Ο Τζων Φώουλς έζησε στην Ελλάδα τα καλύτερα χρόνια του διδάσκοντας στην Αναργύρειο Σχολή των Σπετσών. Εδώ ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημά του «Ο Μάγος», που εκδόθηκε το 1965.

23.5.1952

Μια Μιλλερική στιγμή. Ανέβηκα σήμερα στους λόφους – καυτή λιακάδα, ελαφρό αεράκι, εκθαμβωτικά λαμπρή ατμόσφαιρα. Τα πάντα στο εσωτερικό του νησιού είναι αποξηραμένα, στεγνά σαν πέτρα – από λουλούδια, μόνο ένας μπλε-μοβ θάμνος θυμαριού και λίγα κοντόσωμα κίτρινα σπάρτα. Όμως τα πεύκα δίνουν σκιά. Κανένα πουλί, λίγες πεταλούδες – πληθώρα από μέλισσες, σφήκες, μύγες, ακρίδες. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, το καλαμπόκι ώριμο. Στην απέναντι πλευρά μιας μικρής κοιλάδας, τρία κορίτσια άρχισαν να τραγουδούν σ’ έναν τρομερά δυναμικό ρυθμό, με διαπεραστικές φωνές. Δεν είχα ακούσει ποτέ τέτοιο τραγούδι, σε απόλυτη συμφωνία με την ξηρότητα και την καθαρότητα της ατμόσφαιρας. Μισό τραγούδι, δίχως αποχρώσεις, λεπτότητα, σκιές – τραγούδι για έναν μοναχικό λόφο που τον έκαιγε ο ήλιος. Τραγουδούσαν με όλη τους τη δύναμη, απίστευτα βίαια, νεαρές ιέρειες του ήλιου από την εποχή της μητριαρχίας. Πριν τις ακούσω, δεν θα πίστευα ότι υπήρχε ήχος να ταιριάξει σ’ αυτό το τοπίο. Και ξαφνικά τού έδωσαν φωνή. Κατέβηκαν το μονοπάτι προς μια πέτρινη στέρνα· ύστερα, γύρισαν πίσω. Η μία τους είχε γυμνά μελαχρινά μπράτσα και μαύρα μαλλιά. Δεν διέκρινα αν ήταν όμορφη ή όχι. Είχα μαζί μου κιάλια, αλλά προτίμησα να μην τα χρησιμοποιήσω. Σήκωσε τη φούστα και τη στερέωσε στη ζώνη της, για ν’ αφήσει τον ήλιο να ζεστάνει το μεσοφόρι της. Τις άκουγα να τραγουδούν για μισή ώρα ακόμη. Από μεγάλη απόσταση.

Η Αναργύρειος Σχολή των Σπετσών, όπου τη διετία 1951-1952 ο Τζων Φώουλς δίδαξε αγγλική φιλολογία.

30.11.1952

Καθαρή, τέλεια μέρα. Η χτεσινή νύχτα ήταν ποτισμένη στο κρασί· πήγαμε στου Γεωργίου*, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, γελάσαμε: πολλή ρετσίνα. Είχα βαρύ κεφάλι το πρωί, ένα υπέροχο πρωινό, με τον ζέφυρο να πνέει και μια λιακάδα που σε ζάλιζε. Γευμάτισα και όρμησα στους λόφους, μόνος, εμπνευσμένος, γεμάτος από ανάγκη να περπατήσω. Πάνω και πιο πάνω και πιο πάνω στους κατσικόδρομους ανάμεσα στα πεύκα, μέσα στον αέρα και τις λεπίδες των ηλιαχτίδων. Μια σμαραγδιά σαύρα που την κυνήγησα. Πίσω μου η θέα, λευκά σπίτια στο βάθος, καραβάκια στη γλαυκή θάλασσα. Πεύκα και ήλιος και ζέφυροι και μοναξιά. Έβγαλα το πουκάμισό μου και προχώρησα με γυμνό το πανωκόρμι. Ακόμη πιο πάνω, μέχρι που επιτέλους έφτασα στο κεντρικό κορφοβούνι.

 

*Ταβέρνα στον δρόμο μεταξύ του λιμανιού των Σπετσών και της Αναργυρείου Σχολής.

 

// Από το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά «Μυστικά του συρταριού. Η τέχνη και οι τεχνίτες της ημερολογιακής γραφής», Εκδόσεις Πατάκη, 2017.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζων Φώουλς – Όταν πρωτοείδε την Αθήνα από τον Υμηττό.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top