«Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να δώσει την τελευταία του μάχη με όση δύναμη του απέμενε. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κι έτρεξε προς το μέρος όπου είχαν συναχθεί οι εχθροί, κραδαίνοντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο την ασπίδα». (Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29». Πηγή: Μουσείο Θεόφιλου)

Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος
των Γραικών αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά μιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη,
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».

(Κωνσταντίνος Καβάφης)

 

Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να αγωνίζεται απεγνωσμένα δίπλα στο σύντροφό του τον Ιωάννη τον Δαλματό. Η στιγμή του τέλους πλησίαζε. Οι φωνές, οι κραυγές, οι ιαχές και οι άγριοι αλαλαγμοί των εχθρών ακούγονταν όλο και πιο κοντά. Βλέποντάς τους να εισβάλλουν, σίγουρος για το μάταιο της αντίστασης, εκφώνησε τα τελευταία του λόγια, λόγια θλίψης και απόγνωσης: «Η πόλη αλίσκεται, κ’ εμοί ζην έτι περίστιν;» Κι αμέσως φώναξε σπαρακτικά: «Ουκ έστιν τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού;»

Την ώρα της κρίσιμης μάχης, μέσα στην αντάρα, τέτοια λόγια που κατέγραψαν ο Δούκας κι ο Κριτόβουλος είναι δύσκολο να ακούστηκαν. Επομένως, οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφιβάλλουν δικαιολογημένα για το αν πράγματι ειπώθηκαν.

«Τις ηδύνατο ν’ ακούση εν ταύτη ώρα τους λόγους του βασιλέως;» αναρωτιέται ο Πασπάτης. «Τα καθέκαστα αφηγούνται πολυτρόπως οι ιστορούντες και κατά το σύνηθες πλάττουσι πιθανούς διαλόγους», γράφει ο Καλλιγάς.

Δεν μπορούμε όμως ν’ αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να μετέφεραν τα λόγια του οι Τούρκοι, από τους οποίους πολλοί γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, ή ακόμα οι χριστιανοί στρατιώτες του Σουλτάνου.

Ο Κωνσταντίνος, έχοντας επίγνωση της αδυναμίας του να αναστρέψει τη δυσμενή τροπή των πραγμάτων, αποφάσισε να δώσει την τελευταία του μάχη με όση δύναμη του απέμενε. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κι έτρεξε προς το μέρος όπου είχαν συναχθεί οι εχθροί, κραδαίνοντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο την ασπίδα.

Ο Φραντζής διηγείται: «Βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν εσπασμένην έχων εν τη δεξιά πολλούς των πολεμίων απέσφαξε· και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών αυτού έρρεε».

«Όλη η ζωή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ήταν σαράντα εννέα χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες. Βασίλευσε μόνο τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες». (Αριστερά: Απεικόνιση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου σε ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Χρονικού του Ιωάννη Ζωναρά, που βρίσκεται στην Biblioteca Estense στην Μόντενα. Πηγή: Wikipedia. Δεξιά: «Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη», πίνακας του Jean-Joseph Benjamin-Constant, 19ος αιώνας. Πηγή: Wikipedia).

Tο μένος του αυτοκράτορα θυμίζει τον Σαμψών που ορμούσε κατά των αλλοφύλων, σκοτώνοντας όποιον έπεφτε στο δρόμο του. Μέσα στη θλίψη του για τη συμφορά, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να παλέψει λίγο ακόμα για την προσωπική του υπερηφάνεια. Με μια ύστατη προσπάθεια επιχείρησε να διασπάσει τον κλοιό των Τούρκων που τον είχαν περιτριγυρίσει απειλητικά, κόβοντας κεφάλια με το σπαθί του. Ένας απ’ αυτούς τον πλήγωσε στο πρόσωπο με το γιαταγάνι του κι ο Κωνσταντίνος ανταπέδωσε το χτύπημα, τραυματίζοντάς τον. Οι συμπολεμιστές του, βλέποντας τη δεινή θέση του, έτρεξαν να τον συνδράμουν. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, αντιλαμβανόμενος το μάταιο του αγώνα, φώναξε απελπισμένα: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».

Αυτά τα λόγια απελπισίας καταγράφηκαν από τον Φραντζή, μα κάποιοι τα απέδωσαν στον Κωνσταντίνο. Ποιος τάχα τα είπε; Ποιος τα άκουσε; Δε γνωρίζουμε. Όπως είπα προηγουμένως, αν οι Βυζαντινοί μαχητές σκοτώθηκαν όλοι, τότε τη μαρτυρία την έχουμε από τους Τούρκους ή από κάποιον χριστιανό που πολεμούσε μαζί τους. Ο Θεόφιλος, πάντως, ακολουθώντας το παράδειγμα του αυτοκράτορα, όρμησε κι αυτός εναντίον των εχθρών με κραυγές, αφανίζοντας όσο περισσότερους μπορούσε, και τελικά σκοτώθηκε με τους οχτακόσιους άντρες που τον περιστοίχιζαν, Έλληνες και Λατίνους.

Η ώρα είχε πάει εννιά.

*

Ο Κωνσταντίνος φαίνεται πως πέθανε όταν ένας Τούρκος τον χτύπησε από πίσω, ρίχνοντάς τον κάτω, ανάμεσα στους συντρόφους του. Οι ανώνυμες μαρτυρίες λένε πως οι εισβολείς ποδοπάτησαν το νεκρό σώμα του συνθλίβοντάς το, χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι. Οι μάχες συνεχίζονταν εδώ κι εκεί. Ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και φώτιζε την κορυφή των τειχών που ήταν διάσπαρτη από τα κομματιασμένα σώματα των πολιορκητών και των πολιορκημένων· μεγάλα αρπακτικά πουλιά έκαναν κύκλους πάνω από τους νεκρούς.

«Όσους σκοτώνονται στη μάχη τους τιμούν οι θεοί και οι άνθρωποι», είπε ο Ηράκλειτος.

«To παρόν μυθιστορηματικό χρονικό περιέχει σκηνές από το βίο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τον πολεμικό και τον ερωτικό, σε μιαν αφήγηση που μοιάζει με παραμύθι, ενώ δεν είναι παραμύθι», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Όλη η ζωή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ήταν σαράντα εννέα χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες. Βασίλευσε μόνο τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες. Η ευκλεής και ταυτόχρονα σκοτεινή ιστορία του Βυζαντίου άρχισε με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τελείωσε με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Και των δυο η μητέρα λεγόταν Ελένη· του πρώτου ήταν από τη Βιθυνία και του τελευταίου Σέρβα. Ο πρώτος πέθανε στο κρεβάτι του από φυσικό θάνατο, ο δεύτερος έπεσε μαχόμενος.

«Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, αναφερόμενος στον γιο του Μανουήλ και της Ελένης.

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» (από το κεφάλαιο Έξι, με τίτλο «Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου), εκδόσεις Ψυχογιός, Μάρτιος 2013.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντινούπολη – μια ιστορία τριών πόλεων

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top