Η πρώτη φορά που αντίκρισα χρυσαυγίτες δια ζώσης ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκείνη την εποχή έκαναν συχνά πυκνά την εμφάνισή τους στην Κυψέλη καθοδηγούμενοι από το τότε πρωτοπαλίκαρο του Νίκου Μιχαλολιάκου, τον «φημισμένο» ‒στους εθνικοσοσιαλιστικούς κύκλους‒ «Περίανδρο». Είχαν όλοι ξυρισμένα κεφάλια, φορούσαν πάντα στρατιωτικά άρβυλα, ενώ κάποιοι έφεραν στις μπλούζες και τα τζάκετ τους νεοναζιστικά σύμβολα: από αγκυλωτούς σταυρούς μέχρι το «αγκρίστρι του λύκου», χαρακτηριστικό σύμβολο των SS, το οποίο υιοθέτησε η οργάνωση για ένα φεγγάρι και ως επίσημο σήμα της. Αυτή ήταν η παλιά Χρυσή Αυγή. Μια σκληρή νεοναζιστική συμμορία, η οποία έβγαινε στο δρόμο αποκλειστικά και μόνο για «πολεμικές επιχειρήσεις». Οι στόχοι; Μετανάστες, αριστεροί, μειονότητες.
Άρχισα να μελετώ από περιέργεια τη διαδρομή της οργάνωσης, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το DNA της. Παρατήρησα αμέσως ότι το ιδεολογικό της πλαίσιο έλκυε τις θεωρίες του κυρίως από τη χιτλερική Γερμανία και ελάχιστα από το παρελθόν της ελληνικής ακροδεξιάς. Με λίγα λόγια, αυτό που ο Νίκος Μιχαλολιάκος αποκαλούσε κάποτε «Κύκλος Μελέτης» ‒και αφορούσε στο σκληρό πυρήνα της οργάνωσης‒ ήταν επί της ουσίας μια μελέτη πάνω στο ναζισμό, τον οποίο και εξυμνούσε σε κάθε ευκαιρία.
Τα επόμενα χρόνια βρέθηκα στην Αγγλία, χαλαρώνοντας κάπως την επαφή μου με τα δρώμενα στην Ελλάδα. Εκεί σπούδασα οπτική ανθρωπολογία –ένα είδος κοινωνικής και πολιτιστικής ανθρωπολογίας που βασίζεται στα οπτικά μέσα‒ και αργότερα συνέχισα στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου (NFTS), όπου αφιερώθηκα αποκλειστικά στο ντοκιμαντέρ. Το Μάρτιο του 2012 έπρεπε να παραδώσω ένα ολοκληρωμένο ντοκιμαντέρ παρατήρησης (observational cinema) στο πλαίσιο της αποφοίτησής μου. Ως θέμα επέλεξα τη διείσδυση της «Χρυσής Αυγής» σε περιοχές της Αθήνας όπως στον Άγιο Παντελεήμονα.
Αρχικά προσέγγισα μέλη της οργάνωσης από τον ηγετικό πυρήνα, όμως δεν βρήκα σημεία επαφής. Έτσι, άρχισα να «περιπλανιέμαι» για περίπου δύο μήνες στον Άγιο Παντελεήμονα, προσπαθώντας να προσεγγίσω «μικρότερα» στελέχη. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος Βάθης, ένας 65χρονος άντρας που συχνά λειτουργούσε και ως ο «επιστάτης» της πλατείας για τη Χρυσή Αυγή. Μέσω του Βάθη ήρθα σε επαφή με μερικά ακόμη στελέχη, όπως τον τοπικό πολιτευτή της οργάνωσης, Αλέξανδρο Πλωμαρίτη, και κάποιους άλλους. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια παρέα χρυσαυγιτών.
