Τι άλλο να θέλει ο JFK από τα υπέρλαμπρα χείλια και στήθη της Μέριλιν; Η ιστορία από το βιβλίο της Δάφνης Φοίβου «Bed side stories» (εκδ. Βακχικόν) σε επιμέλεια του Σωτήρη Κακίση.

—ένα μικρό, φανταστικό απόσπασμα από το ημερολόγιο του Τζ. Φ. Κ. για ορντέβρ

Είναι φορές που πιο πολύ μ’ αρέσει να γράφω παρά να διαβάζω. Τις περισσότερες όμως φορές μ’ αρέσει να βλέπω. Να βλέπω και να μη χορταίνω. Τα πάντα μού είναι διεγερτικά: σύννεφα στον ουρανό, ή ένα βαγκόν-λι δεμένο τελευταίο και βουβό στο τραίνο. Ένα φιλέτο σενιάν, ή μια ανοιχτή τηλεόραση χωρίς νόημα. Της πολυθρόνας που καθότανε τα πόδια που κρυβόντουσαν πίσω από τα πόδια Της, ή ένα μαξιλάρι Της, ελαφρώς ιδρωμένο, με τη μυρωδιά Της ενέχυρο.

Επειδή είμαι πολιτικός, αυτό δεν σημαίνει πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Καταλαβαίνω αρκετά, και μπορώ να σας το αποδείξω. Το κακό είναι πως ο χρόνος μου είναι Κρόνος, κι είναι φορές που δεν έχω παρελθόν, ούτε μνήμη. Που όλα μου φαίνονται μπροστά, τίποτα πίσω.

Ξεχνάω τη γυναίκα μου συχνά, τα παιδιά μου. Της γυναίκας μου ξεχνάω τα πολύ διεγερτικά κι επίτηδες αδύνατα, στεγνά πόδια, το μουνάκι της μέσα τους το πάντα υγρό, το κέντρο ίσως του τρομερού πάθους της να είναι Πρώτη Κυρία, όλη αυτή την απίθανη γυναικεία ματαιοδοξία δίπλα μου, τη σαρκοβόρα αλλά και τόσο σεξουαλική. Μου ’ρχεται, όχι μία και δύο φορές, να σκύψω και να της τραβήξω την κιλότα μες στο Καπιτώλιο, ή, τουλάχιστον, σε καμιά τελετή στον Κήπο, ενώπιον όλων, να τρελαθούνε όλοι. Να της πάρω το σκαλπ, το κιλοτάκι, σαν Ινδιάνος φλογερός, να γίνουμε ολοκαύτωμα κι οι μεγαλύτεροι Αναρχικοί της Γης, ολόκληρος Πρόεδρος κι ολόκληρη απόμακρη δήθεν Τζάκι, ο Κόλπος των Χοίρων κι η Κούβα να μην είναι πια τίποτα μπρος στον δικό της κόλπο, μπροστά στο κόλπο μου αυτό.

Θέλω να ξέρω ανά πάσα στιγμή ποιες φοράνε στενά τα σουτιέν, και ξεχειλίζουν τα βυζάκια τους σαν παγωτά κρέμα με τις ρώγες βύσσινο από πάνω, ποιες δεν φοράνε ποτέ σουτιέν.

