Ο John Cleese επί σκηνής στο «Monty Python Live (Mostly) την 1η Ιουλίου 2014, στο Λονδίνο. (Photo by Dave J Hogan/Getty Images).

Από την ώρα που ο John Cleese έφερε τα πάνω κάτω με το χιούμορ των Monty Python, το παράλογο έκανε πέρα τη λογική των κρετίνων. Βρετανικός θεσμός με δυο μέτρα μπόι, αυτός ο απερίγραπτος τζέντλεμαν είναι ένα αστέρι σπάνιο, του οποίου η εξερεύνηση της κρυφής πλευράς φέρνει στο φως απρόσμενους κρατήρες.

Ο τύπος γεννήθηκε το 1939 στο βαρετό Weston-super-Mare του Σόμερσετ. Τα πρώτα του βήματα ήταν του στυλ «nothing to write home about». Συχνά οι γονείς τον έσερναν στον κινηματογράφο. Αγάπησε τις κωμωδίες και τον Κιούμπρικ. Ειδάλλως, έβαζε τα κλάματα είτε από φόβο είτε από θλίψη.

Το σινεμά εκείνη την εποχή δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά διασκέδαση. Η σοβαρότητα ήταν δουλειά της τηλεόρασης. Ο John Cleese είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια περίοδο που το BBC ήταν σημείο αναφοράς, όπου οι πιο λαμπροί διπλωματούχοι της Οξφόρδης ή του Κέιμπριτζ μόνο ένα είχαν στο νου τους: πώς θα προσληφθούν στο κανάλι.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι ταινίες τότε δεν συνεισέφεραν στο παραμικρό στο να δει κάποιος με διαφορετικό μάτι τη χώρα -κάποιο σημάδι αλλαγής, βρε αδελφέ. Την οπτική του άλλαξε ένα θεατρικό: το Beyοnd the fringe του Peter Cook. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι τόσο αστείο, απίστευτα χυδαίο και εποικοδομητικά σαρκαστικό. Αυτό τον απελευθέρωσε. Μαζί ίσως με το Look back in anger του John Osborne.

Ένα ψάρι δεν ξέρει τίποτα για το νερό της γυάλας του. Την αρτηριοσκλήρωση της βρετανικής κοινωνίας δεν την είχε αρχικά συνειδητοποιήσει. Όταν έχεις να κάνεις με κάποιον τόσο ανατρεπτικά καθαρκτικό, πρέπει να γνωρίζεις το πλαίσιο. Γιατί ο Κλιζ βγάζει τη γλώσσα σ’ ένα περιβάλλον συντηρητικό, χωρίς φαντασία. Στο πανεπιστήμιο βρήκε αυτό που χρειαζόταν απελπισμένα: ανθρώπους και ιδέες να τον ταρακουνήσουν.

Δεν ήταν κοινωνικός. Μάλλον εσωστρεφής. Πάντα αναζητούσε στιγμές μοναχικότητας στο ευρύχωρο σπίτι με τους υπερπροστατευτικούς γονείς. Στα 18 του δεν είχε ταξιδέψει, δεν ήξερε κατά πού έπεφταν άλλοι τόποι. Και με τα κορίτσια άρχισε να νιώθει άνετα αφότου πάτησε τα 30. Ο Σάμι Ντέιβις είπε κάποτε ότι η ανία είναι το καύσιμο της δημιουργικότητας. Η διέξοδος του Κλιζ, αυτό που τον έσωσε, ήταν το χιούμορ.

«Μ’ αρέσουν οι γυναίκες. Ιδίως αν είναι ωραίες. Και το φαΐ. Μπορώ να γίνω επικίνδυνος σ’ ένα καλό εστιατόριο. Ειδάλλως, δεν κάνω υπερβολές. Κοιμάμαι νωρίς το βράδυ».

