«Η Ελλάδα που έχω κατά νου είναι µια µετωνυµία: συλλογίσου προπάντων µια ιδέα – όπως ήταν ο ελληνισµός για τον Σεφέρη· ένα όραµα ικανό να δείξει κάποιον προσανατολισµό, πέρα από τα σηµερινά εθνικά και παγκόσµια αδιέξοδα». (Φωτογραφία: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)

«Η Ελλάδα που έχω κατά νου είναι µια µετωνυµία: συλλογίσου προπάντων µια ιδέα – όπως ήταν ο ελληνισµός για τον Σεφέρη· ένα όραµα ικανό να δείξει κάποιον προσανατολισµό, πέρα από τα σηµερινά εθνικά και παγκόσµια αδιέξοδα». (Φωτο: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)

Ποιος θα µου το ’λεγε, στα δεκαοχτώ µου χρόνια, όταν γύρευα να ξεφύγω από τη µουντή ατµόσφαιρα µιας επαρχιακής Αθήνας για να γνωρίσω τα φώτα της Ευρώπης, πως θα επέστρεφα στο φως του τόπου µου µε την έµµονη ιδέα να δουλέψω για την προκοπή του; Ποιος θα µου το ’λεγε, στα τριάντα µου, όταν κι εκείνο το όνειρο είχε γίνει πια συντρίµµια κι ετούτη η «υπανάπτυκτη», τριτοκοσµική σχεδόν στα µάτια µου, χώρα, που επέµενα να αποκαλώ πατρίδα, βούλιαζε στη βαρβαρότητα, ότι θα ξόδευα την υπόλοιπη νιότη µου πασχίζοντας να ξεδιψάσω µέσα στην έρηµο της επίσηµης Ελλάδας από τις πηγές του λαϊκού πολιτισµού της; Ποιος, τέλος, θα µου το ’λεγε, στα σαράντα και στα πενήντα µου, όταν κι αυτός ο πολιτισµός ψυχορραγούσε, πως θα ερχόταν κάποια ώρα που η διαχρονική Ελλάδα θα αναδυόταν ανέλπιστα για µένα, µέσα από την αιώνια φύση της και την αειθαλή της γλώσσα, σαν ένα αµυδρό φωτάκι, που πήγαινε συνεχώς να σβήσει, µα που δεν έπαυε να µε οδηγεί µέσα στην οικουµενική τρικυµία;

Τι άλλο µου δείχνουν όλα τούτα, αν όχι ότι σε όλη τη ζωή µου δεν σταµάτησα ούτε στιγµή να γυρεύω στην εξορία την πατρίδα µου; Και σάµατι ακόµα και τώρα στα γεράµατα, που νόµισα πως τη βρήκα, δεν τη χάνω ξανά, κάθε φορά που, όπως σήµερα, ο τόπος µας καταρρέει, για να την ξαναβρώ κάποιες στιγµές εκεί που δεν το περιµένω;

Σίγουρα άλλα σχεδιάζει ο άνθρωπος και άλλες οι βουλές του Κυρίου.

Αλλά ποιος είναι εδώ ο «Κύριος»; Δεν ξέρω. Ξέρω µονάχα ότι µέσα στη λογοτεχνική δουλειά µου, όπως προχώρησε αργά κι επίπονα, διαµορφώθηκε βαθµιαία, πέρα από τη βούληση και τις προθέσεις µου, µια άλλη βούληση (ποιανού;), στην οποία ένιωθα την ανάγκη να υπακούσω. Και από το ένα βήµα στο άλλο τούτη η αυθόρµητη υποταγή έφερνε στο φως του λόγου κάτι που αγνοούσα ως τότε, µα που υπήρχε, φαίνεται, από την αρχή στο βάθος του εαυτού µου.

Ίσως ούτε η ίδια η σύγχρονη Ελλάδα, ως συλλογική οντότητα, γνώρισε αληθινά τον εαυτό της.

