«Για να ενισχυθεί ο ρόλος των μουσείων πρέπει πρώτα να επενδύσει σε αυτά η πολιτεία. Δε νοείται κεντρικά μουσεία της χώρας να έχουν κλειστές αίθουσες -το μισό χρόνο- λόγω έλλειψης προσωπικού».

Είναι influencer η Mona Lisa; Δεν αξίζουν τα μουσεία ένα hashtag; Πως επηρεάζουν τα κοινωνικά ζητήματα; Σε αυτά και σε ακόμα περισσότερα ερωτήματα έρχεται να μας απαντήσει ο Κώστας Λασκαράτος μέσα από το βιβλίο του «Μουσεία Influencers» – ένα βιβλίο για τη σχέση των μουσείων με τους ψηφιακούς influencers στην εποχή των smartphones.

Ο γνωστός δημοσιογράφος, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων το Σάββατο 18 Μαΐου, μας μίλησε για τη σημασία των μουσείων στην εποχή μας, τη σχέση τους με την τεχνολογία, τα γλυπρά του Παρθενώνα, αλλά και τη Eurovision.

«Η φετινή Διεθνής Ημέρα Μουσείων έχει ως θέμα “Μουσεία για την Εκπαίδευση και την Έρευνα” και το ελληνικό τμήμα του ICOM επέλεξε το Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, ως τιμώμενο».

– Τι σηματοδοτεί η Διεθνής Ημέρα Μουσείων (18/05);

Το 1977 το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), στην προσπάθειά του να αναδείξει τον ρόλο των μουσείων στη σύγχρονη κοινωνία, καθιέρωσε τη 18η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα Μουσείων. Ζητούμενο αυτής της επετείου ήταν να γίνουν τα μουσεία φορείς πολιτισμικών ανταλλαγών «με σκοπό την ενίσχυση της μόρφωσης, την προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης, την ειρήνη και τη συνεργασία μεταξύ των λαών».

Η φετινή επέτειος, το 2024, έχει ως θέμα «Μουσεία για την Εκπαίδευση και την Έρευνα» και το ελληνικό τμήμα του ICOM επέλεξε το Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, ως τιμώμενο φορέα εκτιμώντας το εκπαιδευτικό και επιστημονικό έργο που επιτελεί.

«Τα αρχαιολογικά μουσεία έχουν αναλάβει την ευθύνη της προστασίας των ευρημάτων που εκθέτουν, αλλά και της ανάδειξής τους». (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC)

– Έχουμε εξαιρετικά «μπουτίκ» μουσεία όπως το Μπενάκη ή το Κυκλαδικής, με όμορφα εστιατόρια και πωλητήρια, πέραν των εκθεμάτων. Τα αρχαιολογικά μουσεία (εξαιρείται το Ακροπόλεως που είναι υπερσύγχρονο) θα έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτό, και πως;

Ξεκάθαρα. Το οφείλουν άλλωστε στα σπουδαία ευρήματα που εκθέτουν. Έχουν αναλάβει την ευθύνη της προστασίας αλλά και της ανάδειξής τους. Συνεπώς, πρέπει να αξιοποιούν κάθε σύγχρονο μέσο που μπορεί να κάνει την ξενάγηση ελκυστική. Με σεβασμό πάντοτε στις αρχαιότητες και την ασφάλειά τους. Πρόσφατα επισκέφθηκα το αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης και πρέπει να ομολογήσω πως στη γειτονική χώρα η τεχνολογία έχει μπει με αξιοζήλευτα επιτυχημένο τρόπο στο μουσείο της Πόλης. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τον εφησυχασμό, την αργοπορία ή την πεισματική προσκόλληση σε ξεπερασμένες μουσειολογικές προσεγγίσεις.