Χιούμορ που κληρονόμησε απ’ τους γονείς του. Ο πατέρας του, μπορεί να ήταν ένας Άγγλος τζέντλεμαν παλιάς κοπής, αλλά διέθετε μια ειρωνεία που έκοβε σαν λεπίδι και κορόιδευε τα στερεότυπα. Της μητέρας του ήταν μαύρο, πολύ μαύρο. Στα 97 της βάλθηκε να παραπονιέται για τις δυσκολίες της ζωής. Ο Τζον τής είπε πως ξέρει κάποιον που μπορεί να βάλει τέλος στην οδύνη της: «Έναν τύπο πολύ συμπαθητικό που ζει στο Φούλαμ και είναι διατεθειμένος έναντι του γλίσχρου ποσού των 70 λιρών να έρθει να σε δολοφονήσει. Αν πραγματικά βαρέθηκες, ειδοποίησέ με». Από τότε, όποτε αναφέρεται στον ανθρωπάκο από το Φούλαμ, εκείνη ξεκαρδίζεται στα γέλια και του λέει να περιμένει κάνα-δυο βδομάδες, γιατί έχει μάθημα μουσικής.

Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του απαίσιο, γιατί δεν λέει ποτέ τα κατάλληλα λόγια τη σωστή στιγμή. Μια φορά, η γραμματέας του έχασε τον φίλο της σ’ ένα τροχαίο. 15 μέρες αργότερα, ο φίλος της δεύτερης γραμματέας του πεθαίνει κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Η ατμόσφαιρα στο γραφείο είναι βαριά. Εκείνος αριβάρει την επομένη και το μόνο που βρίσκει να πει είναι «Λοιπόν, δεν έχουμε κάνα δυστύχημα σήμερα;» Η κουβέντα βοήθησε την πρώτη κάπως να συνέλθει. Η δεύτερη δεν του το συγχώρεσε ποτέ.

Το 2008, δήλωσε ότι του περιποιεί μεγαλύτερη τιμή που δόθηκε το όνομά του σε ένα λεμούριο παρά το να χριστεί Σερ ή Ιππότης από τη βασίλισσα. (Photo by Matt Cardy/Getty Images).

Στην αρχή, δεν είχε ιδέα από τέχνη. Έβρισκε τους καλλιτέχνες πομπώδεις, αηδιαστικούς. Ακόμα και σήμερα δεν τολμάει να πει τη γνώμη του για ένα έργο, δεν νιώθει πως έχει τα προσόντα. Όταν βλέπει κάτι που δεν του αρέσει, αλλά οι κριτικοί αποθεώνουν, σκέφτεται πως είναι καθυστερημένος. Οπότε κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: καλύτερα τα γούστα σου ν’ αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο, καλύτερα να μην είσαι σίγουρος για τίποτα, να αναθεωρείς διαρκώς τις απόψεις σου. «Χάρη στους σκεπτικιστές, τους αναποφάσιστους όπως εγώ εξελίχτηκε η επιστήμη. Όχι ακούγοντας εκείνους που σαν τα μουλάρια μένουν προσκολλημένοι στις βεβαιότητές τους».

Του Κλιζ δεν του αρέσουν οι καταχρήσεις. Το μόνο του βίτσιο είναι οι γυναίκες. Από τότε που μπήκε στο πανεπιστήμιο του έδωσε και κατάλαβε. Πήδαγε δεξιά και αριστερά. Ακόμα κι όταν παντρεύτηκε. Πράγμα για το οποίο ουδόλως μετανιώνει. «Μ’ αρέσουν οι γυναίκες. Ιδίως αν είναι ωραίες. Και το φαΐ. Μπορώ να γίνω επικίνδυνος σ’ ένα καλό εστιατόριο. Ειδάλλως, δεν κάνω υπερβολές. Κοιμάμαι νωρίς το βράδυ».

