Kρατώντας τη ρέπλικα του στέμματος που φορούσε ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός (Photo by Ossinger/picture alliance via Getty Images/Ideal image).

    «Μόνον η τέχνη είναι ικανή να αποξηλώσει τις συνέπειες ενός κοινωνικού συστήματος που πάσχει από γεροντική άνοια». Γραμμένη με κιμωλία, αυτή η ομολογία πίστεως συγγενεύει με καμιά εκατοστή άλλες που αναρτώνται σε σωρούς από μαυροπίνακες στοιβαγμένους πάνω σ’ ένα ξύλινο πάτωμα.

    Εκεί, αποκρυπτογραφείς χύδην αποσπάσματα από οικονομετρικές, φυσικές και μαθηματικές φόρμουλες. Τρία καβαλέτα, που παραπέμπουν στους τρεις σταυρούς του Γολγοθά, είναι οι φέροντες δοκοί τριών άλλων πινάκων πάνω στους οποίους διαβάζεις κάτι σαν αρχαϊκές επιγραφές, όπως «oö», ή «make the secrets productive» ή ακόμα προτροπές του είδους «δώσε αλήθειες, μην αρκείσαι να τις αναγνωρίζεις». Το όλον φέρει τον τίτλο «Κατευθυντήριες Γραμμές» και επινοήθηκε από τον Γιόζεφ Μπόις μεταξύ 1974 και 1977.

    To πεσμένο σακάκι, έργο του Joseph Beuys που βρίσκεται στο Landesmuseum.(Photo by Andreas Arnold/picture alliance via Getty Images/Ideal image).

    Όσες αναδρομικές εκθέσεις τούτου του Γερμανού καλλιτέχνη έχουν γίνει αφήνουν μια παράξενη αίσθηση, όπως όταν πρωτοαντικρίζεις τα τοιχώματα στο σπήλαιο του Λασκώ. Ο Μπόις πέθανε το 1986 κι αυτά τα αντικείμενα που άφησε: πιάνο τυλιγμένο σε κετσέ, φιαλίδια, καρέκλα καλυμμένη με λίπος, πρέσες για ελιές, κομμάτια βασάλτη, σχέδια, γίνονται ίχνη εξίσου αινιγματικά με κείνες τις προϊστορικές τοιχογραφίες. Όλα αυτά του χάρισαν το προσωνύμιο «σαμάνος της τέχνης και του σύγχρονου κόσμου».

    Χρωστάει τη ζωή του στους Τατάρους, που προστάτεψαν το κορμί του από το κρύο και την υποθερμία, καλύπτοντάς το με ζωικό λίπος και ταΐζοντάς τον μέλι.

    Το έργο του κουβαλάει τις επιδράσεις του εσωτερισμού του Rudolph Steiner, με τη σειρά του επηρεασμένου από τον σπιριτουαλισμό του Γκαίτε και των Γερμανών ρομαντικών. Χρησιμοποιεί το κερί, το λίπος, το χώμα, το αίμα, το θειάφι, το ξύλο. Μέσα εκεί, βάζει τη ζωή του, τη δουλειά του, τη θέση του στον κόσμο. Κυκλοφορεί μονίμως μ’ ένα τσόχινο καπέλο κι ένα ψαράδικο γιλέκο.

    Γεννήθηκε το 1921, στους κόλπους μιας τυπικής καθολικής μεσοαστικής οικογένειας, υποχρεώθηκε να γίνει μέλος της χιτλερικής νεολαίας, πολέμησε στο ρωσικό μέτωπο ως πιλότος της Λουτβάφε, καταρρίφθηκε το 1943 στην Κριμαία. Τη ζωή του χρωστάει στους Τατάρους, που προστάτεψαν το κορμί του από το κρύο και την υποθερμία, καλύπτοντάς το με ζωικό λίπος και ταΐζοντάς τον μέλι. Έτσι ισχυρίστηκε.

    Mέρος της εγκατάστασης του  Joseph Beuys που φέρει τον τίτλο «Iphigenie», όπως εκτέθηκε το 2012 στο Παντέν της Γαλλίας  (Photo by Bertrand Rindoff Petroff/Getty Images/Ideal image).

    Αυτά που ακολουθούν είναι το πάθος για τον Τζένγκις Χαν, τα επιστημονικά πειράματα, την ανάσταση, οι πρώτες εκθέσεις με αντικείμενα που μάζεψε στην ύπαιθρο, τα όνειρα ότι είναι ένας βοσκός που περιβάλλεται από φανταστικά ζώα. Τέλος, η απόφαση να γίνει καλλιτέχνης και μάλιστα γλύπτης, στα 30 του. Ενδιαφέρεται για την αλχημεία, την ανθρωποσοφία, τις εξελικτικές θεωρίες.