Τι ήταν αυτό; Νοµίζω ένα σύµπαν από λέξεις, συναρµογές λέξεων και φράσεων, νοήµατα, τόνους, ηχοχρώµατα, ρυθµούς, µυθικά θέµατα και παραδοσιακά µοτίβα, που ξεπηδούσαν πηγαία στη γραφή µου από τα πιο αρχαία στρώµατα του ελληνικού λόγου· όχι χάρη στα αρχαιοελληνικά κολλυβογράµµατα που συγκρατούσα από το σχολείο, αλλά –δεν παύω να το λέω– µε τη δουλειά µου πάνω στις σηµερινές µας λέξεις ή µάλλον µε την υπόγεια δουλειά αυτών των λέξεων µέσα στο πνεύµα µου, το οποίο, σπρώχνοντάς µε να αναζητώ το καθαρό τους νόηµα, µου αποκάλυπτε πάντα κάτι καινούργιο για τον τόπο µου και για τον εαυτό µου· µιαν άλλη εικόνα της µέσα µου Ελλάδας.

Και τούτο µε φέρνει στο πιο δύσκολο: ποια είναι αυτή η άλλη εικόνα, αυτή η άλλη –οιονεί µετα-φυσική– Ελλάδα; Και το ακόµα δυσκολότερο: πώς µπορώ να µιλήσω για κείνην, χωρίς να ξεχνώ την πεζή και ωµή «νεοελληνική πραγµατικότητα»;

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Καραποστόλης: «Τι δεν είπαν οι μεγαλύτεροι στους νεότερους»

«Μήπως μπορούμε να ανακαλύψουμε, μέσα στην παρακμή και στην απελπισία μας, την ευλογία να είμαστε Έλληνες – να είμαστε άνθρωποι;», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«Μήπως μπορούμε να ανακαλύψουμε, μέσα στην παρακμή και στην απελπισία μας, την ευλογία να είμαστε Έλληνες – να είμαστε άνθρωποι;», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ούτε αυτό το ξέρω καθαρά – το ψάχνω ακόµα. Σε όλη µου τη ζωή είχα την εντύπωση πως µου ξέφευγε, πως ξεγλιστρούσε αδιάκοπα µέσα από τα δάχτυλά µου σαν την άµµο. Αλλά είµαι ο µόνος; Σκέφτοµαι συχνά πως, κατά βάθος, κανένας από εµάς δεν µπορεί να πει µε στοιχειώδη ακρίβεια ποια είναι αυτή η χώρα. Κάτι πιο οδυνηρό: πως κάθε φορά που οι πιο οξυδερκείς και ευαίσθητοι πατριώτες µας αγωνίζονταν µε τη σκέψη ή την τέχνη να την προσεγγίσουν περισσότερο, εκείνη ξεµάκραινε και πάλι· όπως η Ιθάκη για τον Οδυσσέα, όταν οι σύντροφοί του ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου και η πατρίδα που αντίκριζε µπροστά του χάνεται ξανά για χρόνια. Άραγε γιατί; Ίσως γιατί ούτε η ίδια η σύγχρονη Ελλάδα, ως συλλογική οντότητα, γνώρισε αληθινά τον εαυτό της, αδυνατώντας να χωρέσει στα διανοητικά ή ιδεολογικά καλούπια µέσα στα οποία πάλευαν να τη βολέψουν πολιτικοί ηγέτες, ακαδηµαϊκοί δάσκαλοι και στοχαστές.

Κι όµως θα διακινδυνεύσω να τη στοχαστώ, µε τη σειρά µου, προσφεύγοντας σε κάποιες µετωνυµίες που ξέρω εκ των προτέρων ότι µόλις την αγγίζουν. Άλλωστε –θα το κατάλαβες, αναγνώστη– η Ελλάδα που έχω κατά νου είναι κι εκείνη µια µετωνυµία: συλλογίσου προπάντων µια ιδέα – όπως ήταν ο ελληνισµός για τον Σεφέρη· ένα όραµα ικανό να δείξει κάποιον προσανατολισµό, πέρα από τα σηµερινά εθνικά και παγκόσµια αδιέξοδα. Μιλάω για την Ελλάδα ως δυνατότητα ή υπόσχεση δηµιουργίας – ναι, ακόµα και µέσα στην καταστροφή. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να κρατάς στο µυαλό σου, όταν διαβάζεις εδώ αυτή τη λέξη, το σολωµικό o altra cosa. […]

⇒ Απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου» (εκδ. Πατάκη).

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Σεφέρης: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top