Όπως σε κάθε βρετανικό πανεπιστήμιο που σέβεται τον εαυτό του, στο Κέιμπριτζ υπήρχαν λέσχες. Μία απ’ αυτές ήταν το Footlights Club, ένας θεατρικός θίασος διάσημος σ’ όλη τη χώρα, καθώς είχε βγάλει περίφημους συγγραφείς, κωμικούς κι ηθοποιούς. Ιδιαίτερα τη χρονιά που έγινε μέλος ο Κλιζ ήταν φανταστικός, ένα συναρπαστικό συνονθύλευμα ανθρώπων προερχόμενο απ’ όλες τις Σχολές -Ιατρική, Φιλολογία, Θετικές Επιστήμες- και όλες τις τάξεις. Εκεί αναδείχτηκαν ο Eric Idle κι ο Graham Chapman των Monty Python. Μετά δε το θρίαμβο του Peter Cook, το BBC φρόντιζε να στέλνει τακτικά κατασκόπους για να ξετρυπώνει νέα ταλέντα. Ώσπου, αρχές καλοκαιριού του 1963, ενώ τέλειωνε τις σπουδές του στη Νομική, ήρθαν και τον βρήκαν δυο κομψοί κοστουμάτοι. «Είχαν διαβάσει τα κείμενά μου, τα είχαν λατρέψει και μου πρότειναν αμέσως μια θέση ραδιοφωνικού παραγωγού. Έτσι δεν έγινα ποτέ δικηγόρος. Εξάλλου, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί σπούδασα νομικά».

«Κανένα κανάλι δεν θα δεχόταν σήμερα να πάρει τέτοια ρίσκα, να μη βάλει κάποιο όριο σ’ αυτήν τη συμμορία ανεγκέφαλων, επικίνδυνων και άπειρων που ήταν οι Monty Python. Να τι έκανε το μεγαλείο του BBC».

Ωστόσο, η παράστασή τους, The Footlights revue, πήγαινε τόσο καλά που ανέβηκε και στο Lyric Theatre. Ακολούθησε τουρνέ στη Νέα Ζηλανδία, μετά στη Νέα Υόρκη, στο Μπροντγουέι. Ο Κλιζ έγραφε και έπαιζε τα περισσότερα σκετς του Cambridge Circus. Έμεινε 15 μήνες στις ΗΠΑ. Όχι μόνο συμμετείχε στο μιούζικαλ Half a six pence, όπου χόρευε και τραγουδούσε (φάλτσα), αλλά έγραψε και μερικά άρθρα περί διεθνούς πολιτικής στο Newsweek. Το κακό ήταν ότι θεωρούσαν σκόπιμο να εξηγούν τ’ αστεία του. Παραιτήθηκε και γύρισε πίσω. Ήταν το 1965.

Με τον Graham Chapman κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας: «Monty Python and the Holy Grail». (Photo by John Downing/Express/Getty Images).

Αμέσως τον προσέλαβε ο διάσημος τηλεοπτικός κωμικός David Frost, ένας ακόμα βετεράνος του Footlights Club, στην εκπομπή του The Frost report. Έτσι ξανασυνάντησε όλη την κλίκα με την οποία θα σχημάτιζε τους Monty Python, με εξαίρεση τον Terry Gilliam. Μετά από μερικές βδομάδες, ο Φροστ του πρότεινε τη δική του εκπομπή. Ήταν το At last the 1948 show, μια πρωτόλεια εκδοχή των Monty Python. Είχε διαισθανθεί ότι η εποχή προσφερόταν πλέον για ανατρεπτικό χιούμορ, ότι τα 50’s έπνεαν επιτέλους τα λοίσθια. Ο κόσμος είχε αρχίσει να βαριέται την πολιτική σάτιρα, οπότε αποφάσισαν να πουλήσουν τρελή τρέλα. Ωστόσο, η πολιτική παρέμβαση τον ενδιέφερε τόσο που οι Financial Times του προτείνουν, το 1997, θέση πολιτικού συντάκτη.