– Τι λέτε για τα σχέδια επέκτασης του εθνικού αρχαιολογικού μουσείου και τον αρχιτεκτονικό γραφείο του David Chipperfield που επιλέχθηκε;

Πρέπει να περιμένουμε να δούμε το αποτέλεσμα. Ξέρετε, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν εμπνεύστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την κατασκευή της γυάλινης πυραμίδας στο Λούβρο, ξεσηκώθηκαν χιλιάδες Γάλλοι. Οι αντιδράσεις τους, τότε, ίσως φάνταζαν λογικές αν σκεφτεί κανείς πως το κτίριο έχει μια τυπολογία πολύ μακριά από την μοντέρνα γυάλινη προσθήκη. Ωστόσο, σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μνημείου και θα ήταν αδιανόητο κάποιος να σκεφτεί να αφαιρέσει την πυραμίδα. Αν μου επιτρέπετε όμως, δεν είναι μόνο τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την επέκταση του μουσείου. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα συνολικότερο όραμα -δε λέω απλώς σχέδιο- αναβάθμισης της περιοχής. Το ελληνικό δημόσιο θα έπρεπε να κινήσει γη και ουρανό -τα προηγούμενα χρόνια- για να φέρει στην κατοχή του το πρώην θερινό θέατρο «Αθήναιον», και να είχε αποτρέψει τη δημιουργία ενός ακόμη πολυόροφου κτιρίου απέναντι από το σπουδαιότερο μουσείο της χώρας. Κάποιοι όφειλαν να έχουν μεριμνήσει να παραδώσουν το οικόπεδο στην πόλη ως δημόσιο χώρο.

– Ώρες ώρες έχουμε την εντύπωση ότι οι νέοι πανίσχυροι φορείς πολιτισμού όπως τα ιδρύματα Νιάρχου και Ωνάση υποκαθιστούν το κράτος σε ορισμένα θέματα. Συμφωνείτε;

Νομίζω πως η διαπίστωσή σας αποτελεί κοινό τόπο. Δεν ξέρω αν πρέπει αυτό απαραιτήτως να το «ζυγίσουμε» ως θετικό ή αρνητικό. Το σίγουρο είναι πως τέτοιοι φορείς έχουν μια μεγαλύτερη ευελιξία από το ελληνικό δημόσιο, διαθέτουν εξωστρέφεια και έχουν επιτύχει να εισηγούνται προτάσεις, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε όχι.

– Το instagram είναι περιέργως ένας αρκετά καλός χώρος για να «ακολουθούμε» μουσεία και να μορφωνόμαστε -έστω αποσπασματικά- με ευχάριστο τρόπο. Συμφωνείτε; Ποιους λογαριασμούς μουσείων ακολουθείτε;

Ξεκάθαρα συμφωνώ. Το πρώτο μουσείο που ακολούθησα ήταν το Ορσέ, στο Παρίσι. Ακολούθησε το Λούβρο, το Γκουγκενχάιμ κλπ. Είναι πολύ όμορφο μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα να αποκτάς νέες γνώσεις, να παίρνεις μια «αμπούλα» αισθητικής.

«Στα αλήθεια μπορεί να υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς πολιτική τοποθέτηση; Χωρίς θέση στα πράγματα; Ιδίως όταν συμβαίνουν τόσα αιματηρά και αδιανόητα γεγονότα στον κόσμο;».

Το βιβλίo του Κώστα Λασκαράτου «Μουσεία Influencers» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη.

– Στο βιβλίο σας, «Μουσεία Influencers» (εκδ. Ι. Σιδέρη) υποστηρίζετε ότι τα μουσεία βοηθούν σε κοινωνικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η συμπερίληψη ΑΜΕΑ και ΛΟΑΤΚΙ+ συνανθρώπων μας. Πως το πετυχαίνουν αυτό;

Με τη στάση τους και τις επιλογές τους. Όταν για παράδειγμα αποσύρουν έργα σπουδαίων ανδρών καλλιτεχνών για να βάλουν στη θέση τους άλλα, γυναικών, διορθώνοντας αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ως «ποσόστωση», δείχνουν εμπράκτως πως τα δυο φύλα πρέπει να έχουν ίσους ρόλους στη ζωή και στην τέχνη. Όταν αλλάζουν το ύψος που τοποθετούν τις λεζάντες για να μπορούν να τις διαβάσουν άνθρωποι που κινούνται με αμαξίδιο, γίνονται πιο συμπεριλητικά. Όταν χρησιμοποιούν νέα μέσα, τεχνολογίες και πρακτικές για να βιώνουν ισότιμα την εμπειρία της ξενάγησης πολίτες με προβλήματα όρασης και ακοής, δίνουν το παράδειγμα πως η κοινωνία πρέπει να δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους.

