2.
Ακόμη και αν αφορούσε εξοχές γύρω από τη Φλωρεντία (το Φιέζολε και το Σετινιάνο), όπου ο Φόρστερ κίνησε (με μόνιππο) τους ήρωές του ένα βροχερό απόγευμα στο Δωμάτιο με θέα, για τον αυθεντικό εστέτ η ύπαιθρος (οι εξορμήσεις σ’ αυτήν και η καταπόνηση με κοπιώδεις αναρριχήσεις και πορείες) είναι συνθήκη αδιάφορη έως ακατανόητη. Σύνδεσμο νιώθει μόνο με την εξημερωμένη φύση, με μια φροντισμένη ανθοδέσμη ή με τη σαλάτα που είναι πάντα το τελευταίο πιάτο στα γεύματά του. Ο εστέτ ενστερνίζεται ανεπιφύλακτα την άποψη ότι «η εξοχή δεν είναι παρά ο τόπος όπου τα κοτόπουλα κυκλοφορούν ωμά» και μπορεί να ενδιαφερθεί αδιαμαρτύρητα μόνο για τοπία και περιοχές από την έντεχνη φύση, όταν, δηλαδή, ο κόσμος γίνεται ακίνδυνο και καλαίσθητο σύμβολο ενός κώδικα. Τότε, ακόμη και οι τίτλοι εκείνων των πινάκων τον αφορούν, και όχι σπάνια ονειροπολεί με τις ποιητικές παραπομπές τους: Κυνηγοί αναπαύονται σε αμπελώνες. Νέφη πάνω από τους Δολομίτες. Ξαφνική καταιγίδα στην Μπεζανσόν.
Στην επόμενη σελίδα: «Η κατά μόνας απόλαυση είναι η επιλογή που τον αναβαθμίζει».