και μου έδειξε μια επιστολή που απευθυνόταν σε κάποιους τραπεζίτες της Βενετίας, που θα του ήταν χρήσιμοι στη συνέχεια του ταξιδιού του. Κατόπιν μου έδειξε ένα διαβατήριο που είχε εκδοθεί στη Βιέννη, λέγοντάς μου ότι μπορούσα να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν το διάβασα.

» Κάποια στιγμή μου είπε πως θα μου έδειχνε κάτι μετάλλια. Όντως, λίγο πριν πάμε για φαγητό, μου έδειξε δυο χρυσά και δυο ασημένια μετάλλια. Τον ρώτησα τι αξία είχαν αυτά τα μετάλλια, κι εκείνος μου είπε ένα ποσό».

«Λίγο πριν πάμε για φαγητό, ο κύριος Τζοβάννι μου έδειξε δυο χρυσά και δυο ασημένια μετάλλια. Αποφάσισα να τον δολοφονήσω για να του πάρω εκείνα τα μετάλλια».

Όταν τον ρώτησαν πόσα χρήματα είχε όταν έφτασε στην Τεργέστη, εκείνος απάντησε πως είχε πέντε φλουριά και δυο τρία δεκαεφτάρια. Όταν τον ρώτησαν γιατί αποφάσισε να δολοφονήσει τον Βίνκελμαν, είπε: «Για να πω την αλήθεια, εγώ σκέφτηκα πως θα ήταν Εβραίος ή λουθηρανός, και αυτή η υποψία μεγάλωσε όταν είδα ένα βιβλίο στο γραφείο του, που δεν μπορούσα να το διαβάσω. Δεν τον είδα ποτέ να πηγαίνει στη λειτουργία. Όποτε του έλεγα να πάμε στην εκκλησία, αυτός αρνιόταν να έρθει μαζί μου, και όποτε περνούσαμε έξω από εκκλησίες, δεν έβγαζε ποτέ το καπέλο του. Όταν διηγήθηκα στον Γκάσπαρο, που έχει ένα καφενείο, την ιστορία με τα τέσσερα νομίσματα, εκείνος είπε πως αυτός ο σινιόρ Τζοβάννι μάλλον θα τα έχει κλέψει.

Στις 18 Ιουλίου 1768 το Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο της Τεργέστης κήρυξε ένοχο τον Φραντσέσκο Αρκάντζελι για το φόνο του Βίνκελμαν και αποφάσισε να εκτελεστεί ζωντανός δια του τροχού, έως ότου η ψυχή αποσπαστεί από το σώμα του. («Portrait of Johann Joachim Winckelmann against classical landscape, after 1760», Royal Castle in Warsaw. Πηγή: Wikipedia).

» Έτσι, αποφάσισα να τον δολοφονήσω για να του πάρω εκείνα τα μετάλλια. Γι’ αυτό το σκοπό αγόρασα ένα μαχαίρι κι ένα σχοινί. Πρώτα σκέφτηκα να σφίξω το λαιμό του με το σχοινί για να μη φωνάξει, κι έπειτα θα τον μαχαίρωνα. Για να σας πω την αλήθεια, είχα αποφασίσει να εφαρμόσω το σχέδιό μου το προηγούμενο βράδυ μετά το δείπνο, αλλά, έτσι όπως καθόμασταν στο δωμάτιό μου, δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Το μετέθεσα λοιπόν για το πρωί της επομένης, όταν θα γυρνούσαμε από τον περίπατό μας.

» Καθώς συζητούσαμε, μου είπε πως θα μου έγραφε από τη Ρώμη και, αν αποφάσιζα να τον επισκεφθώ, θα μου έδειχνε το παλάτσο του καρδινάλιου Αλμπάνι. Εκεί θα καταλάβαινα πόσο διάσημος και σπουδαίος ήταν. Μετά μου είπε πως όταν συνάντησε την αυτοκράτειρα της αποκάλυψε μια υπόθεση που θα της ήταν πολύ χρήσιμη. Όλα αυτά ενίσχυσαν τις υποψίες μου πως αυτός ο άνθρωπος ήταν Εβραίος ή λουθηρανός ή σπιούνος.

«Στο διήγημα για τον Βίνκελμαν επιστράτευσα τις γνώσεις που διαθέτω ως αρχιτέκτονας. Για ένα μεγάλο διάστημα συνεργάστηκα επίσης με πολλούς αρχαιολόγους», έχει πει σε συνέντευξή του ο Αλέξανδρος Ίσαρης. (Στο εξώφυλλο του βιβλίου ο συγγραφέας με τη μητέρα του το 1953).