– Και τι λέτε για τις προσπάθειές ξαναγραψίματος της ιστορίας σε μουσεία του εξωτερικού όπου αποκαθηλώνονται αγάλματα αμφιλεγόμενων ιστορικών  προσωπικοτήτων ή πίνακες που ερεθίζουν κάποιες ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες;

Είναι γνωστή η συζήτηση για το αν η αξία ενός έργου θα πρέπει να συνδέεται με την ηθική του καλλιτέχνη. Βεβαίως σε όλα υπάρχουν διακυμάνσεις. Είναι διαφορετική η περίπτωση του Καραβάτζο, που είχε παραβατική συμπεριφορά σε πολλές στιγμές της ζωής του και διαφορετική του Gauguin, που θεωρείται πως είχε σχέσεις με ανήλικα κορίτσια. Πλέον πολλά μουσεία που φιλοξενούν έργα του παραδέχονται πως «εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως προνομιούχου Δυτικού για να αξιοποιήσει στο έπακρο τις σεξουαλικές ελευθερίες που του ήταν διαθέσιμες». Προφανώς δεν καίνε στην πυρά τα έργα του, αλλά νιώθουν την ανάγκη να διαφοροποιηθούν από τις επιλογές του και να τις καταγγείλουν ως μη αποδεκτές. Είναι το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, όχι απλώς επειδή είμαστε στα χρόνια του metoo, αλλά επειδή τα μουσεία έχουν τη δύναμη να εισηγούνται αξίες.

«Από τη  στιγμή που η βρετανική ηγεσία δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της επίλυσης του ζητήματος, το διαπραγματευτικό δίδυμο ελληνικό κράτος – Βρετανικό μουσείο, θα ήταν ίσως πιο ωφέλιμο να αντικατασταθεί από το δίδυμο Μουσείο Ακρόπολης – Βρετανικό Μουσείο. Η σχέση αυτή μοιάζει πιο ισότιμη».

– Έχετε γράψει και το βιβλίο «Πολιτισμός και Εξωστρέφεια» για τον ρόλων των μουσείων στην πολιτιστική διπλωματία. Δεδομένου του ότι το soft power της Ελλάδας είναι ούτως ή άλλως ταυτισμένο με την πολιτιστική μας κληρονομιά τι βήματα πρέπει να γίνουν για να ενισχυθεί ο «εθνικός» ρόλος των μουσείων μας; 

Για να ενισχυθεί ο ρόλος τους πρέπει πρώτα να επενδύσει σε αυτά η πολιτεία. Να πιστέψει στη δύναμή τους. Δε νοείται κεντρικά μουσεία της χώρας να έχουν κλειστές αίθουσες -το μισό χρόνο- λόγω έλλειψης προσωπικού. Αυτό τα λέει όλα! Από εκεί και πέρα η δημιουργία μια συνεπούς, συγκροτημένης εθνικής πολιτιστικής πολιτικής είναι απαραίτητη. Η απουσία της είναι η απάντηση σε κάθε πρόβλημα.

– Είδαμε πρόσφατα στη Eurovision να αναβιώνει με πάθος το debate για το αν ένα τραγούδι και μια τραγουδίστρια αφενός δύνανται να εκπροσωπούν μια ολόκληρη χώρα και αφετέρου αν την εκπροσωπούν επάξια. Ποια είναι η γνώμη σας; 

Η χώρα έχει θεσμούς. Οι αιρετοί την υπηρετούν και την εκπροσωπούν επισήμως, στα μεγάλα και στα σημαντικά. Σε οτιδήποτε άλλο, σε έναν διαγωνισμό ή σε κάποιο μεγάλο event, δεν μπορούμε όλοι να ταυτιζόμαστε πάντοτε με τους συμμετέχοντες. Άρα δε κατανοώ πλήρως την αξία ενός τέτοιου debate όπως το περιγράφετε.

