theatro_new

«Είχα ανάγκη να µαθητέψω σ’ αυτό το σχολείο ταπεινότητας για να γίνω ο ίδιος πιο ταπεινός, δηλαδή λίγο πιο σωστός. Σχολείο που τώρα µόνο ανακαλύπτω την πολύπλευρη σοφία του», γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης. (Στη φωτογραφία: Παράσταση Καραγκιόζη, σύνθεση του Ευγένιου Σπαθάρη)

Αυτή η ύστερη γνώση φωτίζει αναδροµικά στα µάτια µου τη στροφή µου προς τον Καραγκιόζη, ήδη στη δεκαετία του 1970· στροφή που, αν και θύµιζε την προσήλωση της γενιάς του ’30 στον Θεόφιλο και στον Μακρυγιάννη, απέρρεε από µια διαφορετική πνευµατική στάση. Σίγουρα γύρευα αρχικά κι εγώ να µαθητέψω στον «λαό µας». Αλλά η εποχή µε έσπρωχνε αλλού, δίχως καλά καλά να το καταλαβαίνω. Εκείνο που, κατά βάθος, αναζητούσα ψηλαφώντας ήταν να προσεγγίσω, µέσα από αυτό το λαϊκό θέατρο, τον γενεσιουργό, δηµιουργικό πυρήνα οποιασδήποτε κουλτούρας, µελετώντας τον στον τόπο µας, όπου η πρωταρχική πηγή του –η οµαδική προφορική παράδοση– έρρεε ακόµα, αλλά και στέρευε µέρα µε τη µέρα, σε µια εποχή που ο βιοµηχανοποιηµένος δυτικός πολιτισµός –ο σηµερινός πολιτισµός όλου του κόσµου– φανέρωνε όλο και πιο καθαρά τις βαθιές πληγές του.

Και µάλλον γι’ αυτό –ακριβώς επειδή ψυχανεµιζόµουν ότι αυτός ο πολιτισµός, ως «µεγάλη αφήγηση» της παγκόσµιας προόδου, ισοπέδωνε ανελέητα την πολύµορφη πολιτισµική δηµιουργία των λαών– στράφηκα αυθόρµητα προς κάτι ταπεινό: ένα κλαδάκι της νεοελληνικής λαϊκής κουλτούρας και µάλιστα της πιο πρόσφατης και καταφρονεµένης: εκείνης των κατώτερων λαϊκών στρωµάτων, που έρχονταν από το χωριό στην πόλη. Ξεκινώντας από αυτή την παραγνωρισµένη τέχνη (που, αν εξαιρέσω τον Τσαρούχη, δεν είχε κεντρίσει, όσο το άξιζε, το ενδιαφέρον της γενιάς του ’30), πάσχιζα –ευτυχώς ανεπίγνωστα, γιατί αλλιώς θα είχα τρελαθεί από µεγαλοµανία– να συλλάβω την υφή όχι απλώς του δέντρου στο οποίο ανήκε το «κλαδάκι», αλλά του δάσους της ανθρώπινης δηµιουργίας: να προσεγγίσω µέσα από το τοπικό το οικουµενικό, από το «χαµηλό» το «υψηλό», από το πιο µικρό το πιο µεγάλο.

Ναι, φαίνεται πως κάποιο γερό ένστικτο µε έκανε να ριχτώ µε τα µούτρα στη µελέτη του Καραγκιόζη, εµένα, τον «λόγιο αστό» (αν ο χαρακτηρισµός ταιριάζει ακόµα σε έναν άνθρωπο της γενιάς µου). Είχα ανάγκη να µαθητέψω σ’ αυτό το σχολείο ταπεινότητας για να γίνω ο ίδιος πιο ταπεινός, δηλαδή λίγο πιο σωστός. Και τούτο απαιτούσε προκαταρκτικά από εµένα να πορευτώ ενάντια στο ρεύµα της «εξευρωπαϊσµένης» τάξης µου, η οποία εκφραζόταν συνήθως απαξιωτικά γι’ αυτό το «τούρκικο» θέαµα· πράγµα που φανέρωνε µόνο –µου το έδειξε η δουλειά µου– τον επαρχιωτισµό και τη λειψή παιδεία της. Σχολείο ταπεινό και, για µένα (που δεν έπαιξα ποτέ Καραγκιόζη), αποκλειστικά πνευµατικό, που τώρα µόνο ανακαλύπτω την πολύπλευρη σοφία του.