Αυτό που ακόμα και σήμερα αποτελεί μέγα μυστήριο για κείνον ήταν η απεριόριστη ελευθερία που τους άφηνε το BBC. «Οι υπόλοιποι γκρίνιαζαν ότι τους έβαζαν φρένο, αλλά εγώ ένιωθα ανακούφιση που απέρριπταν κάποιες απ’ τις ιδέες μας. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν, όταν ξανασκέφτομαι τι τους προτείναμε τότε. Δεδομένου ότι κατένευαν στο 95% όσων κουφών τους λέγαμε, δεν έβλεπα ποιος ο λόγος να ξινίζεις για το υπόλοιπο 5%. Κανένα κανάλι δεν θα δεχόταν σήμερα να πάρει τέτοια ρίσκα, να μη βάλει κάποιο φρένο σε μια συμμορία ανεγκέφαλων, επικίνδυνων και άπειρων, όπως οι Monty Python. Υπέγραψαν για μια πρώτη σειρά των δεκατριών επεισοδίων χωρίς νά ‘χουν δει ούτε πιλότο. Να τι έκανε το μεγαλείο του καναλιού».

Οι John Cleese, Graham Chapman, Eric Idle, Michael Palin και Terry Jones ένωσαν τα είδη τρέλα τους το 1969. Συν εκείνη του Terry Gilliam μόλις αυτός πάτησε το πόδι του σε βρετανικό έδαφος. Κι άλλη επέτειος. Ένα χρόνο πριν, ο Κλιζ είχε αποσυρθεί κάπως απ’ την τηλεόραση. «Μόλις είχα παντρευτεί την πρώτη μου γυναίκα, μια Αμερικάνα ονόματι Connie Blooth»…

Στα μέσα της δεύτερης σειράς του Monty Python’s Flying Circus, αποφασίζει να διακόψει τη συμμετοχή του. Θεωρούσε πως δεν έκαναν πια κάτι καινούργιο, πως έμεναν στάσιμοι, πως είχαν αρχίσει να επαναλαμβάνονται. Οι άλλοι δεν έμοιαζαν ν’ ανησυχούν. Εκείνος, την απουσία πρωτοτυπίας, τη ρουτίνα τα βίωνε ως δράμα. Πήρε μέρος με μισή καρδιά στην τρίτη. Στην τέταρτη τα βρόντηξε οριστικά. Μισήθηκαν. «Κωμωδίες ήθελα να γράφω μαζί σας, όχι να σας παντρευτώ», τους είπε.

Ο Τζορτζ Μπους είναι φανατικός της σειράς Ένα τρελό, τρελό ξενοδοχείο (Fawlty towers, 1975), ο Μπιλ Κλίντον του έγραψε για να τον συγχαρεί, κάθισαν και τα είπαν με τον Δαλάι Λάμα…

Αυτό που δεν ήθελε άλλο ο Κλιζ ήταν οι τηλεοπτικές εκπομπές μαζί τους. Ενδιαφερόταν να εξερευνήσει κι άλλα μονοπάτια, να φέρει σε πέρας πιο φιλόδοξα projects. Να παίξει Τσέχοφ ή να συνεργαστεί με τον Robert Young (To 1997 θα κάνει την παραγωγή, θα γράψει το σενάριο και θα παίξει στην ταινία του Τρομερά πλάσματα). Εύρισκε την ελευθερία του μεθυστική. Οπότε δεν είχε πλέον κανένα λόγο να μην τα ξαναβρεί με τους Monty Python για να γυρίσουν τους Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης (1975), το Ένας Προφήτης… Μα τι Προφήτης! (1979, η αγαπημένη του), τα Τρελά κουλουβάχατα της ιστορίας (1981) ή το Νόημα της Ζωής (1983), τη μόνη ταινία που δεν διασκέδασαν. Μετά όλοι τους ακολούθησαν σόλο καριέρα. Ξαναβρέθηκαν μαζί το 2014, για ένα σόου στο Λονδίνο.

Αυτό που τον έτρωγε ήταν να γυρίσει μια ταινία μόνος του. Όλοι οι άλλοι της ομάδας είχαν κι από μία στο ενεργητικό τους, εκτός από τον Έρικ Άιντλ και τον ίδιο. Το Ψάρι που το έλεγαν Γουάντα βγαίνει στις αίθουσες το 1988, σε σενάριο και παραγωγή δική του. Μ’ αυτό κερδίζει το British Academy Award του Καλύτερου Ηθοποιού και την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Ο John Cleese κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του τηλεοπτικού σόου «Monty Python’s Flying Circus». (Photo by George Wilkes/Hulton Archive/Getty Images).