– Και μιας και ο διαγωνισμός μπλέκει, θέλοντας και μη, τέχνη και πολιτική, τι λέτε για τον αποκλεισμό της Ρωσίας, τη συμμετοχή του Ισραήλ και τις ποικίλες αντιδράσεις (συμπεριλαμβανομένης και αυτής της Μαρίνας Σάττι;). Σας ρωτώ και με την ιδιότητα σας ως δημοσιογράφου της ΕΡΤ. 

Θα σας απαντήσω εκπροσωπώντας αποκλειστικά τον εαυτό μου. Επειδή δεν είμαι fan του θεσμού δε παρακολούθησα με κάθε λεπτομέρεια τα «επεισόδια» των προηγούμενων ημερών. Όμως, στα αλήθεια μπορεί να υπάρχει καλλιτέχνης -αληθινός καλλιτέχνης- χωρίς πολιτική τοποθέτηση; Χωρίς θέση στα πράγματα; Ιδίως όταν συμβαίνουν τόσα αιματηρά και αδιανόητα γεγονότα στον κόσμο. Από εκεί και πέρα, κάθε άνθρωπος πρέπει να διατηρεί παντού την ελευθερία της έκφρασής -χωρίς αστερίσκους- και να κρίνεται βεβαίως επίσης ελεύθερα από τους υπολοίπους. Αρκεί αυτό να γίνεται με συνέπεια, ωριμότητα και σοβαρότητα.

«Ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι τα γλυπτά θα επιστρέψουν σίγουρα κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Θα τα φωτίσει ξανά ο Αττικός ουρανός. Το μνημείο θα επανενωθεί». (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC)

– Ποια είναι τέλος η άποψη σας (και η στρατηγική που θα προτείνατε ενδεχομένως) για την επιστροφή των παρθενώνειων γλυπτών στη χώρα μας; 

Εδώ και δεκαετίες οι διάφορες ελληνικές ηγεσίες μιλούν με τους διευθυντές του Βρετανικού Μουσείου και συνήθως βρίσκουν «κλειστή πόρτα» καθώς οι τελευταίοι επικαλούνται τους νόμους της Βρετανίας κλπ Για μήνες, διαβάζαμε για συνομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον Όσμπορν του Βρετανικού, που θεωρούνταν για κάποιους πολύ προχωρημένες. Το έγραψε πρόσφατα και ο New Yorker. Και έπειτα ήρθε το σκάνδαλο με τις κλοπές και κάπου χάσαμε τη συνέχεια, σε μια ιστορία που ήταν ούτως ή άλλως αρκετά θολή και ομιχλώδης, καθώς δεν είχαμε επίσημη ενημέρωση. Εγώ, ήδη στο πρώτο μου βιβλίο «Πολιτισμός και Εξωστρέφεια» (εκδ. Ι Σιδέρης), υποστηρίζω πως το «διαπραγματευτικό σχήμα» δεν μπορεί να είναι τόσο ανισοβαρές. Από τη  στιγμή που η βρετανική ηγεσία δεν αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη της επίλυσης του ζητήματος, το διαπραγματευτικό δίδυμο ελληνικό κράτος – Βρετανικό μουσείο, θα ήταν ίσως πιο ωφέλιμο να αντικατασταθεί από το δίδυμο Μουσείο Ακρόπολης – Βρετανικό Μουσείο. Η σχέση αυτή μοιάζει τουλάχιστον πιο ισότιμη.  Από εκεί και πέρα, ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι τα γλυπτά θα επιστρέψουν σίγουρα κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Θα τα φωτίσει ξανά ο Αττικός ουρανός. Το μνημείο θα επανενωθεί.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Ερηνάκης – «Πάντα πρέπει να υποστηρίζουμε το ευγενές»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top