H αισθαντική Ζιλιέτ Μπινός στην «Μπλε» ταινία.

Να διαπερνάς το συμπαγές της ζωής. Να σπας την πέτρα του αδιαπέραστου. Ο Κριστόφ Κισλόφκι αυτό ακριβώς έλεγε ότι προσπαθούσε να κάνει με την τέχνη του. Για να καταλήξει, ωστόσο, σε μια υπαρξιακή ήττα που αφορά όλους τους ανθρώπους. «Ω, είναι πραγματικά δύσκολο να το καταφέρω. Πάρα πολύ δύσκολο», παραδεχόταν. Πώς αλλιώς;

Κι όμως, αυτή η αδυναμία να ορίσεις το μέγα βάθος της ζωής, να ανασύρεις στην επιφάνεια όλα εκείνα τα φερτά στοιχεία του ανθρώπινου βίου, εκείνα δηλαδή που καθορίζουν τη μοίρα του, αποτέλεσαν τα φτερά της επιθυμίας του, το νήμα που έδεσε τη μια ταινία του με την άλλη. Οπως ο Ταρκόφσκι, ο Αγγελόπουλος, ο Καζάν, ο Βισκόντι και τόσοι άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες, ο Κισλόφσκι ανήκει στη χορεία των ποιητών της μεγάλης οθόνης. Για να αποδειχθεί πως το καταστάλαγμα των εικόνων είναι η αυθεντία της ποίησης και της αισθαντικότητας.

Παιδί του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1941 στη Βαρσοβία και οι κακουχίες δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο. Το σίδερο του πολέμου άνθισε μέσα του την αγάπη για τους απλούς ανθρώπους και το υπαρξιακό βουνό που κουβαλούν αγόγγυστα στις πλάτες και τις ψυχές τους. Ο δικός του κινηματογράφος είναι απόλυτα ανθρωποκεντρικός.

Ωστόσο, ποτέ εγκλωβισμένος σε μια ερμηνεία του κόσμου. Οι ήρωες του Κισλόφσκι είναι δισυπόστατοι, όπως και η ανθρώπινη ψυχή, αναζητούν τις άπειρες δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης. Λειτούργησε έναν κινηματογράφο φιλοσοφικής διάστασης, αλλά ουδόλως δυσνόητο. Οι συμβολισμοί του άγγιξαν την εύθραυστη φύση της ανθρώπινης ανάγκης να καταλάβει τι νόημα έχουν όλα αυτά που της συμβαίνουν. Άλυτο ερώτημα, αλλά η τέχνη ξέρει να ξύνει τις πτυχώσεις του.

Άγγιξε ιδεολογίες και συλλογικούς μύθους. Έψαξε το ανίερο, το παράδοξο, το διφυές, το αναπόφευκτο.

Ο Κισλόφσκι δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, αντιθέτως ενδιαφέρθηκε για τους ανθρώπους της λεγόμενης διπλανής πόρτας. Η επιβίωσή τους, η καθημερινή τους πάλη και οι κρυφές πληγές τους ήταν γι’ αυτόν οι αφορμές να φανταστεί τις εικόνες που θα κατέγραφε ο φακός του. Η Πολωνία, φυσικά, υπήρξε το επίκεντρό του, για να καταφέρει, εντέλει, να γίνει οικουμενικός.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο κινηματογραφιστής συγκαταλεγόταν ήδη στους βασικούς εκπροσώπους του νέου κύματος του πολωνικού ντοκιμαντέρ. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως αν έπρεπε να απεικονίσει την σκληρή πραγματικότητα της Πολωνίας εκείνης της εποχής θα έπρεπε να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν το έκανε ήρθε σε σύγκρουση με το μονολιθικό κομμουνιστικό καθεστώς και έτσι γύρισε την πλάτη στο ντοκιμαντέρ και τάχθηκε με το μέρος της μυθοπλασίας.

H Διπλή Ζωή της Βερόνικα.

Ακόμη κι εκείνη, όμως, η τεκμηρίωση δεν του έλειψε, απλώς χρησιμοποιήθηκε με άλλους κώδικες. Άγγιξε ιδεολογίες και συλλογικούς μύθους. Έψαξε το ανίερο, το παράδοξο, το διφυές, το αναπόφευκτο. Καμία κλειστή πόρτα της ανθρώπινης ψυχής, όσο κι αν του αντιστάθηκε, δεν τον έκανε να αλλάξει τρόπο να βλέπει τους ήρωές του. Υπήρξε ένας αυθεντικός auteur.

Ο Κισλόφσκι δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, αντιθέτως ενδιαφέρθηκε για τους ανθρώπους της λεγόμενης διπλανής πόρτας (Vox.com).

To βάπτισμα του πυρός θα το πάρει το 1966 με την πρώτη του μικρού μήκους ταινία το «Tramwaj». Τρία χρόνια μετά θα αποφοιτήσει από την περίφημη Κινηματογραφική Σχολή του Λοντζ έχοντας γυρίσει τέσσερις ταινίες μικρού μήκους και για τα επόμενα χρόνια σκηνοθέτησε αρκετά ντοκιμαντέρ.

Ώριμος πλέον και κατασταλαγμένος θα φτάσει στη στιγμή της μεγάλης ποίησης με τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» το 1991.

Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας είναι το «Personel» του 1975. Η συγκεκριμένη ταινία όπως και η επόμενή του, ένα χρόνο μετά, «Το Σημάδι»,  εντάσσονται στην κατηγορία του κοινωνικού ρεαλισμού δείγμα ότι κι εκείνος έψαχνε ακόμη τον βηματισμό του. Είναι η πρώτη φορά που ο Κισλόφσκι φέρνει στην επιφάνεια το θέμα του ατόμου, ενώ ο άμεσος κοινωνικός προβληματισμός υποχωρεί.

Η Ιρέν Ζακόμπ στην «Κόκκινη» ταινία.

Η ταινία «Δίχως Τέλος» του 1984, είναι ίσως η πιο ξεκάθαρη, πολιτικά, ταινία του, για να ακολουθήσει ο περίφημος «Δεκάλογος» που αποτελούν ένα κύκλο δέκα μικρού μήκους ταινιών διάρκειας μίας ώρας, εμπνευσμένες από τις Δέκα Εντολές. Από αυτόν τον κύκλο ταινιών προέκυψαν και οι μεγαλύτερου μήκους αριστουργηματικές εκδοχές του πέμπτου και έκτου επεισοδίου με τον τίτλο «Μικρή Ιστορία για έναν Φόνο» το 1988 και «Μικρή Ερωτική Ιστορία» της ίδιας χρονιάς. Το όνομά του αρχίζει να γίνει γνωστό, ο κινηματογράφος του ευδιάκριτος.

Ώριμος πλέον και κατασταλαγμένος θα φτάσει στη στιγμή της μεγάλης ποίησης με τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» το 1991. Δύο γυναίκες ταυτόσημες, αλλά και συνάμα ξεχωριστές. Η αθανασία της ψυχής που μπορεί να εγκατασταθεί σε άλλα σώματα. Κάθε σεκάνς αυτής της ταινίας είναι τόσο γλυκιά και πονετική σαν τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου που σπάνε καθώς περπατάς στο δρόμο νιώθοντας τη βροχή να σε τυλίγει σαν αόρατη κουβέρτα.

To βάπτισμα του πυρός θα το πάρει το 1966 με την πρώτη του μικρού μήκους ταινία.

Ο Κισλόφσκι δημιουργεί εν συνεχεία τον πασίγνωστο κινηματογραφικό κύκλο «Τρία Χρώματα: η Μπλε, η Λευκή και η Κόκκινη Ταινία». Ολες γυρισμένες σε δύο χρόνια (1993-94). Έμελλε να είναι το τελευταίο του κινηματογραφικό έργο. Η έμπνευσή του έρχεται από τα τρία χρώματα που συνθέτουν τη σημαία της Γαλλίας. Τα ιδεώδη της γαλλικής επανάστασης εστιασμένα στο σήμερα, οι ανθρώπινες σχέσεις, το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης που τότε ακόμη έκανε τα πρώτα της βήματα, όπως και η ελευθερία των ανθρώπων, των κεφαλαίων, των υπηρεσιών και των εμπορευμάτων είναι οι θεματικές στις οποίες κινήθηκε σ’ αυτές τις τρεις ταινίες.

Γεννήθηκε για να κατευνάσει με την τέχνη του τον πόνο που κουβαλούν οι άνθρωποι και δεν έχουν πού να τον ακουμπήσουν.

Οι Ζιλί Ντελπί και Ζμπίνιου Ζαμαλόφσκι θέλγουν στη «Λευκή» ταινία. Στην «Κόκκινη» (υποψηφιότητα για Οσκαρ Σκηνοθεσίας) η Ιρέν Ζακόμπ και ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν συνθέτουν ένα μαεστρικό δίδυμο, όμως, η Ζιλιέτ Μπινός της «Μπλε» ταινίας είναι αυτή που θα κλέψει τις καρδιές μας. Ο θρήνος της μοναξιάς της (έχασε σύζυγο και κόρη σε αυτοκινητικό δυστύχημα) θα μετατραπεί βαθμηδόν σε ύμνο για την αγάπη. Ποτέ άλλοτε το ψυχρό μπλε δεν φάνηκε τόσο θερμό. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, και φυσικά με τις υπέροχες μελωδίες του Πράισνερ (άρχισαν να συνεργάζονται ήδη από το 1985) το «Μπλε» είναι η μουσική της λύτρωσης από τραύματα του παρελθόντος και του κατευνασμούς που προσφέρει η λήθη και εν συνεχεία η αγάπη.

Πέθανε σαν σήμερα, 13 Μαρτίου 1996 στη γενέθλια Βαρσοβία. Ωστόσο, ήταν γραφτό: γεννήθηκε για να κατευνάσει με την τέχνη του τον πόνο που κουβαλούν οι άνθρωποι και δεν έχουν πού να τον ακουμπήσουν. Η μεγάλη τέχνη, όμως, θα είναι πάντα εκεί να τους τείνει το χέρι. Απαντήσεις δεν θα τους δώσει σε κανένα μεγάλο ερώτημα, αλλά θα τους απαλύνει κάπως το άχθος. Η μέγιστη των υπηρεσιών.

 

Διαβάστε ακόμα: Ντάνιελ-Ντέι Λιούις – 50 χρόνια κορυφαίες ερμηνείες.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top