tumblr_lwgltohriX1r31k3i

«Ποιος ήταν ο Μπεντικό; Ο Μολοσσός του ντον Φαμπρίτσιο, στον Γατόπαρδο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Μπεντικό κυκλοφορεί συνεχώς στις σελίδες…», γράφει ο Κώστας Μαυρουδής. (Στη φωτογραφία ο Αλέν Ντελόν σε σκηνή από την ομώνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι).

Ποιος ήταν ο Μπεντικό; Ο Μολοσσός του ντον Φαμπρίτσιο, στον Γατόπαρδο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Και ποιος είναι ο ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπας της Σαλίνα; Ένας ραφινάτος σνομπ, αρχηγός μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της Σικελίας, κουρασμένος πια και σοφός, όταν ο Γκαριμπάλντι ενοποιεί τα κράτη της ιταλικής χερσονήσου υπό το σκήπτρο του νέου βασιλιά. Με τον Μπεντικό, κατά κάποιον τρόπο, αρχίζει το μυθιστόρημα, καθώς στο πρώτο κεφάλαιο ο Μολοσσός μπαίνει στο δωμάτιο του πρίγκιπα μετά την καθιερωμένη πρωινή προσευχή. Μ’ αυτόν θα κλείσει η αφήγηση στην τελευταία γραμμή του τόμου. Ο Μπεντικό κυκλοφορεί συνεχώς στις σελίδες. Κάνει αθώες αταξίες, σκαλίζει τις πρασιές «κοιτάζοντας αμέσως, σαν να ζητά επαίνους για τα δεκατέσσερα κομμένα γαρύφαλλα, τον ξεριζωμένο φράχτη και το μικρό αυλάκι που έφραξε». Ο Μπεντικό είναι σκιά του πρίγκιπα, κάνει μαζί του σιωπηρούς διαλόγους, ανταλλάσσει αναπάντητες σκέψεις ή σιωπά. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αλλά η υπόθεσή της βασίζεται στη ζωή του συγγραφέα. Ο ντον Φαμπρίτσιο, υπερόπτης και στοχαστικός, γνωρίζει τι σημαίνει η νέα εποχή και αποδέχεται ψύχραιμα –ευγενής που περιφρονεί το κυνήγι του χρήματος– να δει τα φέουδα στην κατοχή μιας νέας τάξεως. Θρηνεί γι’ αυτό που εκπίπτει, με σοφή και λυτρωτική στωικότητα: «Ήμασταν τα λιοντάρια. Αυτοί που θα μας διαδεχθούν είναι τα τσακάλια, οι ύαινες. Όλοι ωστόσο, λιοντάρια, τσακάλια, πρόβατα, θα εξακολουθούμε να θεωρούμε τον εαυτό μας το άλας της γης». Το μυθιστόρημα είναι επικεντρωμένο στο πρόσωπό του. ελάχιστες είναι οι παραχωρήσεις στη μυθοπλασία. Στις τελευταίες σελίδες, ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής βρίσκεται άρρωστος και ετοιμοθάνατος σε ένα ξενοδοχείο του Παλέρμο. Απ’ το δρόμο ακούγεται μια λατέρνα να παίζει κάτι από τη Λουτσία ντι Λάμερμουρ. Σκέπτεται ότι την ίδια στιγμή, σ’ όλη την Ιταλία, «χιλιάδες ετοιμοθάνατοι μπορεί να ακούνε με πικρία απ’ το παράθυρό τους αυτές τις μηχανικές μουσικές». Σαν να ζητά καταφύγιο στην πιο βαθιά μνήμη, θυμάται τους σκύλους, τις μονιμότερες παρουσίες τής παιδικής του ηλικίας: τη Φούφη και τον Τομ, ένα ορμητικό Κανίς αφοσιωμένο και φιλικό. Ανακαλεί τα πειθήνια μάτια του Σβέλτο, τις απαλές πατούσες του Ποπ, του Πόιντερ που αυτή τη στιγμή, αν ζούσε, θα τον έψαχνε μάταια ανάμεσα στους θάμνους ή κάτω απ’ τις πολυθρόνες της έπαυλης και δεν θα τον έβρισκε ποτέ πια. Το μυθιστόρημα, βλέμμα στην πτώση, καταγράφει τη στιγμή που μια αυστηρή ιεραρχία αιώνων ετοιμάζεται να εκλείψει διά παντός. Ακόμη και η νέα ιταλική σημαία, που παίρνει τη θέση εκείνης των Βουρβόνων (με τα κρίνα στο χρυσό φόντο), φαίνεται στον ντον Φαμπρίτσιο ένα χονδροειδές χρωματικό πυροτέχνημα. «Ένιωσε πως το χέρι του δεν έσφιγγε πια. Κάποιος του έπαιρνε το σφυγμό. Ένα μικρό πλήθος από ξένα πρόσωπα βρισκόταν γύρω του». Και ο Μπεντικό; Τι απέγινε ο πρωταγωνιστής Μπεντικό; Όπως συμβαίνει μετά τους θανάτους, κάποτε η κόρη του αποφάσισε ορισμένες εκκαθαρίσεις, ανάμεσά τους και το βαλσαμωμένο σκύλο, που της ξυπνούσε πικρές μνήμες. «“Αυτός ο σκύλος έχει γεμίσει σκόρο”, είπε. “Μπορείτε να τον πετάξετε”. Σε λίγο τον έσερναν έξω απ’ το δωμάτιο. Τα γυάλινα μάτια του την κοίταξαν με το επιπληκτικό και ταπεινωμένο βλέμμα που έχουν τα πράγματα όταν τα αρνούνται. Τον έριξαν σε μια γωνιά της αυλής απ’ όπου κάθε μέρα περνούσε ο σκουπιδιάρης. Καθώς έπεφτε απ’ το παράθυρο εμφανίστηκε για τελευταία φορά η φιγούρα του. Ένα τετράποδο με μακριά μουστάκια και ανασηκωμένο το μπροστινό, δεξί του πόδι φάνηκε να χορεύει στον αέρα. Μετά, όλα βρήκαν πάλι τη γαλήνη τους, ακίνητα μέσα σ’ ένα σιωπηλό στρώμα γκρίζας σκόνης».

