Καπετανάκης

Tο “Ας Πέσουμε” που μόλις κυκλοφόρησε είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα “γυρισμένο” στην Ύδρα.

Ο Άγις Πλατής, σκακιστής, και η σύντροφός του Ρωξάνη Ρήγα, ψυχολόγος και profiler της αστυνομίας, περνούν έναν χαλαρό Ιούνιο στην Ύδρα. Όμως η εξαφάνιση δύο εφήβων, η πυρκαγιά στη θαλαμηγό ενός βαθύπλουτου, το σαμποτάζ μιας έκθεσης-χάπενινγκ και, τέλος, οι τέσσερις θάνατοι στο κλειδωμένο σαλόνι τούς παρασύρουν στην αναζήτηση του δράστη. […]H λύση θα αφήσει εμβρόντητους τους ήρωες και θα κατατρομάξει τους αναγνώστες.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

***

[…]Το κρούζερ έχει αγκυροβολήσει εκατό μέτρα έξω από το λιμάνι, απέναντι από τη Σπηλιά, κι εμείς οι καλεσμένοι το προσεγγίζουμε με θαλασσοταξί που έχει νοικιάσει ο Μποργκοπάς και μόλις πατάμε πόδι στο κατάστρωμα τη Ρωξάνη την παραλαμβάνουν ο Ισίδωρος και ο Παύλος Πάλλας, που αμφότεροι μου ρίχνουν με το κεφάλι έναν χαιρετισμό από αδιάφορο έως περιφρονητικό και μ’ αφήνουν στις φροντίδες της Γιολάντας Πάλλα. Η Ρωξάνη φοράει ένα γαλάζιο σορτσάκι που μόνο ως χρώμα είναι αθώο. Τότε προσέχω και τους δύο σωματοφύλακες του Ισίδωρου που έχουν το προσόν να μη μοιάζουν για τέτοιοι, έτσι νωχελικά αγκυροβολημένοι στο περιθώριο. Η Γιολάντα μού συστήνει τους δυο καλεσμένους της που είχα δει το βράδυ να βγαίνουν από το ελικόπτερο. «Από δω ο Μύρων Μαυρίδης, χρηματιστής της εταιρείας, και η φίλη μας Κλέλια Τσοπέα». Η Κλέλια είναι εντυπωσιακά γυμνασμένη και ο Μύρων, στα διπλάσια χρόνια της σίγουρα, ένας καλοζωισμένος εβδομηντάρης. «Η κόρη μου είναι δεκαπέντε!» αναφωνεί φιλάρεσκα η Κλέλια στη φιλοφρόνηση κάποιου νεαρού άντρα σχετικά με το παρουσιαστικό της και ακολουθούν διάφορες κοινοτοπίες που φτάνουν στ’ αυτιά μου σαν απόηχος αφού, έχοντας χάσει το ενδιαφέρον μου, εστιάζω στη γιγάντια θαλαμηγό του Πολ Άλεν, μισό μίλι μακριά στο μεσοπέλαγο, που μοιάζει περισσότερο με κωνικό ξερονήσι φυτεμένο στον δίαυλο Ύδρας-Ερμιονίδας έτσι γκρι και πολυώροφο που είναι, παρά με σκάφος.

     Ο Μπράιαν μ’ έχει πλευρίσει αθόρυβα. Ύπουλα στ’ αυτί μου: «Άγκις».
«Μπράιαν», απαντάω άτονα και περιστρέφομαι.
«Άγι», επιμένει, πιο ελληνικά.
«Μπράιαν…» αναστενάζω, αποθαρρυμένα.
«Άγι, η γυναίκα σου κλέβει την παράσταση, ακτινοβολεί σαν φάρος, σαγηνεύει ισχυρούς άντρες…»

     Αστραπιαία περνάει από τον νου μου πως οι φάροι ακτινοβολούν τη νύχτα και είναι ντάλα καταμεσήμερο. Ο Μπράιαν συνεχίζει να επαινεί μεγαλόφωνα τη Ρωξάνη και ο πιτσιρικάς που έχει ανέβει στο κατάστρωμα και κουβαλάει τα ποτά από τη σκάλα στο κάτω ντεκ τον παρατηρεί με απορία, ίσως επειδή την τριανταδυάχρονη σύντροφό μου εκείνος να τη θεωρεί γραία.

     «Μπράιαν!» ολοκληρώνω προειδοποιητικά τον διάλογό μας και ο φορτικός γλύπτης απομακρύνεται. Ο μικρός έχει τελειώσει το ντελίβερι, κατεβαίνει στη λάντζα του, λύνει και σαλπάρει πίσω στο λιμάνι.

     Πλησιάζει μια Ηρώ όχι νηφάλια, μάτια κόκκινα. «Σε ποθώ… εσένα ή τη γυναίκα σου», μου κάνει με νάζι. Μια μόνο απάντηση, στο ίδιο μήκος κύματος: «Ηρώ…»
«Αν είναι να σε πάρει η Κιμ…» γουργουρίζει παραπονιάρικα.
«Ηρώ!» Αυτό με επίπληξη.
«… σας παίρνω και τους δυο μαζί», συνεχίζει απτόητη. Μα τι πρόλαβε και κατέβασε;

«Ήταν καλεσμένος και ο Λέοναρντ Κοέν αλλά δεν ήρθε», παρατηρεί η Γιολάντα. «Μπα; Και τι καλύτερο είχε να κάνει;» ρωτάω αυθόρμητα. Με κοιτάει στιγμιαία καχύποπτα, μετά με απλανές βλέμμα.