    Μπροστά του έχει μια υπαρξιακή κρίση, αυτή της διηρεμένης Γερμανίας, με τους παλιούς δαίμονες να έρχονται ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Ο Μπόις είχε εξ αρχής να κάνει με μια αναρώτηση για την ανθρώπινη μοίρα. Κι έπρεπε να δει αναγκαστικά αλλιώς τη θεωρία της τέχνης, την επιστήμη, τη ζωή, τη δημοκρατία, την οικονομία, την ελευθερία, την κουλτούρα. Προβληματική ιλλιγγιώδης. Που τον οδηγεί στη σύλληψη της «κοινωνικής γλυπτικής»

    Κυκλοφορoύσε μονίμως μ’ ένα τσόχινο καπέλο κι ένα ψαράδικο γιλέκο (Photo by Sanden/picture alliance via Getty Images/Ideal image).

    Το μανιφέστο του, μια διαδικασία κάθαρσης, μεταφράζεται σε σχέδια, ακουαρέλες (πάνω από τερακόσιες μεταξύ 1945 και 1976) και το «the Secret Block for a Secret Person in Ireland». Το τελευταίο, ευθεία αναφορά στον Τζόις που θαυμάζει και το Finnegan’s wake.

    Άλλη πτυχή της δουλειάς του, οι εγκαταστάσεις, οι δράσεις, τα χάπενινγκς. Ένα από τα πιο γνωστά το «Coyote: I like America and America likes me», όπου εμφανίζεται να εγκαταλείπει το σπίτι του στο Ντύσελντορφ πάνω σ’ ένα φορείο, να διασχίζει τον Ατλαντικό αεροπορικώς, να φτάνει στο Μανχάταν, να επιβιβάζεται σε ασθενοφόρο, πάντα χωρίς να πατάει το πόδι του σε αμερικανικό έδαφος, και να εγκαθίσταται στην γκαλερί René Block φασκιωμένος σε μια τσόχινη κουβέρτα. Για 3 μέρες, καθισμένος σ’ ένα πάτωμα στρωμένο με άχυρα και φύλλα της Wall Street Journal, με μόνη παρέα ένα κογιότ. Τραβάει φωτογραφίες και τις στέλνει σ’ έναν φυλακισμένο στη Σκοτία που φτιάχνει απ’ αυτές ένα γλυπτό.

    H εγκατάσταση «Tram stop» στο Kurhaus Museum (Photo by Roland Weihrauch/picture alliance via Getty Images/Ideal image).

    Δεν έπαψε να καταλύει τα όρια τέχνης και της πολιτικής.

    Όλα αυτά συμβαίνουν το 1974, εν μέσω του πολέμου του Βιετνάμ. Το κογιότ λατρεύεται από τους Ινδιάνους. Το όλον διαβάζεται σαν μια πρόσκληση συμφιλίωσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, μεταξύ καταπιεστή και καταπιεζόμενου και την τέχνη να γίνεται το μέσο ενός ανθρώπου που η κοινωνία αρρωσταίνει να βρει τη δύναμη να ζήσει. Δηλώνει: «Αυτό δεν θέλει να πει κάτι, είναι κάτι».

    Στον Μπόις εκφράζεται μια αντίληψη της γλυπτικής και της τέχνης που θέλει να περιλάβει όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα και θεωρεί σκέψη και γλώσσα ως αυτούσια πλαστικά υλικά. Από το κίνημα Fluxus της δεκαετίας του ’60 ώς τη φύτευση 7.000 δενδρυλλίων οξιάς στο Κάσελ το 1985, από την ίδρυση του Ελεύθερου Διεθνούς Πανεπιστημίου (FIU) το 1973 ώς τη στράτευσή του με το κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία, δεν έπαψε να καταλύει τα όρια τέχνης και πολιτικής, οδηγημένος από τη πεποίθηση ότι «κεφάλαιο=δημιουργικότητα=ανθρώπινο ον».

    «Κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης», έλεγε. Κάθε άνθρωπο η τέχνη μπορεί να τον θεραπεύσει. Νιτσεϊκός, συγκρουσιακός, αντικαπιταλιστής. Για τον Μπόις, η τέχνη είναι ζωή. Και η ζωή δεν μπορεί να είναι παρά κίνηση. Και η κίνηση γεννιέται από την υπέρβαση των αντιθέτων. Ένας μύστης.

     

    Διαβάστε ακόμα: Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, μέγας ποιητής, μέγας εραστής, με αλφαδιασμένο στυλ.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top