 

 * * *

 

ex_mayroudis_DT_dt

«Η αθανασία των σκύλων, η άγνοια δηλαδή του θανάτου και του χρόνου, δίπλα στο εφήμερο των ανθρώπων». (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η προεκλογική συγκέντρωση (Τετάρτη, 5 Νοεμβρίου του 1952) θα ήταν επιβεβαίωση νίκης. Την προεξοφλούσε η χωρίς προηγούμενο υποδοχή στο κτήριο του σταθμού, «ανεπαρκούς», όπως έγραψε ο τοπικός Τύπος, «διά να δεχθή το πλήθος και να στεγάση το πάθος». Μου έχουν διηγηθεί τα όσα αφορούσαν την άφιξη. Ο γηραιός ηγέτης στάθηκε για λίγο στην πόρτα πριν κατέβει απ’ το βαγόνι. «Γεια σου, Πλαστήρα», φώναξαν ορισμένοι που είχαν καταφέρει, σπρώχνοντας, να φτάσουν μπροστά στο συρμό. Φορούσε μαύρο μακρύ παλτό και σκληρό πλατύγυρο από αγγλικό βελούδο, που δημιουργούσε αντίθεση με το λευκό, τσιγκελωτό μουστάκι του. «Η πλειοψηφία θα είναι ευρεία και άνετος», είπε χωρίς να ακουστεί. Οι χαιρετισμοί με διοικήσεις συλλόγων, ενώσεων και μέλη της λέσχης των Φιλελευθέρων ήταν σύντομοι. Με ηρωικές προσπάθειες η χωροφυλακή άνοιξε διάδρομο προς την έξοδο, όπου το αυτοκίνητο, κάτω απ’ το ρολόι της προσόψεως, θα τον μετέφερε –πομπή από πεζούς, ποδηλάτες και τροχοφόρα– στο ξενοδοχείο. «Μια φωτογραφία με τον πρόεδρο του Κυνηγετικού», φώναξε κάποιος στην πύλη, κατορθώνοντας να πλησιάσει τη συνοδεία. υπήρχαν δύο κυνηγετικοί σύλλογοι. Ο προσκείμενος στους Φιλελευθέρους είχε σχεδιάσει εντυπωσιακή παρουσία. Η πρώτη ιδέα ήταν να εμφανιστεί στον απέναντι λόφο πύρινο το όνομα του ηγέτη, σιδερένιος σκελετός, στουπί και παραφινέλαιο. Η δεύτερη να ελευθερωθούν περιστέρια στο σταθμό. Προκρίθηκε μια τρίτη, που ανήκε στον πρόεδρο του συλλόγου. Η εικόνα της είναι δημοσιευμένη σε πρωτοσέλιδα της εποχής: στην είσοδο του σταθμού, πίσω από τους προέδρους της ΕΠΕΚ και του Κυνηγετικού, βρίσκονται παραταγμένοι δεκαεπτά σκύλοι. Σε κάθε λαιμό κρέμεται ένα γράμμα απ’ το ονοματεπώνυμο: Ν-Ι-Κ-Ο-Λ-Α-Ο-Σ Π-Λ- κ.