«Συχνά σκέφτομαι ότι ακόμα και τώρα παρ’ όλη την ανεξέλεγκτη ελευθερία μου εξακολουθώ να ’μαι η μικρή επαρχιωτοπούλα που εσαεί δραπετεύει από μια εσαεί Καλαμάτα που κατά καιρούς αλλάζει όνομα». (P Maure Bausch, «Up Up and Away»).

Εκ γενετής έπασχα από το αγιάτρευτο βίτσιο να είμαι άλλη αλλού, πάση θυσία έπρεπε να δραπετεύω, να ξεγλιστρήσω ως όφις από το ίδιο μου το πετσί για ένα εξωτικό αλλού όπου ελεύθερη θα με επινοούσα εξαρχής και εξαρχής και ούτω καθεξής… Μια πολυεθνική εαυτο-παρθενογέννηση από κατακαίνουργα DNA με πολλαπλές περσόνες που θα τις αλλάζω σαν τα ρούχα όταν τις βαριέμαι. Η ακατανίκητη σαγήνη της Ανατολής, αχανούς, μεγαλοπρεπούς, μυστηριακής και ηδονιστικής, η Ανατολή των μαγικών και αυθαίρετων λύσεων που περιφρονούν τη γραφειοκρατική λογική της Δύσης, άρχισε με τα παραμύθια που η μελλοθάνατη Σεχραζάτ κουβάρι ξετυλίγει στα πόδια του Χαλίφη, για Χίλιες και μία Νύχτες μήπως και γλυτώσει τη ζωή της. Ως φόρο τιμής μάλιστα βάφτισα ένα από τα βιβλία μου με αυτόν τον ανεπανάληπτο σε ωραιότητα τίτλο.

Αριστερά: «Η ακατανίκητη σαγήνη της Ανατολής άρχισε με τα παραμύθια που η μελλοθάνατη Σεχραζάτ κουβάρι ξετυλίγει στα πόδια του Χαλίφη, για ‘‘Χίλιες και μία Νύχτες’’ μήπως και γλυτώσει τη ζωή της», εκμυστηρεύεται η Κάτια Αντωνοπούλου. Δεξιά: Anton Pieck, «The story telling of Queen Scheherazade to King Shahryar».

Στην αρχή λοιπόν και ιδίως στην εφηβεία, που κράτησε πολλά πολλά χρόνια και δεν αποκλείεται να επιμένει απτόητη ακόμη, ήμουν το παραμύθι. Το ωραίο βασίλειο, η ωραία πριγκιποπούλα, το ωραίο πριγκιπόπουλο, η αίσια έκβαση. Το παραμύθι δηλαδή που πουλάει στην ψυχή κάθε θηλυκού είτε νεαρού είτε και γηραιού. Τέλος το ρόλο της κακιάς μάγισσας, που τον θεωρούσα δευτερεύοντα αλλά απαραίτητο για σασπένς μια και είμαι μαχητικό άτομο, τον μοίρασα συλλήβδην στη γενέτειρά μου την Καλαμάτα, που ουδόλως έφερνε προς εξωτικό βασίλειο, στους κατοίκους της που ουδόλως συμπεριφέρονταν ως υπήκοοί μου, ακόμα και στους γονείς μου που πόρρω απείχαν από βασιλογεννήτορες.  Έτσι λοιπόν έφτασα στο βολικότατο συμπέρασμα πως κάποια άλλη ήμουν απ’ αλλού κι αυτή την άλλη και το αλλού έπρεπε πάση θυσία να τα αναζητήσω.

«Το μυστήριο και τη μαγεία του Θιβέτ τα οφείλω στη Γαλλίδα Αλεξάνδρα Ντέιβιντ Νηλ, τη μόνη δυτική γυναίκα που πήρε τον τίτλο του Λάμα», γράφει σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου η Κάτια Αντωνοπούλου. (avauntmagazine.com).

Σαν τους Θιβετιανούς Λάμα που εξασκούνταν στην κίνηση δια της ακινησίας για να καταφέρουν ύστερα από πέντε χρόνια να διασχίζουν ως αγγελιοφόροι αδιανόητες αποστάσεις σε χρόνο ρεκόρ με πελώρια εναέρια άλματα τελούντες εν εκστάσει, τα πρώτα μου ταξίδια τα ’κανα στο κρεβάτι ακίνητη οριζοντίως, η στάση του λωτού στάθηκε πάντα άβολη για μένα, με μάτια και φως κλειστά προτού κοιμηθώ. Στα ενδιάμεσα ως νεογνό έκανα και τέσσερις δοκιμαστικές πτήσεις, όλες νυχτερινές, προετοιμάζοντας τη μεγάλη φυγή: στα έξι μου χρόνια από μια κατασκήνωση περπατώντας ολονυχτίς ώσπου να φτάσω στην Καλαμάτα, στα δεκατέσσερα με δυο κατοστάρικα στην τσέπη κλεψιμαίικα από το συρτάρι της μαμάς, στα δεκάξι ένα ερωτικό ανοιξιάτικο βράδυ, και τελικά στα δεκαοχτώ, με νυχτερινό τρένο όλες προς Αθήνα.

Συχνά σκέφτομαι ότι ακόμα και τώρα παρ’ όλη την ανεξέλεγκτη ελευθερία μου εξακολουθώ να ’μαι η μικρή επαρχιωτοπούλα που εσαεί δραπετεύει από μια εσαεί Καλαμάτα που κατά καιρούς αλλάζει όνομα.

 

// Από το μυθιστόρημα της Κάτιας Αντωνοπούλου «Μακρινές συναντήσεις – Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει» (κεφάλαιο «Παράξενες ταξιδιώτισσες»), Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000.

 

Σ.σ.: Η Κάτια Αντωνοπούλου υπήρξε η μοναδική Ελληνίδα που είχε μπει το 1988 στο Αφγανιστάν, επί ρωσικής κατοχής. Με μια ομάδα μουτζαχεντίν πέρασε τα χιονισμένα βουνά φορώντας μπούργκα κι έστειλε την πρώτη ελληνική ανταπόκριση στο «Βήμα». Το 1992 ήταν μαζί με τους μουτζαχεντίν όταν πήραν την Καμπούλ, ενώ το 1997, επί Ταλιμπάν, ξαναμπήκε με τους Αφγανούς ναρκαλιευτές και τη βοήθεια του ΟΗΕ.

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι η Αλεξάνδρα Νταβίντ-Νελ έγινε η πρώτη λευκή γυναίκα που μπήκε στη Λάσα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top