Photo18

Οι Σπαθάρηδες, Σωτήρης και Ευγένιος, πατέρας και γιος, δουλεύοντας (εμψυχώνοντας, σωστότερα) τη φιγούρα που τους έκανε συνώνυμους με την τέχνη του Καραγκιόζη.

Πρώτα γιατί µου δίδαξε πώς µια ανθρώπινη οµάδα, που ζούσε µέσα στη στέρηση, στη φτώχεια και στην καταπίεση, κατόρθωσε µέσα στην αστικοποιούµενη Ελλάδα, ως τον εικοστό ακόµα αιώνα, κάτι που, για τις εγγράµµατες και τεχνολογικά προηγµένες σηµερινές κοινωνίες, µοιάζει µε θαύµα: να δηµιουργήσει το δικό της συλλογικό έργο –δηλαδή ουσιαστικά να δηµιουργήσει τον εαυτό της ως κοινότητα– στο περιθώριο του άξενου αστικού κόσµου όπου είχε ριχτεί (κάτι που έγινε επίσης φανερό µε τη δηµιουργία του ρεµπέτικου). Αυτό µε έκανε να νιώσω πιο βαθιά τη χάρη, την οµορφιά και την αλήθεια των αγράµµατων, των περιθωριακών, των πεινασµένων.


Διαβάστε ακόμα: «Ελάτε, ρε μάγκες! Πάμε…»


Έπειτα γιατί µου έδειξε πόσο επισφαλή και σχετικά είναι τα κριτήρια µε τα οποία διακρίνουµε συνήθως τον πολιτισµό (ή, αν προτιµάτε, την κουλτούρα) σε «ανώτερο» και «κατώτερο», δηλαδή στη λόγια, εγγράµµατη παιδεία και στην «έντεχνη» προσωπική δηµιουργία από τη µια, και στην προφορική παράδοση και συλλογική δηµιουργία των λαών από την άλλη. Όχι µόνο επειδή η δεύτερη υπήρξε –από καταβολής ανθρώπινου πολιτισµού ίσαµε το πρώτο τουλάχιστον µισό του περασµένου αιώνα– η αστέρευτη πηγή, από την οποία άντλησαν οι πιο σηµαντικοί επώνυµοι δηµιουργοί, από τον Όµηρο ως τον Τζόυς, από τον Φειδία ως τον Πικάσσο, από τον Μπαχ ως τον Στραβίνσκυ – τι άλλο θα µπορούσε να µαρτυρήσει πειστικότερα ότι ο ανθρώπινος πολιτισµός είναι πάντα «λαϊκός» στη ρίζα του και ενιαίος στη βαθύτερη ουσία του; Αλλά και επειδή τα δηµιουργήµατα του δήθεν κατώτερου πολιτισµού αποδεικνύονται, όχι σπάνια, αισθητικά «ανώτερα» από τα λόγια πρότυπα που φιλοδοξούν να µιµηθούν. (Μου το έδειχνε στην Ελλάδα το ρεπερτόριο του Καραγκιόζη· άλλωστε, πιο γενικά, αυτό το ζύµωµα του «πάνω» µε το «κάτω» δίνει, πιστεύω, στη νεοελληνική κουλτούρα έναν πιο «δηµοκρατικό» χαρακτήρα, σε σύγκριση µε εκείνη των περισσότερων χωρών της δυτικής Ευρώπης.)

Έτσι ήµουν έτοιµος να αφοµοιώσω ένα άλλο σπουδαίο µάθηµα του λαϊκού θεάτρου – ακριβέστερα της «καρναβαλικής» του αντίληψης για τον κόσµο, η οποία, όπως µου είχε αποκαλύψει ο Μπαχτίν, είχε αποκρυσταλλωθεί µες στους αιώνες σε µια ιδιόµορφη κωµική γλώσσα, που την ξανάβρισκα ατόφια στον λόγο και στα καµώµατα του τοπικού µας Καραγκιόζη: το ανατρεπτικό µάθηµα της σχετικότητας που σηµαδεύει οντολογικά κάθε όψη της ζωής και της γλώσσας των ανθρώπων. Ένα µάθηµα που µε βοήθησε, εµένα, έναν άνθρωπο συντηρητικής µάλλον ιδιοσυγκρασίας, να καταλάβω πόσο ατελής και µισερός είναι κάθε ανθρώπινος λόγος, ιδίως όταν επιβάλλεται µε περισσή σοβαροφάνεια εκ των άνω, ως επίσηµος, ακλόνητος, ιερός· όχι για να απαρνηθώ τη σοβαρότητα ή την ιερότητα, αλλά αντίθετα για να τις προσεγγίσω µε πιο καθαρή ψυχή.