Και κάτι γραμματείς, κάτι Παρθένους το Ζώδιο, μπουκιά και συχώριο, έχω στο μάτι εσχάτως. Δεν θ’ άφηνα ούτε θηλυκή γάτα εδώ μέσα αν μ’ αφήνανε, και δεν αφήνω, μ’ αφήνουνε—δεν μ’ αφήνουνε! Ο Πρόεδρος είναι ανήσυχος, ας το ξέρουν όλοι! Δεν εννοώ να γίνω πορτραίτο προ της ώρας μου, ούτε άγαλμα, ούτε ασώματος κεφαλή σε κάνα δολάριο πάνω! Ο Πρόεδρος, αν είναι ζωντανός, δεν μπορεί να μην αγριεύει με όλη τούτη την επιμελή μεταμφίεση, από των ψευδο—καλογριών που με περιβάλλουν τον βραδυφλεγή ερωτισμό. Ξέρω απέξω κι ανακατωτά όλα τα εσώρουχα όλων των στενογράφων ανεξαιρέτως, κι αν δεν είναι καμιά του γούστου μου φροντίζω να μετατεθεί σε καμιά άλλη υπηρεσία (του Ρόμπερτ του αδελφού μου, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, που δεν ξέρει τι του γίνεται με το άλλο φύλο, του ’χω ως τώρα στείλει πακέτο τέσσερις!). Θέλω να ξέρω ανά πάσα στιγμή ποιες φοράνε στενά τα σουτιέν, και ξεχειλίζουν τα βυζάκια τους σαν παγωτά κρέμα με τις ρώγες βύσσινο από πάνω, ποιες δεν φοράνε ποτέ σουτιέν, κι οι ρώγες τους πιέζουν συνέχεια από μέσα τα σατέν, λευκά πουκάμισά τους σαν πετρελαιοπηγές χρυσές, έτοιμες να πεταχτούν στο φως σαν συντριβάνια σε χώμα σκασμένο, διψασμένο εξαιρετικά.

To εξώφυλλο του βιβλίου.

Ξέρω ύστερα ποιος τα ’χει με ποιαν, ποια τα ’χει με ποιαν. Ξέρω πως όλες, σαν χαρέμι δυτικού τύπου αδίστακτο, υπόκεινται αδιαμαρτύρητα στη δική μου, αχόρταγη κατακτητικότητα, πως είναι έτοιμες να
πληρώσουν χωρίς προειδοποίηση τον κεφαλικό, ή, μάλλον, τον δίκαιο σεξουαλικό φόρο, που τους επιβάλλω αναλόγως με τα κέφια μου!

Η καημένη η Τζάκι το ξέρει κι αυτή αυτό. Τι να κάνουμε; Ποτέ δεν θέλησε να γίνει πραγματικά Ένα μ’ Εμένα, μαζί να τις απομονώνουμε Μία—Μία, Ένα—Ένα τα ωραία σώματα των υποτακτικών μας, μαζί να αρχειοθετούμε, στων ενστίκτων μας το αχανές αρχείο, μυρωδιές και αρώματα, εντάσεις κι αδυναμίες, σαν σούπερ-FBI, ενήμεροι να ’μαστε των πιο κρυφών προτιμήσεων όλων. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει τον κόσμο όλο σαν σύνολο ενιαίο και αταξικό, η αταξία δεν περιλαμβάνεται στη φτηνή γαλλική της αποστείρωση, στην οικονομική συσκευασία των παθών, που διδάχτηκε από το στενόκαρδο, κατ’ οίκον πανεπιστήμιο της συμφοράς, της μητέρας της.

Είμαι κι εγώ Δίδυμος, μωρό μου, είπα προχτές στ’ αυτάκι της Μονρόε. Ή θα με φας, ή θα σε φάω!

Ο Λευκός Οίκος μού φαίνεται ώρες-ώρες σαν Τάφος. Και το λευκό χρώμα του Θανάτου είναι, και το Οίκος τάφος σημαίνει (πώς γράφουν στα πλούσια νεκροταφεία της Βοστώνης: Οίκος Κέννεντυ, Οίκος Ο’ Λίρι, Οίκος Νίξον;). Γι’ αυτό, επειδή δεν κουνιέται συχνά φύλλο εδώ μέσα (φύλο, πήγα να πω), καλό είναι να πρωτοστατώ εγώ, ως Ανώτατη Αρχή του Κράτους, πού και πού στις σκανδαλιές, Κριστίν Κίλερ να αυτοδιορίζομαι εγώ μέσα μου, να μην έχω ανάγκη από εξωτερική βοήθεια, ούτε ν’ αναγκάζομαι σαν τα εγγλεζάκια να συνάπτω επικίνδυνες συμμαχίες με τον Διάβολο.
—Είμαι κι εγώ Δίδυμος, μωρό μου, είπα προχτές στ’ αυτάκι της Μονρόε. Ή θα με φας, ή θα σε φάω! (Και ξέρετε καλύτερα ίσως κι από μένα ότι το ρήμα τρώω στ’ αγγλικά σημαίνει και γλείφω, και πολλά άλλα, αναλόγως της φαντασίας του καθενός). Δεν την είδα να κοκκινίζει έστω και υποκριτικά, δεν την είδα να μου παίζει την Οσία Παναγία, τη Μαντόνα. Αντιθέτως. Λίγο ήθελε να μου πει, με την Τζάκι μπροστά: —Μάι πλέις ορ γιορς, Τζακ; Έτσι αποκρυπτογράφησα επιτόπου το πλατύ χαμόγελό της.

