«‘‘Κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια!’’ φώναξε ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης στον Καποδίστρια, έφερε μεμιάς την κάννη του πιστολιού του στο κεφάλι του Κυβερνήτη, ίσια στον κρόταφο, και τράβηξε την σκανδάλη». (Διονύσιος Τσόκος, «Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια», Μουσείο Μπενάκη).

[…] Σε μια στροφή του δρόμου, πέσαμε πάνω στους δυο Μαυρομιχάληδες – θείο και ανιψιό*. Εκείνοι πάγωσαν μόλις μας είδαν. Φορούσαν τα καλά τους. Ο Καποδίστριας κράτησε την ψυχραιμία του και τους χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του αμίλητος. Εκείνοι ανταπέδωσαν σκυθρωποί και χάθηκαν βιαστικά στα στενά. Πίσω τους είδα να τρέχουν οι δυο αστυνομικοί που ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθησή τους, κι αυτό με καθησύχασε κάπως.

Ο Καποδίστριας προχωρούσε μόνος μπροστά επειδή τα σοκάκια του Ναυπλίου ήταν πολύ στενά σ’ εκείνο το σημείο – μόλις χωρούσαν άνθρωπο. Ακολουθούσε ο μονόχειρας Κοζώνης** και τελευταίος έκλεινα εγώ τη συνοδεία. Σχεδόν μύριζα τους μουχλιασμένους τοίχους από τα χαμόσπιτα.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε πίσω ακριβώς από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας. Ο δρόμος έφτιαχνε εκεί ένα μικρό πλάτωμα, σαν αλέα. Δύο τρία κυπαρίσσια έριχναν τη βαριά σκιά τους στο χώμα. Ψυχή ζώσα δεν φαινόταν πουθενά.

Ο Κυβερνήτης προχώρησε πρώτος ως την είσοδο του ναού, όταν ξάφνου τον είδα να κόβει το βήμα, να κοιτάζει έκπληκτος προς την πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα και να στρέφει αμήχανα το βλέμμα ένα γύρο. Έβγαλε μάλιστα το ταμπάκο από το γιλέκο του και το έφερε ως τη μύτη. Έμοιαζε λες και ήθελε να κερδίσει χρόνο ξαφνικά. Μου έκαναν εντύπωση ετούτα του τα φερσίματα. Μάλιστα, σαν για να χρονοτριβήσει περισσότερο, σήκωσε το βλέμμα προς το μπαλκόνι του υπουργού Στρατιωτικών, του Ρόδιου, που έμενε εκεί απέναντι. Ήταν λες και περίμενε κάποιον περισπασμό να τον εμποδίσει στην πορεία του. Όλα αυτά έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα.

«Ο Καποδίστριας είχε δει να τον περιμένει μισοκρυμμένος, στην είσοδο του ναού, ο αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κωνσταντίνος. Αυτό ήταν που τον έκανε να διστάσει – μα μόνο για λίγο. Τράβηξε ίσια μπροστά, σαν να ντράπηκε για την αμφιθυμία του».

Τι στην οργή συνέβαινε; Έκανα να πλησιάσω τον Κυβερνήτη, να τον ρωτήσω τι τον ενοχλούσε, όταν εκείνος ξαφνικά, σαν να το πήρε απόφαση, έβγαλε το μαντίλι από τον κόρφο του, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του – ήταν οι ανηφοριές ή κάτι άλλο; – και προχώρησε προς την είσοδο της εκκλησίας.

Ο Καποδίστριας είχε δει να τον περιμένει μισοκρυμμένος, στην είσοδο του ναού, ο αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κωνσταντίνος. Αυτό ήταν που τον έκανε να διστάσει – μα μόνο για λίγο. Τράβηξε ίσια μπροστά, σαν να ντράπηκε για την αμφιθυμία του.

Εγώ, από τη μεριά μου, δεν μπορούσα να έχω ακόμα θέα εκείνου του σημείου. Έβλεπα μονάχα τη ράχη του Καποδίστρια που ετοιμαζόταν να μπει στον ναό.

Ο κόσμος είπε αργότερα πως «το φιλότιμο έφαγε τον Κυβερνήτη». Ότι έπρεπε να κάνει πίσω μόλις αντιλήφθηκε τον Μαυρομιχάλη στη θύρα. Όμως ο Καποδίστριας δεν ήταν τέτοιος. Δεν μίλησε ούτε σ’ εμένα, δεν έκανε κανένα νεύμα στον μονόχειρα, μόνο τράβηξε ίσια μπροστά. Ακόμα δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα αυτή απ’ το μυαλό μου.

Στο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη παρακολουθούμε («μέσα από την αφήγηση του σωματοφύλακά του»), τις πιο προσωπικές στιγμές του Καποδίστρια στην Ελλάδα, μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.

Ήμουν τρία βήματα πίσω του, όταν είδα να ξεκολλάνε σαν φαντάσματα από τις παραστάδες της πόρτας του ναού οι δυο Μαυρομιχάληδες, οι ίδιοι εκείνοι που είχαμε δει νωρίτερα, ο θείος με τον ανιψιό. Ο μεγάλος, ο Κωνσταντίνος, άπλωσε το αριστερό του χέρι κι άρπαξε βίαια τον Κυβερνήτη απ’ τον σβέρκο σαν να ήταν γατί, ρίχνοντας καταγής το ημίψηλο από το κεφάλι του. Ταυτόχρονα έβγαλε με το άλλο χέρι την πιστόλα που είχε κρυμμένη μες στα ρούχα του.

«Κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια!» φώναξε στον Καποδίστρια, έφερε μεμιάς την κάννη του πιστολιού του στο κεφάλι του Κυβερνήτη, ίσια στον κρόταφο, και τράβηξε την σκανδάλη.

Την ίδια στιγμή πετάχτηκε κι ο Γιωργάκης ο Μπεηζαντές από την πόρτα κι έχωσε ένα μαχαίρι στην κοιλιά του Καποδίστρια.

Ο Κυβερνήτης, σαν χαμένος, έκανε δυο βήματα πίσω, παραπάτησε χωρίς να βγάλει άχνα και σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, έξω ακριβώς από το κατώφλι της εκκλησίας. […]

 

Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο Γιωργάκης (ή Μπεηζαντές) Μαυρομιχάλης, γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

** Ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακας του Καποδίστρια, Γεώργιος Κοζώνης.

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη «Η σκιά του Κυβερνήτη» (κεφάλαιο 54, σελ. 490 – 493), Εκδόσεις Κέδρος, Οκτώβριος 2019.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Η ρωσική πολιτική κληρονομιά του Καποδίστρια.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top