Αριστερά: η Ιουδήθ ζωγραφισμένη από τον August Riedel. Δεξιά: οι Μαρίτα Παπαρίζου, Maurizio Colasanti.

Η διεθνής των δωρεάν αναμεταδόσεων τελείωσε, ο κορωνοϊός όμως παραμένει. Η ψηφιακή προσβασιμότητα στα μεγάλα μουσικά κέντρα που μας συντρόφευσε ευχάριστα τους μακριούς μήνες του εγκλεισμού έχει δυστυχώς συρρικνωθεί, ενώ η φυσική μουσική ζωή στις αίθουσες και τα θέατρα εξακολουθεί να μην έχει βρει ακόμα τους κανονικούς ρυθμούς της.

Ειδικά μάλιστα στη χώρα μας, λόγω της αβεβαιότητας και ό,τι αυτή μπορεί να συνεπάγεται για την κινητικότητα θεατών και καλλιτεχνών, περνάμε μια περίοδο σχετικής αραίωσης μετά την παραστατική έξαρση των θερινών μηνών. Είναι μια ευκαιρία λοιπόν να θυμηθούμε κάποιες από τις πιο αξιόλογες εμπειρίες στις οποίες θα έπρεπε ίσως να είχαμε επανέλθει νωρίτερα.

Το πάντοτε συμπαθές Μεσογειακό Φεστιβάλ Καλλιθέας ποτέ δεν παραμελεί τη λυρική τέχνη και δεν την παραλείπει από τα προγράμματά του. Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ενδιαφέρουσες παραγωγές όπερας, ξεκινώντας από την πολύ εντυπωσιακή Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ στο 1ο Φεστιβάλ, τον Σεπτέμβριο του 2016 στον εξωτερικό χώρο του Δημοτικού Σταδίου Γρηγόριος Λαμπράκης, γνωστού και ως Ελ Πάσο. Την παράσταση είχε σκηνοθετήσει εξαιρετικά ο Βασίλης Αναστασίου, που δυστυχώς χάθηκε πρόωρα τον Νοέμβριο του 2021.

Εξαιρετικά επιβλητική ήταν η πραγματικά αρχιερατική ερμηνεία της Μαρίας Κατσούρα.

Παρά την αδιαμφισβήτητη επιτυχία εκείνης της παραγωγής και την αναγνώριση που έλαβε στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δεν επαναλήφθηκε αντίστοιχου μεγέθους εγχείρημα, και τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν σαφώς πιο μικρής κλίμακας εκδηλώσεις με έμφαση στη φωνητική μουσική του μπαρόκ, αρχικά στο Δημοτικό Κινηματοθέατρο.

Το έργο γράφτηκε με αφορμή την νίκη των Βενετών επί των Τούρκων κατά την πολιορκία της Κέρκυρας τον Αύγουστο του 1716.

Κατά την περίοδο της πανδημίας τα θεάματα μεταφέρθηκαν στον Χώρο Πολιτισμού και Νεολαίας, ένα ανοιχτό οικόπεδο στη συμβολή των οδών Ματζαγριωτάκη και Εσπερίδων, που είναι κάτι σαν γήπεδο μπάσκετ. Εκεί επάνω σε μια υπερηψωμένη σκηνή παρακολουθήσαμε το 2021 σε ημισκηνοθετημένη εκδοχή την όπερα Διδώ και Αινείας του Herny Purcell, ενώ φέτος η σκηνική διάσταση εγκαταλείφθηκε εντελώς και παρουσιάστηκε το λατινικό ορατόριο Juditha Triumphans (Θριαμβεύουσα Ιουδίθ) του Antonio Vivaldi, στις 18 Σεπτεμβρίου 2021.

Το έργο γράφτηκε με αφορμή την νίκη των Βενετών επί των Τούρκων κατά την πολιορκία της Κέρκυρας τον Αύγουστο του 1716 υπό την ηγεσία του στρατάρχη Σούλενμπουργκ (Johann Matthias von der Schulenburg, 1661 – 1747), ο ανδριάς του οποίου ακόμα κοσμεί την είσοδο του Παλαιού Φρουρίου στο νησί. Ερμηνεύτηκε λίγους μήνες αργότερα αποκλειστικά από γυναικείες φωνές στο Ospedale della Pietà στη Βενετία, το ορφανοτροφείο θηλέων στο οποίο δίδασκε μουσική ο κόκκινος ιερέας (κόκκινος για το χρώμα των μαλλιών του· πολιτικές κόκκινες αναπτύχθηκαν αργότερα).

Η ιστορία βασίζεται στο βιβλίο της Ιουδίθ από την Παλαιά Διαθήκη: η πανέμορφη αλλά θεοσεβούμενη χήρα Ιουδίθ εμφανίζεται στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη, του αιμοσταγούς στρατηλάτη που ετοιμάζεται να αλώσει την Ιουδαία, τον σαγηνεύει, τον μεθά, και στη διάρκεια του ύπνου του τον αποκεφαλίζει, σώζοντας τον λαό του Ισραήλ από την υποδούλωση και την καταστροφή. Πρόκειται για ένα ωραιότατο έργο, αλλά παρόλα αυτά όχι τόσο γνωστό και δημοφιλές όσο θα του άξιζε.