Η Μέριλιν μ’ αρέσει. Έχει κάτι αυτό το πεταχτό πουτανάκι, αυτή η Υπέρ—Πουτάνα, όπως λέμε Υπέρ—Γυναίκα.

Αυτά είναι. Οι Δίδυμες αρπάζουν αμέσως. Και μόνο εμείς, οι άντρες Δίδυμοι, τις κάνουμε καλά, ή μεγάλο κακό: ή τις σώζουμε με τα πολλά, ή τις σπρώχνουμε στον γκρεμό οριστικά. (Όπως βλέπετε, μέχρι και τα Ζώδια ξέρω. Τι σόι Πρόεδρος θα ’μουνα, αν δεν είχα πάρει μυρωδιά απ’ όλα, απ’ όλες; Χε—χε—χε!).
Η Μέριλιν μ’ αρέσει. Έχει κάτι αυτό το πεταχτό πουτανάκι, αυτή η Υπέρ—Πουτάνα, όπως λέμε Υπέρ—Γυναίκα, Υπέρ—Παιδί. Ή, Μπατ—Γούμαν και Μπαντ—Γούμαν, καλύτερα). Έχει κάτι που εμένα τον Σούπερμαν μ’ απορρυθμίζει.

Κάτι σαν κρυπτονίτη κρυμμένο πάνω της. Την έχω δει στα έργα: επειδή τα προτιμώ κι εγώ καυτά τα κορίτσια, πιο πολύ μ’ άρεσε εκεί, στο εύθυμο αυτό οπτικό πάρτι του Γουάιλντερ, με τον Τόνυ Κέρτις και τον Τζακ Λέμον. Ενώ η δικιά σου είναι χυμώδης κι έτοιμη λες να χυθεί αριστερά και δεξιά σαν ζελέ γλυκό, ενώ είναι όλο πιασίματα (στον Λευκό Οίκο τα λέμε και ντοσιέ, και τους αφράτους πισινούς τους λέμε συνθηματικά βάσεις), ενώ μόνο εύθραυστη δεν μοιάζει να ’ναι η υπόσταση της, έχει ξαφνικά έναν αέρα Αέρα, σαν να φυσάνε εντός της όλοι οι άνεμοι μαζί, και ζεστοί και παγωμένοι, και κυκλώνες αλήτες, τουίστερς και αύρες ευγενικές, μπρίζες! Κι αυτό εγώ το θεωρώ υψηλή ευαισθησία, συγκίνηση εξαιρετικού ύφους: άμα μπορείς να βλέπεις κάθε ομορφιά, του καθενός το προτέρημα άμα έχεις την ικανότητα να διακρίνεις, να το μεγεθύνεις έτσι, ώστε ο σκοτεινός κι ανεπρόκοπος εαυτός του να μαζεύεται σε μια γωνιά και ν’ αφοπλίζεται χωρίς να το παίρνει είδηση, τότε γίνεται αυτό που σας έλεγα: ο κόσμος όλος είναι δικός σου, στην υπηρεσία σου αφοσιωμένος. Χωρίς όπλα και μάχες αιματηρές, χωρίς πυρηνικές καταστροφές και τύψεις μετά αλύπητες, με χάρη αόρατη και επιβολή σχεδόν μεταφυσική.