λπ. Οι φωτογραφούμενοι κρύβουν τρία ζώα με τα αντίστοιχα ψηφία και βλέπουν το φακό με εμφανώς διαφορετικές διαθέσεις. «Ο λαός και η απλοϊκή του θεατρικότητα», δείχνει να σκέπτεται ο πρώτος. «Εγώ, πλάι στον Πρωθυπουργό!» ο δεύτερος. Στην κρίσιμη αναμέτρηση της 16ης Νοεμβρίου, το πρώτο κόμμα χάρις στο εκλογικό σύστημα σχημάτισε κυβέρνηση τεράστιας πλειοψηφίας. Τα μέλη του Κυνηγετικού, όπως όλοι οι οπαδοί του Κέντρου, δοκίμασαν την απογοήτευση της συντριπτικής ήττας. Ο «Συναγερμός» συγκέντρωσε 783.451 ψήφους και 247 έδρες! Ο Τύπος της δεξιάς έγραψε ότι «υπό τον Στρατάρχην Παπάγον ο ελληνισμός οδηγείται πλέον προς τα πεπρωμένα του». Με εντυπωσιακή ακρίβεια, ο Σπύρος Μαρκεζίνης προέβλεψε ότι «η παράταξις θα κυβερνήση απερίσπαστος επί δωδεκαετίαν». Έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Περαστικός –προσκεκλημένος σωστότερα–, ένα απόγευμα στα γραφεία του συλλόγου, γνώρισα τον αιωνόβιο πρόεδρο, επίτιμο εδώ και δεκαετίες. Απ’ τις βιτρίνες μάς κοίταζαν με γυάλινα μάτια αγριόπαπιες και φασιανοί, πλαισιωμένοι από κάδρα, κύπελλα και παλιές καραμπίνες. Του μίλησα για τις αλλαγές στην περιοχή, για τα εκτροφεία θηραμάτων (δικό του έργο), τον αυτοκινητόδρομο που μας έφερε τόσο κοντά στην Αθήνα, και κατέληξα να φιλοσοφώ για το παρελθόν –«δεκαετίες που συσσωρεύτηκαν χωρίς να τον αγγίζουν». υποβασταζόμενος, άφωνος απ’ τα εγκεφαλικά, ο επίτιμος μου έδειχνε με το βλέμμα την κορνίζα με τη θρυλική φωτογραφία. Έσκυψα, τάχα πως την ερευνώ. Τι σιωπηλή κατήφεια. Η χειμωνιάτικη νύχτα του ’52, η άφιξη, ο Πλαστήρας με χαμόγελο συμβατικό και απέραντα κουρασμένο. Δίπλα εκείνος, λάμποντας από νεότητα και ματαιοδοξία και, μισό βήμα πίσω, η παράταξη των δεκαεπτά σκύλων, με το αρχαίο τους βλέμμα πάνω μας, άδειο από νοήματα, ανύποπτο για το χρόνο και την Ιστορία.

DSC06589

«Η αθανασία των σκύλων» του Κώστα Μαυρουδή (φωτογραφία) κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο από τις εκδόσεις «Πόλις». Το βιβλίο περιλαμβάνει 70 μικρές, αριθμημένες, ιστορίες –η στήλη παραθέτει τις υπ’ αριθμ. 35 (η πρώτη) και 54 (η δεύτερη).

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top