Για περίπου ένα μήνα κινηματογραφούσα συστηματικά, καταγράφοντας με την κάμερά μου ακραίες εθνικοσοσιαλιστικές θέσεις, απειλές και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ανθρώπινος νους. Δεν μιλούσα ποτέ –όταν με ρωτούσαν για τις πολιτικές μου θέσεις απαντούσα πάντα διπλωματικά για να μπορέσω να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ. Κινδύνευσα, ελαφρώς, δυο φορές: η μια όταν ήρθε άνθρωπος από τα κεντρικά της οργάνωσης την ώρα που «έγραφα» και με έσπρωξε με δύναμη, λέγοντάς μου «έλα, τελείωνε» και η άλλη στην ομιλία του Μιχαλολιάκου μετά τις βουλευτικές του ’12 όπου εκεί με περικύκλωσε ομάδα ασφαλείας, αποτελούμενη από δέκα χρυσαυγίτες, ζητώντας μου επιτακτικά να σβήσω το υλικό.
Η καθημερινότητα ήταν εξίσου «σκληρή», υπό την έννοια ότι άκουγες συχνά χυδαιότητες για τους μετανάστες, όπως «Σαπούνια! Σαπούνια, αλλά όχι για ανθρώπους, γιατί είναι χημικοί αυτοί και μπορεί να βγάλουμε καμιά καντήλα. Θα τα ’χουμε για τ’ αμάξια, σαπούνια για τα πεζοδρόμια, κάνα λαμπατέρ θα φτιάξουμε με το δέρμα τους, τα μαλλιά θα τα παίρνει ο Γιώργος να τα πουλάει στο Μοναστηράκι, να τα κάνουν μπεγλέρια οι ξένοι», ή για τους αριστερούς απειλές τύπου «Τους αριστερούς τους έχουμε βάλει σ’ ένα ψωρόνησο και μόλις τελειώσουν τα τρόφιμα θα ψοφήσουν όλοι. Να τελειώνουμε, να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Τώρα θα μιλήσουμε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ετοιμάζουμε τις κρεμάλες, γιατί είναι και πολλές, και θα τις στρώσω εδώ στην Πιπίνου και θα λέω ”φωτιά στα κόκκινα σκυλιά”. Και θα σπαρταράνε αυτοί». Μιλούσαν ανοιχτά, σαν να μην υπήρχε κάμερα. Με μια πρωτοφανή έπαρση που πήγαζε από την απρόσμενη αποδοχή του κόσμου σε ορισμένες γειτονιές. Για πρώτη φορά, έπειτα από δεκαετίες, η Χρυσή Αυγή έβγαινε από το περιθώριο, εκφράζοντας ανοιχτά τα κηρύγματα μίσους της προς τις μειονότητες. Βέβαια, αυτό το «παράθυρο» έμεινε ανοιχτό μόλις για ένα, δυο μήνες. Αργότερα, η επικοινωνία πέρασε αποκλειστικά στα κεντρικά της οργάνωσης σε μια προσπάθεια να ελέγχονται οι «ακραίες» θέσεις που έπλητταν τρόπον τινά το νέο προφίλ του «κόμματος».
Ολοκλήρωσα το ντοκιμαντέρ «The Cleaners» το καλοκαίρι του 2012. Αρχικά προβλήθηκε στο βρετανικό Channel 4, ακολούθως συμμετείχα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ (IDFA), ενώ αποσπάσματά του έχουν προβληθεί στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ. Πριν από λίγο καιρό βραβεύτηκε και στο Φεστιβάλ του Σεράγεβο με το Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής. Ο κόσμος γενικά έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Μάλιστα, στην προβολή που έγινε στο μουσείο των SS στο Βερολίνο –το οποίο ονομάζεται «Τοπογραφία του Τρόμου»‒ οι Γερμανοί έμειναν άφωνοι από το γεγονός ότι υπάρχουν νεοναζί στην Ελλάδα. Δεν το πίστευαν…
Ο πυρήνας της Χρυσής Αυγής ήταν, είναι και θα είναι σκληρά ναζιστικός –αρκεί να ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στο καταστατικό της οργάνωσης και στην ορολογία που χρησιμοποιείται. Όροι όπως «λαϊκή κοινότητα» είναι πιστή μετάφραση από γερμανικά εθνικοσοσιαλιστικά κείμενα. Προφανώς, βέβαια, οι 500.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν είναι όλοι ναζιστές, αλλά φέρουν σημαντική ευθύνη, διότι με την ψήφο τους νομιμοποιούν τη ναζιστική ιδεολογία, την κάνουν κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας. Και αυτό ενέχει ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους, σε μια κοινωνία που καταρρέει οικονομικά, ηθικά, πνευματικά…