Τι άλλο να θέλω τώρα από τα μεγάλα μάτια της, να φωτίζουν σαν δίδυμοι φάροι πάνω απ’ τις ρώγες της δίδυμους υφάλους;

Τη θέλω. Τελικά, τη θέλω πολύ. Τη φαντάζομαι κιόλας ομιλητικότατη (σαν κι εμένα) στο Κέιπ Κοντ, γυμνή (αν θέλει, θεόγυμνη) στα χέρια μου, να ’ναι σαν την παλίρροια του Ατλαντικού η ψυχή της ενώπιόν μου, μισό μίλι ολόκληρο να υποχωρεί άφοβα προς το παρελθόν της, ν’ αποκαλύπτονται έτσι τα πάντα, πολλές της ιστορίες (υστερίες) σαν νησάκια της άμμου να φαίνονται για λίγο, νησάκια ασήμαντα, τιποτένια, μπρος στον δικό μας γιγάντιο, ξαφνικό έρωτα. Να ’χουμε ξεφύγει από κάθε ενοχλητική λεπτομέρεια του πολυάσχολου παρόντος μας, από τις φιλμαρισμένες πολιτικές και τα πολιτικάντικα φιλμ, από το μεγαλοπρεπές αυτό Τίποτα που ζούμε κι οι δύο εκόντες-άκοντες.

Τι άλλο να θέλω τώρα από τα μεγάλα μάτια της, να φωτίζουν σαν δίδυμοι φάροι πάνω απ’ τις ρώγες της δίδυμους υφάλους, σαν δίδυμα φεγγάρια το βάθος ανάμεσα στα πόδια της το καθησυχαστικό, το ονειρικό; Μου λείπει ακριβώς μια γυναίκα σαν την Μονρόε, σαν την Μέριλιν: πολύπλοκη σαν κι εμένα, Λερναία Ύδρα διαρκώς ενδιαφέρουσα, διαρκώς προκλητική, κάθε μου τρέλα να βρίσκει εύκολα σ’ αυτή το αντίστοιχό της, τον άξιο αντίπαλό της. Κάθε μου επιθυμία ασυνήθιστη να μπορεί να τη νοιώσει με την πρώτη, σχεδόν σαν μητέρα να μπορεί να τη νανουρίσει, μητέρα—γκόμενα και γκόμενα χωρίς όρια, χωρίς αναστολές, θεία με τρόπο θεϊκό, θεά. Μπορεί να ’μαστε δύο ιερά τέρατα για του πολύ κόσμου την ευνουχισμένη αντίληψη, για τη δική μας όμως την επιθετική φαντασιοπληξία μπορεί να μην είμαστε τίποτ’ άλλο παρά αυτό που λένε ο κοσμάκης «Ο Ένας για τον Άλλον»! Θα της τηλεφωνήσω απόψε κιόλας. Τι απόψε; Τώρα, χτες!

—Μαργαρίτα, δώσε μου την Πράσινη Γραμμή! Και το απόρρητο μπλοκ μου! Πάλι ροζ κιλότα φοράς; Και μαύρες, και μαύρες θέλω! Αξίζω, νομίζω, κάτι παραπάνω, μη με παραμελείτε εδώ μέσα τελείως! Περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη δαντέλα επιθυμώ! Να βλέπω και καμιά τριχίτσα ξανθιά εκεί κάτω, μην πάτε να με βγάλετε με κινήσεις μόνο και κουνηματάκια! Θέλει και κάποια προετοιμασία η κάθε μας ερωτική μέρα! Αλλιώς οι νύχτες μας προβλέπονται λευκές, άσπιλες και βαρετές! Έτσι δεν είναι, Έντγκαρ Άλαν, που τ’ ακούς όλα με τους κρυμμένους πομπούς σου, που τα βλέπεις όλα, τυχερέ;

Τι έλεγα; Α, ναι: να πάρω τη Μέριλιν, το κοριτσάκι μου. Καλά, έχουμε καιρό ως το βράδυ. Άσ’ την να σκάσει λίγο, να της ανέβει λίγο η θερμοκρασία!

Καταλάβατε; Καταλαβαίνω πολλά. Ας κάνω, λόγω θέσεως, πως δεν καταλαβαίνω. Μπορεί και να ’χω προλάβει να ζήσω λίγο, πριν τον Άλλον Λευκό Οίκο, πριν το γκαζόν με πατήσει εκδικητικά, στον αιώνα τον άπαντα! Θα ξανα—επικοινωνήσουμε μετά την ωραία Μονρόε. Να σας διηγηθώ πώς τα πήγαμε.

 

Διαβάστε ακόμα: Τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του Σωτήρη Κακίση «Παλιές ιστορίες».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top