«Ο απαραίτητος μικρός χώρος και χρόνος να ηρεμήσεις, να συνηθίσουν τα μάτια στην αλλαγή του φωτός, αυτό το μαγικό, σοφό μέρος που σε προϊδέαζε, σε προ-όριζε για το σπίτι, δεν υπάρχει πια». (Αριστερά: Karen Lawrence, «End of the Hallway». Δεξιά: Anne McCormack, «Hall Table»).

Το σπίτι, έτοιμο να χυθεί έξω. Η πόρτα του διαμερίσματος, μετά βίας να συγκρατεί τις φουρτούνες που ξεσπούν μέσα του – κι αυτό, γιατί δεν υπάρχει πια κατώφλι· δεν υπάρχει το στοιχείο της μετάβασης, δεν υπάρχει πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή. Τα χωλ κρίθηκαν περιττά, και οι αρχιτέκτονες έδωσαν έμφαση στο σαλόνι. Ο απαραίτητος μικρός χώρος και χρόνος να ηρεμήσεις, να συνηθίσουν τα μάτια στην αλλαγή του φωτός, αυτό το μαγικό, σοφό μέρος που σε προϊδέαζε, σε προ-όριζε για το σπίτι, δεν υπάρχει πια. Ο σικ αυτός προθάλαμος με την τόση χάρη και τις τόσες χρήσεις, που ενίοτε τον χώριζε ένα ξύλινο τέμπλο απ’ το υπόλοιπο σπίτι, θεωρήθηκε μικροαστικός και καταργήθηκε. Ο χώρος με τον καλόγερο, τις κλειδοθήκες, τις ομπρελοθήκες, τον καθρέφτη, το πορτ μαντό, το στρογγυλό συνήθως τραπεζάκι με τη συσκευή του τηλεφώνου και δίπλα την ατζέντα, εξέλιπε. Τώρα πια κατευθείαν στη σαλοκουζίνα, χωρίς τα ιερά δευτερόλεπτα του εξαγνισμού και της αυτοκριτικής· χωρίς τον ελάχιστο αυτόν διαλογισμό.

«Τώρα πια κατευθείαν στη σαλοκουζίνα, χωρίς τα ιερά δευτερόλεπτα του εξαγνισμού και της αυτοκριτικής».

Μια απότομη μπασιά με νεύρα, και η βρομιά του δρόμου μεταφέρεται απευθείας στην καρδιά του σπιτιού· ενός σπιτιού με υπερμεγέθη σαλοκουζίνα, κρεβατοκάμαρες για νάνους κι ένα τυφλό μπάνιο που σε πνίγει, που σε κάνει να σκέφτεσαι τη θάλασσα και να βουρκώνεις· ενός σπιτιού με μια διαρρύθμιση άδικη, άνιση, υδροκέφαλη. Οι καναπέδες Λουί με τη «χρυσή» πατίνα, αγορασμένοι απ’ την παραλιακή και συνήθως προφυλαγμένοι από την καθημερινή και άσκοπη χρήση πίσω από συρόμενες δίφυλλες γαλακτώδεις πόρτες, έχουν προ πολλού δώσει τη θέση τους σε φλάφι έπιπλα σαν… σαν σακιά με άμμο, σαν τεράστια μαξιλάρια χωρίς ορισμένο σχήμα, παρόμοια μεταξύ τους έπιπλα που πάνω τους μπορούσες επιτέλους, παίρνοντας εκδίκηση για τα προηγούμενα χρόνια της προσοχής, του καθωσπρεπισμού και των απαγορεύσεων, να φας, να ξαπλώσεις, να κάνεις σεξ, να κοιμηθείς, να διαβάσεις, να δεις ταινίες κ.λπ., στα μαλακά. Μπορούσες να τα ζυμώσεις. Δεν έπαιρνες εσύ το σχήμα τους, εκείνα παίρναν το δικό σου.

«Ο χώρος με τον καλόγερο, τις κλειδοθήκες, τις ομπρελοθήκες, τον καθρέφτη, το πορτ μαντό, το στρογγυλό συνήθως τραπεζάκι με τη συσκευή του τηλεφώνου και δίπλα την ατζέντα, εξέλιπε». (Henri Eugene Augustin Le Sidaner, «Interior of a Hallway»).

Η ενοποίηση σαλονιού και κουζίνας –σε συνδυασμό πάντα με την κατάργηση του χωλ– αποδείχθηκε καταστροφική, ευνόησε τη διάχυση. Ούτε ποτέ τρως ακριβώς, ούτε ποτέ διαβάζεις ή κοιμάσαι ή κάνεις έρωτα εντελώς και γενικά, εξαιτίας αυτής της κοπής του σπιτιού, δεν επικεντρώνεσαι και δεν δίνεσαι σε τίποτα. Η εστία της κουζίνας, η ίδια η κουζίνα, ο κατ’ εξοχήν χώρος του σπιτιού όπου συμβαίνουν και λέγονται τ’ ανομολόγητα, εξέλιπε κι αυτή. Και σταυλίζεσαι σ’ αυτόν το χώρο –μεγάλου εμβαδού αλλά χωρίς χαρακτήρα, όρια, ταυτότητα–, σκουντιέσαι καθώς ο ένας (εαυτός) πάει κι ο άλλος επιστρέφει απ’ το ψυγείο για να ξαναγεμίσει κάτι που άδειασε. Υπάρχει άπλα, μα δεν υπάρχει χώρος. Και κρατάς σημειώσεις από τις ταινίες που μετά βίας καταφέρνεις να παρακολουθήσεις, σε μια προσπάθεια να μη διαφύγουν οι λεπτομέρειες, να μη διαχυθούν κι αυτές στον χώρο κι εξαχνωθούν. Και δεν είσαι ποτέ απομονωμένος, αλλά αλίμονο. Ούτε ποτέ μαζί.

 

// Από το βιβλίο της Κατερίνας Χανδρινού «Χωλ» (σελ. 17-19 – σημ.: δίχως παραγράφους στο βιβλίο). Επιμέλεια: Βάσω Κυριαζάκου. Σχεδιασμός έκδοσης: Φοίβος Βλάχος. Εκδόσεις Κείμενα, Μάιος 2024.

 

 Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για το πατρικό τους σπίτι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top