Το άγαλμα του στρατάρχη Σούλενμπουργκ κοσμεί την είσοδο του Παλαιού Φρουρίου στην Κέρκυρα.

Καθώς απαιτεί πέντε γυναίκες σολίστες, είναι σαφές ότι αυτό που αποτελεί βασική προϋπόθεση για κάθε επιτυχημένη διανομή, δηλαδή η εξατομίκευση των φωνών, εδώ γίνεται ακόμα σημαντικότερο. Η υποδειγματική ικανοποίηση αυτής της προσδοκίας υπήρξε σημαντική παράμετρος επιτυχίας για τη συγκεκριμένη παράσταση. Είναι κάτι που μπορεί να πιστωθεί με διττό τρόπο στη Μαρίτα Παπαρίζου, αφενός για τον ρόλο της ως έχουσα την καλλιτεχνική διεύθυνση της παραγωγής, αφετέρου για τη συμμετοχή της στον επώνυμο ρόλο (Ιουδίθ). Χάρις στην σπάνια φωνή κοντράλτο που διαθέτει δίνει πάντα μια ηχοχρωματικά ιδιαίτερη σφραγίδα σε ένα ρεπερτόριο στο οποίο έχει εγνωσμένη εμπειρία και ικανότητα.

Ευχάριστη έκπληξη ήταν η Μαριάνα Μανσόλα (Βαγώας) με φωνή μάλλον μικρή σε όγκο αλλά πολύ ευέλικτη, τραγούδησε με εντυπωσιακή ακρίβεια και ταχύτητα από μνήμης (οι υπόλοιπες κυρίες τραγούδησαν από την παρτιτούρα), με μόνη μικρή αδυναμία μια σχετική ηχοχρωματική οξύτητα στην υψηλή περιοχή, που σκλήρυνε λίγο περισσότερο από την ηχοληψία.

Συνολικά ήταν μια καλή παραγωγή, παρά τις σίγουρα όχι ιδανικές συνθήκες που επέβαλε η πανδημία.

Εξαιρετικά επιβλητική ήταν η πραγματικά αρχιερατική ερμηνεία της Μαρίας Κατσούρα (Οζίας), άλλη μια ενδιαφέρουσα και μεγάλη φωνή που είχα ξανακούσει μόνο μια φορά πριν από χρόνια σε συναυλία δωματίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Φουαγιέ του Ολύμπια. Η διανομή συμπληρώθηκε από τις γνωστές λυρικές τραγουδίστριες Ρόζα Καπόν-Πουλημένου (Άβρα) και Μαργαρίτα Συγγενιώτου (Ολοφέρνης) με στρωτές ερμηνείες.

Από αριστερά προς τα δεξιά οι Μαργαρίτα Συγγενιώτου (Ολοφέρνης), Μαριάνα Μανσόλα (Βαγώας) και Ρόζα Καπόν-Πουλημένου (Άβρα).

Εξαιρετική εντύπωση έκανε το ολιγομελές σύνολο Orchestre du soleil υπό τη διεύθυνση του Ιταλού αρχιμουσικού Maurizio Colasanti, ο οποίος έκανε εξαιρετική δουλειά στο γενικό συντονισμό της παράστασης. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο φλάουτο που υποκατέστησε με ιδιαίτερη γλυκύτητα το chalumeau (σαλυμώ, από το ελληνικό κάλαμος, μπαρόκ πρόγονος του κλαρινέτου) στην περίφημη άρια Veni me sequere fida και οι δύο τονικά πολύ ασφαλείς τρομπέτες. Καλή απόδοση της χορωδίας Filii Notas σε διεύθυνση Μαρίας Μπαζού. Συμμετείχαν επίσης δύο αφηγητές, οι οποίοι ανέγνωσαν κατά τακτά διαστήματα σύντομες περιλήψεις στα ελληνικά, ενώ τα λατινικά ρετσιτατίβι αφαιρέθηκαν.

Συνολικά ήταν μια καλή παραγωγή, παρά τις σίγουρα όχι ιδανικές συνθήκες που επέβαλε η πανδημία, ακόμα πιο καλοδεχούμενη βέβαια δεδομένης της γενικότερης σπάνης του μπαρόκ από τις ελληνικές σκηνές, αλλά και της ευκαιρίας να γνωρίσουμε καλλιτέχνες που δεν εμφανίζονται συχνά σε άλλες παραστάσεις. Η εκδήλωση δόθηκε με ελεύθερη είσοδο και είχε ομολογουμένως αθρόα προσέλευση.

 

Διαβάστε ακόμα: Bάσια Ζαχαροπούλου. «Η σκηνή χρειάζεται αντοχή»

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top