Το 1994, θα γίνει ο δόκτωρ Βάλντεμαν στο Φρανκεστάιν του Kenneth Branagh. Θα λατρέψουμε το φλέγμα του ως «R» και ως «Q» στα Τζέιμς Μποντ Ο κόσμος δεν είναι αρκετός (1999), Πέθανε μια άλλη μέρα (2002). Ενώ το 2001 και 2002 θα ενσαρκώσει το περίφημο ασώματο φάντασμα στα Ο Χάρι Πότερ και η φιλοσοφική λίθος και Ο Χάρι Πότερ και η κάμαρα με τα μυστικά. Την επόμενη χρονιά, σειρά έχουν Οι Άγγελοι του Τσάρλι: Δράση πέρα από τα όρια.

Μπορεί στον Τζον Κλιζ να αρέσει όσο τίποτε άλλο να κάνει τον κόσμο να γελά, αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρεται σοβαρά για την ιστορία και την ψυχανάλυση. Γι’ αυτό κι έγραψε μαζί με τον γιατρό του Robin Skynner τα βιβλία Families and how to survive them (1984) και Life and How to Survive It (1993). Σήμερα, μ’ όποιον άνθρωπο θελήσει να συναντηθεί μπορεί. Ο Τζορτζ Μπους είναι φανατικός της σειράς Ένα τρελό, τρελό ξενοδοχείο (Fawlty towers, 1975), ο Μπιλ Κλίντον του έγραψε για να τον συγχαρεί, κάθισαν και τα είπαν με τον Δαλάι Λάμα…

Ο τεράστιος αυτός τύπος, εξαίρετος παίκτης του κρίκετ και πυγμάχος στα νιάτα του, είναι ένας Εγγλέζος που δεν μπορεί να υποφέρει τους Εγγλέζους. Το φόβο τους να δείξουν τα αισθήματά τους. Αντίθετα, στην Αμερική αισθάνεται πιο άνετα. Εξάλλου και οι τρεις σύζυγοί του ήταν Αμερικανίδες. Όταν του το επισημαίνεις, διαμαρτύρεται: «Τρεις, μόνον τρεις; Είχα καμιά δεκαπενταριά συζύγους στη ζωή μου. Μόνο που δεν καταφέρνω να θυμηθώ τα ονόματά τους»… Αυτό δεν σημαίνει πως δεν τον έχουν ξεζουμίσει στις διατροφές.

Ο Κλιζ διασκεδάζει επίσης αφάνταστα να κοροϊδεύει για κάποιον λόγο τους Βέλγους. Την άλλη φορά, σε μια τουρνέ, τους αποκάλεσε «τεμπέληδες, χοντρούς, φίσκα στην μπίρα, μπάσταρδους ψευτο-Γάλλους». Το σχόλιό του προκάλεσε χαμό. Ζήτησε συγγνώμη: «Ήταν μεγάλο ατόπημα να τους αποκαλέσω ψευτο-Γάλλους. Είναι, φυσικά, ψευτο-Ολλανδοί». Το 2008, δήλωσε ότι του περιποιεί μεγαλύτερη τιμή που δόθηκε το όνομά του σε ένα λεμούριο παρά το να χριστεί Σερ ή Ιππότης από τη βασίλισσα, τιμή που αρνήθηκε το 1996. Και τάχθηκε με σειρά ομιλιών υπέρ του επαναπατρισμού των «Μαρμάρων». Αν και υποψιάζομαι ότι βασικό του μέλημα ήταν να τη σπάσει στους συμπατριώτες του. Νίιιι!

 

 

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Δήμου: «Εμμ. Ροΐδης – Ο ευφυής και οι ξύπνιοι».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top