» Αποφάσισα λοιπόν να τον σκοτώσω. Πήγα στο δωμάτιό μου, όπου πήρα το μαχαίρι και τη θηλιά που είχα φτιάξει με το σχοινί. Τα έβαλα στην τσέπη του γιλέκου μου και επέστρεψα στο διπλανό δωμάτιο. Πηγαίναμε πέρα δώθε, κι όταν πλησιάσαμε στο παράθυρο, του είπα: ‘‘Σενιόρ Τζοβάννι, θα μου δείξετε πάλι τα μετάλλια;’’. Εκείνος απάντησε: ‘‘Μπορώ να σου δείξω μόνο το μεγάλο, το χρυσό’’. Όμως ύστερα έμεινε για λίγο σκεφτικός και είπε πως είχε μετανιώσει, πως δεν θα μου έδειχνε ούτε αυτό.

» Αφού περπάτησε αρκετές φορές πέρα δώθε στο δωμάτιο, κάθισε τελικά στο γραφείο του. Εγώ, τυφλωμένος από τον σατανά, στάθηκα πίσω του, πήρα τη θηλιά, την πέρασα στο λαιμό του και την έσφιξα με δύναμη. Εκείνος τινάχτηκε πάνω, με έσπρωξε με ορμή και τραβήχτηκε από κοντά μου. Ήταν πολύ δυνατός άντρας. Τράβηξα μισοζαλισμένος το μαχαίρι και όρμηξα καταπάνω του. Ο σινιόρ Τζοβάννι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού, την κράτησε σφιχτά και με το άλλο χέρι άρπαξε το στήθος μου, τραβώντας το πουκάμισό μου. Αρχίσαμε να παλεύουμε, μέχρι που πέσαμε και οι δύο στο πάτωμα. Εκείνος ανάσκελα, με τα πόδια ανοιχτά, κι εγώ γονατιστός από πάνω του. Άρπαξα το μαχαίρι απ’ το χέρι του και του έδωσα κάμποσες μαχαιριές. Δεν κατάλαβα πού χτυπούσα, γιατί είχα τα μάτια μου κλειστά. Τότε σηκώθηκα και βγήκα απ’ το δωμάτιο. Ούτε ξέρω πού άφησα το μαχαίρι. Αυτό είναι το έγκλημα που διέπραξα και το οποίο ομολογώ με πάσα ειλικρίνεια. Δεν μπορώ να πω τίποτ’ άλλο».

«Αρχίσαμε να παλεύουμε, μέχρι που πέσαμε και οι δύο στο πάτωμα. Άρπαξα το μαχαίρι απ’ το χέρι του και του έδωσα κάμποσες μαχαιριές. Δεν κατάλαβα πού χτυπούσα, γιατί είχα τα μάτια μου κλειστά».

Στις 18 Ιουλίου το Αυτοκρατορικό Ποινικό Δικαστήριο της Τεργέστης κήρυξε ένοχο τον Φραντσέσκο Αρκάντζελι από το Τζαρμπίλλι της Τοσκάνης, ετών τριάντα οκτώ, για το φόνο του Τζοβάννι Βίνκελμαν και αποφάσισε να εκτελεστεί ζωντανός δια του τροχού, έως ότου η ψυχή αποσπαστεί από το σώμα του. Μόλις άκουσε τη θανατική του καταδίκη ο Αρκάντζελι, άρχισε να τρέμει σύγκορμος και νόμισαν ότι θα κατέρρεε. Όμως ύστερα από αρκετή ώρα, σκεπτόμενος τον Χριστό και την πίστη του σ’ Αυτόν, κατάφερε να ηρεμήσει. […]

 

* Ο Φραντσέσκο Αρκάντζελι, διαβάζουμε λίγο παρακάτω, εκτελέστηκε στις 20 Ιουλίου 1768. «Στο κάτω περιθώριο του φύλλου που περιλαμβάνει την περιγραφή της εκτέλεσης υπάρχει η εξής χειρόγραφη σημείωση: Ο Φραντσέσκο Αρκάντζελι ήταν ο τελευταίος κατάδικος που εκτελέστηκε με αυτόν τον τρόπο σε χώρα της Ευρώπης, διότι η θανάτωση δια του τροχού θεωρήθηκε απάνθρωπη».

** «Για τα πρακτικά των ανακρίσεων και της δίκης χρησιμοποίησα τη γερμανική έκδοση: Die Originalakten des Kriminal-prozesses gegen den Mörder Johann Joachim Winckelmanns (μτφρ. Heinrich Alexander Stol, Βερολίνο 1965 [ιταλική έκδοση 1964, επιμ. Cesare Pagnini]) αλλά και άλλες πηγές», αναφέρει στις Σημειώσεις του βιβλίου ο Αλέξανδρος Ίσαρης.

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Ίσαρη «Βίνκελμαν ή Το Πεπρωμένο» (από το ομώνυμο διήγημα από τα πέντε που περιλαμβάνει το βιβλίο, τα οποία είναι εν μέρει αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, όπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας), εκδόσεις Κίχλη, 2010.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Βατόπουλος – «Η αρχαιολογία του Μοντέρνου στη σκιά μιας λουτρόπολης»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top