Για την Ποίηση
―συνομιλίες του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά
(αποσπάσματα):
Γιάννης Βαρβέρης: «Εμείς είμαστε το κέντρο! Όχι αυτοί»…
…«—Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος πια, για να μπορέσει να λυτρωθεί, έστω και λίγο, γράφει—δεν γράφει ποιήματα;
—Πραγματικά δεν το περίμενα αυτό το ερώτημα. Δεν είμαι έτοιμος να προτείνω λύσεις στους άλλους ανθρώπους. Φαντάζομαι πάλι, εκείνο που έλεγε από παλιά ο Μιχάλης ο Κατσαρός: «Αντισταθείτε, αντισταθείτε, σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε» ή και το άλλο πάλι, το δικό του: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία», είναι ιδιαίτερα επίκαιροι στίχοι σήμερα.
—Μια και το μέλλον είναι πια εδώ.
—Τώρα, ο καθένας τι νερό θα βάλει μέσα στο παγούρι του, εκείνος το ξέρει. Το σίγουρο είναι όμως πως όλοι πρέπει να προετοιμαστούμε για μια έντονη και εντατική, και πείσμονα ξηρασία. Εκτός κι αν αυτή την ξηρασία που τώρα λέμε, υπάρχουν άνθρωποι που τη βιώνουν ως φυσική, ως φυσιολογιότατη κατάσταση» …
Γιώργος Μαρκόπουλος: «Αποσύρομαι κι εγώ, λοιπόν»…
…«—Και ο έρωτας; Αυτόν τον αφήνετε να σας επισκέπτεται πάντα;
—Ο έρωτας νομίζω πως είναι η μόνη υπόθεσή μας που δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ο έρωτας πιστεύω πως ήταν, είναι και θα είναι, ένας αόρατος πόλεμος, όπου ο καθένας ζητάει από τον άλλον εκείνο, που άλλοι σιωπηρά κάποτε του είχαν αρνηθεί. Ό,τι συμβαίνει με τον έρωτα από καταβολής κόσμου, συμβαίνει και στις μέρες μας. Βέβαια, σήμερα φαίνονται πιο πολύ τα κομμάτια και τα θρύψαλά μας, γιατί, μια και είναι πιο αποσπασματική η εποχή μας, έτσι γινόμαστε κι εμείς πιο αποσπασματικοί.
—Στο …απόσπασμα του έρωτα!
—Δεν μπορούμε πια να συμπεριφερθούμε ως αραγές σύνολο, ως αραγές σύνολο να προσφέρουμε ή να εισπράξουμε.
—Φαινόμαστε στο φως ραγισμένοι;
—Φαίνονται τα σπασμένα κομμάτια των ψυχών μας, με κάθε ερωτική, και όχι μόνο, κίνησή μας.
—Και δεν ξεχνάει κανείς πια εύκολα τον εαυτό του για έναν άλλο άνθρωπο;
—Εκτός από μερικές περιπτώσεις, όπου η αθωότητα εξακολουθεί να υφίσταται, να παρεμβαίνει και να λειτουργεί, στην πλειοψηφία τους πάλι, ακόμα κι αν ερωτεύονται οι άνθρωποι, μια μεγάλη ανεπάρκεια, μια κατάρα έρχεται και γκρεμίζει σχεδόν τα πάντα. Λέω για μια κατάρα, που εμείς οι ίδιοι μεγαλώσαμε και μεγεθύναμε, αφήνοντας τους εαυτούς μας να γίνουν τελείως χύμα, υποκείμενα, όπως είπαμε, ψεύτικων πραγμάτων, που τα νομίζουμε για αληθινά. Ή πραγμάτων, έστω, που μας εξασφαλίζουν μια οικονομική και κοινωνική προβολή, κενή όμως, επιφανειακότατη»…
Γιώργος Χρονάς: «Εγώ πάντα ήμουνα με τους τελευταίους»…
…«—Τι σχέση είχε ο Γιάννης Τσαρούχης με τα λεφτά;
—Κακή μάλλον. Γιʼ αυτό και τον εκμεταλλεύτηκαν αρκετοί. Μου είχε πει και άλλη μια φράση: «Όσο πιο μεγάλος καλλιτέχνης είσαι, τόσο πιο άσχετος με το χρήμα γίνεσαι». Και από την τέχνη σου μην περιμένεις να κερδίσεις, αν είναι η τέχνη σου μεγάλη. Να περνάει καλά ήθελε μόνο ο Τσαρούχης, αυτός και οι φίλοι του, τίποτα παραπάνω. Γιʼ αυτό και πουλούσε όσα έργα του πουλούσε. Γιʼ αυτό, και για τίποτα παραπάνω.
—Συμπέρασμα;
—Κανένα. Εγώ δεν έχω κάνει πρόσκοπος.
—Ούτε εγώ, ευτυχώς. Χωρίς δίδαγμα, λοιπόν. Ούτε για τα λεφτά, ούτε για την Τέχνη.
—Όποιος ευχαριστιέται με τα χρήματα, ας τα κυνηγάει. Όποιος ευφραίνεται η ψυχή του με την Τέχνη, ας επιδιώκει την Τέχνη. Όποιος μπορεί να τα συνδυάζει και τα δύο, γιατί όχι, ας τα συνδυάζει. Και αν κάποιος μπορεί να δώσει μια διάλεξη για όλα αυτά τα θέματα, ας τη δώσει. Ο πρώτος του ακροατής θα είμαι εγώ, το υπόσχομαι.
—Μπορούμε να μείνουμε, λέτε, με μόνη μας περιουσία τα «ηχηρά δάκρυα» του ζωγράφου και ηθοποιού Γιάννη Τσαρούχη;
—Μπορούμε, πιστεύω. Και αν υπολογίσετε πως και εγώ, που ήμουνα ο μόνος του, όπως σας είπα, θεατής τότε, απασχολημένος με του μικροφώνου τα τεχνικά, κατάλαβα αυτά του τα δάκρυα μετά, κατόπιν εορτής, καταλαβαίνετε καλά πόση μεγάλη υπεραξία πήραν, και συνεχίζουν, και θα συνεχίζουν να παίρνουν, σαν ο πιο άμορφος αόρατος πίνακας, αυτά τα δάκρυα που λέμε. Είκοσι χρόνια μετά, όπως στο μυθιστόρημα, και καλύτερα»…
Στην επόμενη σελίδα: Μια συνομιλία του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη
1 2