«Έτσι έγινε μέσα µου πεποίθηση η διαίσθηση της νιότης µου ότι το τοπικό και το οικουμενικό όχι µόνο δεν συγκρούονται, αλλά προϋποθέτουν, στηρίζουν και θρέφουν το ένα το άλλο».

Κι αυτό µε δίδαξε πολλά ακόµα: να φυλάγοµαι από κάθε δογµατική, µονολιθική, αµετακίνητη άποψη για τον κόσµο· να προσπαθώ πάντα να αµφισβητώ τις δικές µου προσωπικές προκαταλήψεις· συνάµα όµως να καταφάσκω µε όλο µου το είναι στην αξία της ζωής. Μια στάση διαµετρικά αντίθετη από τον µεταµοντέρνο σχετικισµό, όπως εξαπλώθηκε λίγο πολύ παντού στα τέλη του περασµένου αιώνα: εκείνον που ισοπεδώνει κάθε αξιολογική ιεραρχία, καταργώντας οποιοδήποτε αισθητικό ή και ηθικό κριτήριο. Απεναντίας, εκείνο που µου έδειχναν το λαϊκό θέατρο και το καρναβάλι ήταν πως οι ιεραρχίες όχι µόνο υπάρχουν αναγκαστικά, για το καλό µας και για το κακό µας (αλλιώς πώς θα επανέκαµπταν µετά το πέρας της παράστασης ή της γιορτής;), αλλά ταυτόχρονα πως πρέπει να δοκιµάζονται και να αµφισβητούνται κάθε τόσο, ώστε ή να νοµιµοποιούνται στερεότερα στην κοινή συνείδηση ή να ανατρέπονται (έστω συµβολικά), για να δώσουν αργά ή γρήγορα τη θέση τους σε νέες, πιο δίκαιες ιεραρχίες.

10301960_454452734699846_8812236545595382468_n

Ο εξαίρετος Άθως Δανέλλης –ανάμεσα στους καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου σκιών που θα λάβουν μέρος στα «Σπαθάρεια 2006»– θα παρουσιάσει το Σάββατο 10/9, ώρα 20:00, στον αύλειο χώρο του Μουσείου Θεάτρου Σκιών «Ευγένιος Σπαθάρης» την παράσταση του αγαπημένου λαϊκού μας ήρωα «Της νύχτας τα καμώματα».

Άλλο πολύτιµο δίδαγµα για την «εθνική», τούτη τη φορά, αυτογνωσία – που µάλλον το ζητούσα ενστικτωδώς, αν σκεφτώ την αλλεργία που µου προξενούσαν από νωρίς ο εθνικισµός και η προγονοπληξία: χάρη στον Καραγκιόζη συνειδητοποίησα οριστικά ότι οι πολιτισµικές παραδόσεις, ακόµα κι όταν είναι ζυµωµένες µε τη ζωή λαών που έχουν αλληλοσφαχτεί στην ιστορική διαδροµή τους, επικοινωνούν και αδελφώνονται στον ήρεµο βυθό του µεγάλου χρόνου, κάτω από την τρικυµισµένη επιφάνεια της πολεµικής βίας. Διαφορετικά πώς θα µπορούσα να εξηγήσω το ότι το προφορικό τούτο θέατρο, που µας ήρθε από την Τουρκία, έπιασε, µέσα σε λίγες δεκαετίες, τόσο γερές ρίζες στην Ελλάδα, ώστε να γίνει γνήσια «ελληνικό», τόσο «ελληνικό» όσο ήταν «τούρκικο» στην Τουρκία; Ακριβώς όπως εµείς, από όποια χώρα κι αν ήρθαν οι γονιοί µας και όποια κι αν είναι η φυλή µας, γίναµε Έλληνες από τη στιγµή που µιλήσαµε ελληνικά και µοιραστήκαµε τη ζωή και την παράδοση των παλαιότερων κατοίκων αυτού του τόπου. Απόδειξη χειροπιαστή ότι ο πολιτισµός (ή η κουλτούρα), ως ακατάπαυστη δηµιουργία, χτίζει γέφυρες ανάµεσα στους λαούς εκεί που η πολιτική τούς χωρίζει.


