«Με την υπογράμμιση επιλεγμένων φράσεων, εκτός από στιγμιαίες εντυπώσεις της αναγνώσεως, πιθανόν να εκδηλωνόταν απ’ τον πατέρα κάτι σκόπιμα υπολογισμένο: μια αφορμή σκέψεων για τον γιο του, μηνύματα που του έστειλε με τον ξένο στοχασμό». (Αριστερά: Edvard Munch, «Andreas reading». Δεξιά: Vilhelm Hammershoi, «Interior with Young Man Reading», 1898).

Όταν το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου του 1955 ο πατέρας του παιδιού τελείωσε την ανάγνωση μιας πρόσφατης εκδόσεως της Μαντάμ Μποβαρύ (εκδόσεις «Εποχή», Αθήνα 1954), το βιβλίο –όπως συνέβαινε με όλα τα μυθιστορήματα που διάβαζε– είχε γεμίσει με υπογραμμίσεις φράσεων και παραγράφων: Περιγραφές «με τον καθαρό ήχο από τα κωδωνοστάσια των εκκλησιών που ορθώνονταν μέσα στην ομίχλη», αναφορές στον χαρακτήρα της ηρωίδας, της οποίας «η περασμένη ζωή, τόσο ευδιάκριτη πριν από λίγο, τώρα, στη λάμψη του παρόντος, έσβηνε εντελώς», κρίσεις για μια παράσταση της Λουτσία ντι Λάμερμουρ και για τον Λαγκαρντί που ερμήνευε τον ρόλο του Ενρίκο («τραγουδιστής με περισσότερο ταμπεραμέντο παρά νοημοσύνη, έμφαση παρά λυρισμό»), αναφορές των κρυφών συναντήσεων της Έμμας με τον Ροντόλφ στο ξενοδοχείο, αλλά και γνωμικά του συγγραφέα («σε κάθε συμβολαιογράφο ανακαλύπτουμε κατάλοιπα ποιητή»), στερεότυπο των γαλλικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα.

«Το βιβλίο –όπως συνέβαινε με όλα τα μυθιστορήματα που διάβαζε ο πατέρας του παιδιού– είχε γεμίσει με υπογραμμίσεις φράσεων και παραγράφων».

Σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι ο πατέρας δεν υπάρχει πλέον, η πλούσια όμως βιβλιοθήκη του έχει διασωθεί και το παιδί –ώριμος άνδρας με αντίστοιχα ενδιαφέροντα– ανατρέχει συχνά σ’ αυτήν. Εκεί, βρίσκοντας τις σημειώσεις που υπήρχαν σε πολλά βιβλία, δεν είναι απίθανο να οδηγηθεί σε γοητευτικές εικασίες, για τις οποίες πάντοτε αφήνει έδαφος η σημειογραφία των απόντων. Με την υπογράμμιση επιλεγμένων φράσεων, σκέπτεται, εκτός από στιγμιαίες εντυπώσεις της αναγνώσεως, πιθανόν να εκδηλωνόταν κάτι σκόπιμα υπολογισμένο: Ο μελαγχολικός εγωισμός του ανιόντος, που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του και να συνομιλεί με το παιδί σ’ ένα μακρινό μέλλον, όταν δηλαδή ο ίδιος θα απουσιάζει και οι υπογραμμίσεις θα είναι αφορμή σκέψεων για τον γιο του, μηνύματα που του έστειλε με τον ξένο στοχασμό.

«Σήμερα, το παιδί –ώριμος άνδρας με αντίστοιχα ενδιαφέροντα–, βρίσκοντας τις σημειώσεις που υπήρχαν σε πολλά βιβλία, δεν είναι απίθανο να οδηγηθεί σε γοητευτικές εικασίες, για τις οποίες πάντοτε αφήνει έδαφος η σημειογραφία των απόντων». (Painting by John Pacer).

Υπάρχει ένα επιπλέον ενδεχόμενο: Μελλοντικά, η τάξη με την οποία εμφανίζεται στην πρώτη και στην τελευταία σελίδα ο χρόνος της αναγνώσεως, θα έκανε αντιληπτό ότι οι σημειώσεις του δεν ήταν απλώς σχολαστική πράξη, αλλά ένα μεταξύ τους ημερολογιακό υπονοούμενο. «Τελείωσα την ανάγνωση αυτού του βιβλίου στις 10 Οκτωβρίου του 1955, έναν χρόνο και πέντε ημέρες μετά τον θάνατο του Παπάγου, δεκατέσσερις μέρες πριν από την διάλεξη στην πόλη μας του Κοσμά Πολίτη. Βρισκόμαστε, όπως βλέπεις, μια διετία πριν απ’ τον θάνατο της μητέρας σου». Ανάλογα γεγονότα μπορεί να υπαινίσσεται (και συγχρόνως να επισημαίνει) μια παλιά ημερομηνία, γραμμένη, τάχα χωρίς άλλη πρόθεση, στην επιφάνεια ενός έντυπου μνημείου.

 

// Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή «Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι», δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη, Εκδόσεις Νεφέλη 2017. Πρώτη έκδοση: Εκδόσεις Νεφέλη 2000.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Παναγιωτόπουλος – «Ευγνωμονώ τον πατέρα μου…».

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top