     Ευτυχώς εμφανίζεται ο Αντωνίτσης με τον Πάλλα δίπλα του να μιλάει για τις αγοραπωλησίες ακινήτων στο νησί που έχουν αυξηθεί χωρίς να έχουν πέσει οι τιμές. Φαίνεται να πλήττει, ενώ διαπιστώνω πως ο Πάλλας δείχνει πιο εγκάρδιος μαζί μου, πράγμα που το αποδίδω στο σορτσάκι της Ρωξάνης. Ο φανταχτερά χρωματιστός Πάλλας, ολόσωμα ντυμένος Πόλο Ραλφ Λόρεν, σαν διαφήμιση περιοδικού μόδας. Μας πλευρίζει η Γιολάντα και οι τέσσερις σουλατσάρουμε αργόσυρτα στο τικ του καταστρώματος ανάμεσα σε επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μόδιστρους, μπάσταρδους και ντόπιους παράγοντες της πολιτικής ζωής.

     «Ήταν καλεσμένος και ο Λέοναρντ Κοέν αλλά δεν ήρθε», παρατηρεί η Γιολάντα.
«Μπα; Και τι καλύτερο είχε να κάνει;» ρωτάω αυθόρμητα. Με κοιτάει στιγμιαία καχύποπτα, μετά με απλανές βλέμμα.
«Είναι στην Ύδρα;» ξαναρωτάω συνεσταλμένα. Απαντάει ο Αντωνίτσης. «Κοιτάει», λέει νωχελικά, «ίσως παρατηρεί τα γύρω του… ή μάλλον παρατηρεί τα μέσα του…»
«Γράφει ποιήματα», μονολογώ και νιώθω κάτι να με σφίγγει στον λαιμό καθώς μένω μετέωρος απλώνοντας άβολο βλέμμα τριγύρω, είμαι μεταξύ πίκρας βαθιάς, θλίψης και οργής, τόσο απροσδιόριστο, ή μάλλον όχι, εκπλήσσομαι που δεν παραδέχομαι πως είναι απλά πόνος. Ο καπνός από τον κάτω όροφο που ξεμυτίζει από τη σκάλα με επαναφέρει.

as_pesoume

Και τα τρία μυθιστορήματα του Δημήτρη Καπετανάκη κυκλοφορούν από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

     «Γράφει μουσική!» αντιτείνει ο Δημήτρης, οι περισσότεροι χαμογελούν συγκαταβατικά. Αλλάζω θέμα και επισημαίνω ότι οι Λύρες δεν έχουν έρθει αλλά ο καπνός πυκνώνει κι ένα σούσουρο αναδύεται που μετατρέπεται σε βουητό καθώς ακούγονται τέσσερις μικρές εκρήξεις και ξεπηδάει από κάτω η πρώτη φλόγα. Τρέχουμε προς την πρύμνη ενώ ο Μποργκοπάς σταματάει τα σαλιαρίσματα με τη Ρωξάνη και σπεύδει προς τη φωτιά με γουρλωμένα μάτια, κόντρα στο ρεύμα των καλεσμένων που πανικοβάλλονται. Εν μέσω ουρλιαχτών αρπάζω τη Ρωξάνη και κατεβαίνουμε μια αλουμινένια σκάλα, τραβάω το σκοινί του παρατημένου ντίνγκι και τη σπρώχνω μέσα, λύνω και βάζω μπρος τη μηχανή. Ήδη κάποιοι έχουν αρχίσει να πηδούν στη θάλασσα, η φωτιά τώρα εξαπλώνεται, ξετρυπώνει απ’ όλα τα ανοίγματα του κάτω επιπέδου. Σαν υπνωτισμένος κάνω κύκλους γύρω από το κρούζερ, περιμαζεύουμε όσους μπορούμε, σχεδόν βουλιάζουμε στην τελευταία στροφή, κάτι χαρτιά επιπλέουν, πολλά, σαν φεϊγβολάν, πιάνω ένα μέσα από το νερό. Πλησιάζουν βάρκες, ταχύπλοα, το σκάφος έχει λαμπαδιάσει, μια μεγάλη έκρηξη με βγάζει από το σάστισμα και τραβάω προς την ακτή ανήμπορος να βοηθήσω άλλο. Ευελπιστώ πως θα σωθούν όλοι διότι η ξηρά είναι πολύ κοντά και έχει μπουνάτσα, άλλοι κλαίνε και άλλοι απλώς τρέμουν με αναφιλητά, μηχανικά κοιτάω το λευκό πλαστικοποιημένο χαρτί που περιέχει μια φράση με μεγάλα γράμματα στο κέντρο:
     It’s Father’s Day and everybody’s wounded.

     Τώρα που πατάω στη γη οι τελευταίοι ναυαγοί κολυμπάνε μακριά από το γιοτ που βυθίζεται και το κοιτάω και δεν βλέπω τίποτα άλλο παρά φλόγες, στάχτες και κάτι σαν πάχνη που θολώνει την αιγαιοπελαγίτικη καθαρότητα, τη φρεσκάδα τους, την αγκυροβολημένη ηλιοφάνειά τους. Τη γαμημένη ηλιολαγνεία τους. Αποζητώ το σκοτάδι αλλά μάταια κλείνω τα μάτια.[…]

//Και τα τρία μυθιστορήματα του Δημήτρη Καπετανάκη, «Ο ιππότης της βαρύτητας» (2005), «Η συμμορία της συγκίνησης» (2007) και το «Ας Πέσουμε» (2016), κυκλοφορούν από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Μισέλ Ουελμπέκ… οικονομολόγος.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top