Διαβάστε ακόμα: Τι δεν είπαν οι μεγαλύτεροι στους νεότερους


Αυτές τις γέφυρες –όπως τις είδα µε τα µάτια της ψυχής µου στα στενά της Πόλης και της Σµύρνης, όπου αναγνώρισα µε το πρώτο τις µυρωδιές, τις γεύσεις, τις φωνές, τα ακούσµατα, τις λέξεις, τα πρόσωπα και τις χειρονοµίες των παιδικών µου χρόνων στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα προγονικά Χανιά–, αυτές τις γέφυρες ξαναβρήκα στον Καραγκιόζη. Μιλάω ίσως µε την αθεράπευτη αφέλεια ενός Δον Κιχώτη, που δεν εννοεί να παραδεχτεί ότι οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες και τα εθνικά µίση είναι η οριστική µας µοίρα. Τι άλλο, ωστόσο, µπορεί να µε προφυλάξει πιο αποτελεσµατικά τόσο από τον στενόµυαλο ελληνοκεντρισµό, που τόσες ζηµιές µάς έκανε, όσο και από τον κάλπικο κοσµοπολιτισµό πολλών συµπατριωτών µας, οι οποίοι προσπερνούν µε περιφρόνηση τον λαϊκό πολιτισµό του τόπου; Έτσι πάντως έγινε µέσα µου πεποίθηση η διαίσθηση της νιότης µου ότι το τοπικό και το οικουµενικό όχι µόνο δεν συγκρούονται, αλλά προϋ-ποθέτουν, στηρίζουν και θρέφουν το ένα το άλλο. Κι αυτό ήταν πρωταρχικά ένα µάθηµα ανθρώπινης αυτογνωσίας.

kiourtsakis-thumb-large

«Μήπως μπορούμε να ανακαλύψουμε, μέσα στην παρακμή και στην απελπισία μας, την ευλογία να είμαστε Έλληνες – να είμαστε άνθρωποι;», αναρωτιέται στο βιβλίο του ο Γιάννης Κιουρτσάκης.

Δεν ξέρω αν όλα τούτα έχουν για σας κάποιαν αξία ή έστω αν σας λένε κάτι· όµως για µένα το µάθηµα ήταν µέγιστο. Γιατί µε βοήθησε λίγο λίγο να εκπληρώσω, όσο µου ήταν δυνατό, το όνειρο που έθρεφα από την εφηβεία µου: να δω τη χρυσαλλίδα που σάλευε ανυπόµονα εντός µου να γίνεται µια µέρα πεταλούδα. Θέλω να πω: να µετουσιώσω το µονήρες, κλεισµένο στο εγώ του άτοµο που υπήρξα επί δεκαετίες σε ένα έργο που θα ήταν άνοιγµα και δωρεά στους άλλους, αλλά προηγουµένως στον πιο βαθύ µου εαυτό. Και µόνο, θαρρώ, όταν το πολυδιάστατο τούτο µάθηµα έγινε βίωµα προσωπικό κατόρθωσα να σκεφτώ και να αρθρώσω αυτό το «εγώ είµαι ο άλλος» κι εκείνο το «εµείς είµαστε οι άλλοι», πάνω στα οποία θεµελιώθηκε η λογοτεχνική δουλειά µου.

Ναι, όσο το σκέφτοµαι, στεριώνει µέσα µου η βεβαιότητα: από αυτό το σχολείο ταπεινότητας άντλησε ανεκτίµητους χυµούς το όποιο προσωπικό µου έργο. Κατά βάθος δεν γράφουµε παρά ένα µοναδικό βιβλίο, που διαµορφώνεται καθ’ οδόν, πέρα από τη βούλησή µας, και που θα µένει πάντα ανολοκλήρωτο.

//Από το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου», εκδ. Πατάκη, 2015.

⇒ Τα «Σπαθάρεια 2016» διοργανώνονται από τις 6 μέχρι και τις 11 Σεπτεμβρίου, ώρα 19:30. Το 17ο Φεστιβάλ Θεάτρου Σκιών, το οποίο έχει ως στόχο την προβολή και διατήρηση της ελληνικής παραδοσιακής τέχνης του Καραγκιόζη, θα πραγματοποιηθεί στον αύλειο χώρο του Μουσείου Θεάτρου Σκιών «Ευγένιος Σπαθάρης», Βορείου Ηπείρου 27 & Μεσογείων, Κοκκινιά Αμαρουσίου. Το πρόγραμμα των φετινών Σπαθαρείων περιλαμβάνει έξι μοναδικές παραστάσεις από εκλεκτούς γνωστούς καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου σκιών.
Πρόγραμμα – περισσότερες πληροφορίες στο www.karagiozismuseum.gr

 

Διαβάστε ακόμα: Μπαμπάκος, πατέρας, μπαμπάς

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top